Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Οι "πάνω" και οι "κάτω"

Ρωτούν κάποιοι για τη διάκριση μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω».
Ο Άντονι Γουότον -από το Κολέγιο Μπάουντουιν- μιλά για τις «απαστράπτουσες κυβερνοπόλεις εκεί ψηλά στην κορυφή» που κατοικούνται από τους Her Omnes, τους «κυρίους όλος ο κόσμος» του Κάφκα, οι οποίοι «ζουν χωρίς να συλλογίζονται ή να αντιμετωπίζουν την τραγωδία του παλιού αστικού κέντρου». Οι Her Omnes, τα τεράστια κοσμο-Εγώ περιγράφονται και από τον Ντον Ντελίλο στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις (εκδόσεις Εστία). Ο Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής του Ντελίλο ανήκει στη φυλή των «πάνω», στους ανθρώπους που μία ανάσα τους μπορεί να κλονίσει την παγκόσμια οικονομία, σ’ εκείνους που όντας ταυτισμένοι με τον κόσμο δεν έχουν τρόπο να βγουν έξω από το Εγώ τους, δεν έχουν τόπο για να τον δουν από απόσταση, να γνωρίσουν ποιοι είναι. Έτσι, αν το παρεκκλήσι του Ρόθκο ανήκει στην ανθρωπότητα, με την αγορά του αγοράζουν και την ανθρωπότητα! Αυτοί οι θρύλοι με την ακατάβλητη θέληση, οι ευφυείς που έχουν ανατραφεί από λύκους και για τους οποίους η «φήμη» είναι μια κρίσιμη παράμετρος, αυτοί έχουν για θρησκεία τους την «πληροφόρηση», την οποία θεωρούν ως την ομορφιά και το νόημα της ζωής τους. Τα data, τα δεδομένα είναι τα μόνα που είχαν ψυχή. Το σώμα, ο άνθρωπος συρρικνώνεται σε μία δομή πληροφοριών. Τα άλλα, ο έρωτας, η αγάπη, η σύζυγος, το σεξ είναι απλές διεγέρσεις, απλές διευθετήσεις αναγκών. Όλα ολοκληρώνονται χωρίς επαφή, χωρίς κανείς να αγγίξει κανέναν. Ακόμη και η επαφή με τα μάτια, το βλέμμα που μοιράζεται για μια στιγμή σημαίνει «παραβίαση των συνθηκών που έκαναν την πόλη να λειτουργεί... Γενικά υπήρχε ένα σύμφωνο μη επαφής». Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό. Από τη μια το ζην επικινδύνως του υπερμανιακού καπιταλιστή, η φυλή των πολιτών του «πάνω» κόσμου. Κι από την άλλη ο παλιός αστικός κόσμος, χωρίς συνοχή πια, χωρίς ταυτότητα, ένα συνονθύλευμα από τεχνικά γεγονότα, από ασήμαντα τεχνικά στοιχεία. Εδώ, η απουσία εαυτού, το ξερίζωμα και η διάρηξη των παλιών αστικών δικτύων, επιφέρουν την ενδόρηξη, που καταλήγει στον αυτοχειριασμό. Η μόνη γλώσσα των «κάτω» καθίσταται το παραλήρημα και το μίσος. Το μίσος είναι το μόνο που καταφέρνει να βρει ο απόκληρος, ο «κάτω» για παρηγοριά. Καθώς μισεί γίνεται «κάτι», όπως οι τρομοκράτες. Θέλει να σκοτώσει για να αξίζει κάτι και η δική του ζωή. Μόνο στο θάνατο μπορεί να δει το πρόσωπό του. Στο θάνατο του άλλου, γιατί ο δικός του έχει επισυμβεί.
Η τρέλα, οι μαζικές διαταραχές δημιουργούνται από τις σκεπτόμενες μηχανές που πλέον είναι ανεξέλεγκτες (Το έλεγε και η Χάνα Άρεντ). Ακόμα και οι διαδηλωτές που σπάνε τα πάντα είναι γέννημα-θρέμμα της αγοράς. Έξω από το πλαίσιό της δεν υπάρχουν. Δεν μπορούν να πάνε πουθενά για να βρεθούν έξω από την αγορά. Το έξω δεν υφίσταται. Η κουλτούρα της αγοράς είναι ολοκληρωτική. Παράγει αυτούς τους άντρες κι αυτές τις γυναίκες. Είναι απαραίτητοι στο σύστημα που περιφρονούν. Εκείνοι του δίνουν ενέργεια και το προσδιορίζουν. Και η αγορά τους καθορίζει. Αποτελούν εμπόρευμα στην παγκόσμια αγορά. Και υπάρχουν ακριβώς για να αναζωογονούν και να διαιωνίζουν το σύστημα. Το συμπέρασμα είναι πως «μέσα από τον πόνο» φτάνει κανείς στην «αμετάφραστη γνώση του εαυτού του». Αλλά ο πόνος δεν υπάρχει πλέον. Ή εκεί που υπάρχει δεν ακούγεται καθώς η απόσταση μεταξύ των δύο κόσμων του ψηφιακού, που ενδιαφέρεται για την ευρυζωνικότητα, τα βλαστοκύταρα και τη… διαβούλευση(οι «πάνω») και του παλαιού των «κάτω» που γυρεύει ψωμί για να θρέψει τα παιδιά του, είναι τεράστια. Γι’ αυτό το πρόβλημα μοιάζει άλυτο, αφού ακόμα και η σύγκρουση είναι αδύνατη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γυναικοκτονία: Η ιστορία του όρου

  [   ARTI news   /   Κόσμος   / 15.12.24 ] Στα άρθρα που αφιερώθηκαν για τη δολοφονία της ηθοποιού Marie Trintignant την 1η Αυγούστου 2003 ...