Οι αντιθέσεις «άγιου/αγιογδύτη» δημοσιογράφου ή της παραδοσιακής και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, της ανεύθυνης και ανώνυμης μορφής δημοσιογραφίας και της επώνυμης και υπεύθυνης, του «αστυνομικού» τύπου και του αναλυτικού-συνθετικού τρόπου του δημοσιογραφείν, μία μία και όλες μαζί οι αντιθέσεις αυτές παρέλκουν μπροστά στο βάρος της αξίας μιας ανθρώπινης ζωής, που αφαιρέθηκε βίαια. Γι’ αυτό όσοι επιχειρούν να ανακαλύψουν αιτίες της δολοφονίας του Σ. Γκιόλια στον τρόπο που δημοσιογράφησε κάνουν μέγα λάθος. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί επί ίσοις όροις ο γραπτός ή προφορικός λόγος, ακόμα κι αν είναι συκοφαντικός και λαϊκίστικος, με τον «λόγο» του αίματος. Ομοίως, εκείνοι που μέμφονται την «αγιοποίηση» του νεκρού, φοβούμενοι την «αγιοποίηση» μέσω αυτού της «δημοσιογραφίας» των μπλογκς, κάνουν λάθος. Τα μπλογκς δεν έχουν καμία σχέση με τη σχολή δημοσιογραφίας των «κρυφών καμερών» και του ξεσκίσματος διαταραγμένων ή μη ανθρώπων. Η δημοσιογραφία αυτή αναπτύχθηκε στην κίτρινη τηλοψία και εξακολουθεί να ασκείται στα «μεσημεριανάδικα». Αντίθετα, στο διαδίκτυο αυτή τη στιγμή φύονται όλα τα λουλούδια. Τα κείμενα και ο διάλογος που αναπτύσσεται εκεί είναι εκπληκτικός. Όμως υπάρχουν και χυδαία ιστολόγια, τα οποία ωστόσο λιγοστεύουν όλο και περισσότερο. Αλλά, όπως είπαμε, η συζήτηση για την έντυπη(παραδοσιακή) και ηλεκτρονική δημοσιογραφία δεν είναι της ώρας. Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, και εδώ θα υπάρξει μια σύνθεση, μία συνύπαρξη των δύο ειδών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ιστολόγια ανήκουν σε δημοσιογράφους, κυρίως νέους. Γιατί συμβαίνει ότι ακριβώς και με τον προφορικό, το γραπτό πολιτισμό και τον πολιτισμό της εικόνας. Πολλοί αρχικά είχαν μιλήσει για την εξαφάνιση των δύο πρώτων. Τελικά, όμως, είχαμε τη συνύπαρξη και των τριών πολιτισμών.
Αλλά σήμερα το πρόβλημα είναι η τρομοκρατία και όχι η δημοσιογραφία. Εκτός και αν οι τρομοκράτες είναι και «δημοσιογράφοι» και μάλιστα της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Όμως, μοιάζουν τόσο ανορθόγραφοι και τόσο αμόρφωτοι ώστε να μην έχουν άλλο τρόπο να επιβληθούν πάρεξ των σφαιρών. Η άναρθρη αυτή βία τους, που σκέφτεται μόνο με σφυριές και σφαίρες, έχει εγκλωβιστεί στο δόκανο της μόδας και του στυλ, αδυνατώντας να αποδυθεί σε εμβαθύνσεις για τα αίτια της κρίσης (οικονομικής και πολιτισμικής) και να ενδυθεί έναν επεξεργασμένο πολιτικό λόγο με στόχους και πρόγραμμα. Τα κείμενά τους είναι μνημεία κυνισμού και ρηχότητας. Με άλλα λόγια, το τέρμα στα λόγια οφείλεται στο ότι έχουν φτωχό λεξιλόγιο. Έχουν νομιμοποιήσει συνεπώς την απαιδευσιά τους μέσω της δήθεν επαναστατικής και οπωσδήποτε μαφιόζικης πράξης(προκρούστεια λογική). Η σκέψη τους τροχοδρομείται εύκολα στις «γραμμές» μιας παρωχημένης αριστεράς ή, ακόμη χειρότερα, υιοθετώντας ένα αφηρημένο «ταξικό μίσος», αφομοιώνεται από το ισχύον status quo και το κανονιστικό του πλαίσιο, εξωθούμενη τελικά σ’ έναν «βίαιο λόγο», που ταυτίζεται με το απολιτικό, κοινό έγκλημα. Προς επίρρωση τούτου, οι πάντες θεωρούν ότι η «Σέχτα επαναστατών» ταυτίζεται με πληρωμένους δολοφόνους από κάποιον επιχειρηματία. Η σύγχυση των τρομοκρατών μεταφέρεται. Μάλιστα, ακόμα κι ένας δημοσιογράφος της «μαύρης εργασίας» μπορεί να αποτελέσει στόχο, καθώς σύμφωνα με το συγκεχυμένο «λόγο» τους, ο αποκλεισμένος, ο απόκληρος είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Ακριβώς όπως «Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα»(Ζενέ). Εδώ εδράζεται η κουλτούρα του μίσους των αποκλεισμένων που θα θεωρητικοποιηθεί από τη «λόγια αριστερά» της Ευρώπης. Από εδώ απορρέει η αποθέωση του «κακού», που δεν είναι παρά η κόλαση των απόκληρων όπως την έχει οριοθετήσει η αστική ηθική, το αστικό, κυρίαρχο, κανονιστικό «καλό». Σ’ αυτή τη λογική, το «κακό» θα γίνει η ηθική των μειοψηφιών, ενώ η οργάνωση της «πειθαρχικής κοινωνίας» ως αποτέλεσμα του Διαφωτισμού θα συγκεντρώσει τα πυρά της κριτικής. Αλλά το μίσος των απόκληρων για τους αστούς, αυτό που αργότερα θα χαρακτηριστεί «ταξικό μίσος» υπάρχει ήδη στον πυρήνα του φασισμού. Γι’ αυτό η μαρξιστική αριστερά θα κρατήσει το οργανωμένο «ταξικό μίσος», απορρίπτοντας τη λόγια εκδοχή του και τους λαϊκούς φορείς του, χαρακτηρίζοντάς τους «λούμπεν». Απέναντι στις δύο αυτές εκδοχές βρίσκεται η θέση του Καμύ που αντιτάσσεται στην τρομοκρατία και το φετιχισμό της βίας είτε της αριστοκρατικής, ακαδημαϊκής αριστεράς, είτε της μαρξιστικής, στρεφόμενος εναντίον της καζουιστικής του αίματος και δηλώνοντας «ούτε θύτες ούτε θύματα».
Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010
Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010
Κάφκα
Διαμάχη για τα χειρόγραφα του Κάφκα. Το Ισραήλ τα διεκδικεί. Το ίδιο και οι κληρονόμοι του Μαξ Μπροντ, του φίλου του Κάφκα, στον οποίο έδωσε εντολή να τα κάψει. Εκείνος δεν τα έκαψε και να τώρα, ημερολόγια, σχέδια ζωγραφικά και επιστολές, όλα στο παζάρι. Πριν λίγο καιρό δημοσιεύτηκε και στην Ελλάδα η ερωτική αλληλογραφία του Κάφκα με την αρραβωνιαστικιά του, Φελίτσε. Το συνώνυμο της ευτυχίας ερχόταν προς αυτόν κουβαλώντας τις αλυσίδες της δυστυχία του. Να τι έγραφε ο ίδιος ο συγγραφέας: «Γράφω σημαίνει ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό... Γι’ αυτό δεν μπορείς ποτέ να είσαι αρκετά μονάχος όταν γράφεις, γι’ αυτό δεν είναι αρκετή η ησυχία που σε περιβάλλει... Ο χρόνος που σου προσφέρεται δεν είναι ποτέ αρκετός, γιατί οι δρόμοι είναι ατελείωτοι και είναι εύκολο να παραπλανηθείς (...) Εγώ δεν υποχωρώ από την απαίτησή μου για μια ιδεατή ζωή που να ταιριάζει στη δουλειά μου, εκείνη θέλει, άκαμπτη καθώς είναι στις βουβές μου ικεσίες, το μέσο όρο, το άνετο σπίτι.... τοποθετεί το ρολόι μου, που εδώ και τρεις μήνες πηγαίνει μιάμιση ώρα μπροστά στη σωστή ώρα με την ακρίβεια λεπτού...». Η ανάγκη του συγγραφέα Φρ. Κάφκα καθώς συγκρούεται μετωπικά με τον τρόπο ζωής των επιθυμιών της γυναίκας, με αυτά τα «ασήμαντα πράγματα» που είναι ο γάμος, τα παιδιά, το γραφείο και η εξουσία τους. Ο Κάφκα βιώνει την τρομώδη αγωνία των «αυθεντικών» του Χάιντεγκερ, που νιώθουν τις πληγές εκ των προτέρων. Αυτή την εμφύλια αμάχη περιγράφει ο Ελίας Κανέττι μέσα από τις 716 επιστολές της αλληλογραφίας του Κάφκα με την αρραβωνιαστικιά του. Εντέλει, η ειρήνη θα επέλθει με την εμφαντική διαφυγή πίσω από το θάνατο μέσω της «ηρωοποιημένης» φυματίωσης. Γιατί στους εμφύλιους σπαραγμούς «η ευχή για ειρήνη απευθύνεται μόνο στις στάχτες».
ΔΝΤ και ολοκληρωτισμός
Όταν η νέα κυβέρνηση της Ουγγαρίας τολμά, εκτός από τα μέτρα λιτότητας και τη φορολόγηση των εργαζομένων, να φορολογήσει και τις τράπεζες, τότε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο(ΔΝΤ) της κόβει την επόμενη δόση. Απ’ αυτό τεκμαίρεται ότι το ΔΝΤ, στο οποίο επικεφαλής ως γνωστόν είναι ένας σοσιαλιστής, υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τις τράπεζες, αυτές που δημιούργησαν τη σημερινή οικονομική κρίση. Η πολιτική της κυβέρνησης της Ουγγαρίας, συνεπώς, αυτή που υποσχέθηκε προεκλογικά, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Γιατί δεν κυβερνά η ουγγρική κυβέρνηση, όπως δεν κυβερνά και η ελληνική. Αντιθέτως, κυβερνά ένας υπερεθνικός θεσμός, το ΔΝΤ, το οποίο ελέγχεται από τις μεγάλες οικονομίες της παγκοσμιοποίησης και πάνω απ’ όλες από τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ουγγαρία έχουμε ελευθερία και δημοκρατία κατά 99% και κατά 1% έχουμε σκλαβιά και μη δημοκρατία, αλλά αυτό το 1% είναι το καθοριστικό καθώς αφορά στη λήψη αποφάσεων για τη ζωή και το μέλλον μας. Τελικά, ο Όργουελ επιβεβαιώνεται αφού «η ελευθερία είναι σκλαβιά» και «η αμάθεια δύναμη». Επιβεβαιώνεται και η Χάνα Άρεντ που μιλούσε για τους νέους ολοκληρωτισμούς όπου οι άνθρωποι δεν θα είναι «άχρηστοι», όπως στους παλιούς ολοκληρωτισμούς, αλλά εντελώς «περιττοί». Είναι περιττοί οι εργαζόμενοι, είναι περιττοί οι νέοι, είναι περιττοί οι γέροντες. Τα νέα κρεματόρια είναι οι καιάδες της ανεργίας και της ημι-ανεργίας(κατ’ ευφημισμό «ημι-απασχόλησης), συνώνυμα και τα δύο της εξαθλίωσης, της απώλειας του προσώπου, του νοήματος της ζωής. Γιατί η εργασία δεν είναι μόνο μόχθος και ανάγκη για τη βιοτή είναι και δημιουργία, είναι μια ολόκληρη προσωπική ιστορία, μια βιο-ιστορία. Το σημερινό μοντέλο ολοκληρωτισμού παραπέμπει στην εποχή του «Μεγάλου Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ, τη δεκαετία του 1920. Τότε που υπήρχαν οι πολύ πλούσιοι και οι πολλοί φτωχοί. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπήρχε. Οι μεσαίες τάξεις που σήμαιναν τη μείωση της απόστασης μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών θα εμφανιστούν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960, αλλά θα αρχίσουν να αφανίζονται επί Ρήγκαν και Θάτσερ το 1980. Τότε που το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επικράτησε πλήρως επί της πραγματικής οικονομίας. Κι ενώ η χρηματοπιστωτική φούσκα έσκασε πρόσφατα, η εξάρτηση της πολιτικής από την χρηματοπιστωτική οικονομία οδήγησε στη μετακύλιση του κόστους της κρίσης στην πραγματική οικονομία και την εργασία. Ακόμη χειρότερα, η μετακύλιση έγινε προς τις πιο αδύνατες και περιφερειακές οικονομίες με τη μορφή του ντόμινο. Για την ακρίβεια η αμερικανική οικονομική κρίση μετακυλίθηκε στην Ευρώπη και δη στην πιο ισχυρή της οικονομία, τη γερμανική. Η Γερμανία από την πλευρά της μετακύλισε ένα μεγάλο μέρος της κρίσης προς τις πιο αδύνατες οικονομίες του μεσογειακού νότου. Έτσι, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έναντι χωρών, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αυξήθηκε σημαντικότατα. Το πρόβλημα θα χειροτερέψει, αφού το οικονομικό μοντέλο της ανάπτυξης, ήτοι της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παραμένει κυρίαρχο. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατή η άπειρη οικονομική ανάπτυξη-συσσώρευση σ’ έναν πεπερασμένο κόσμο. Ήδη οι παγκόσμιες οργανώσεις ενέργειας θεωρούν πως τα διαθέσιμα αποθέματα πετρελαίου, που θα αντληθούν στο μέλλον, φθάνουν μέχρι το 2030. Μετά τι; Η «πράσινη ενέργεια» θα μπορέσει να αντικαταστήσει το πετρέλαιο; Ποιες θα είναι οι νέες συγκρούσεις; Πολλοί μιλούν για τους πολέμους του νερού. Να και οι άλλοι δύο άξονες από τον ολοκληρωτικό κόσμο του Όργουελ: Ο πόλεμος θα είναι ταυτόσημος με την ειρήνη και η ελευθερία με τη σκλαβιά!
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
Σέχτα
Στις 19 Ιουνίου 2009, πριν δηλαδή ένα χρόνο κι ένα μήνα, με αφορμή τη δολοφονία του αστυνομικού της αντιτρομοκρατικής από τη «Σέχτα επαναστατών» σημειώναμε ότι το χτύπημα μας επιβάλλει να αναγνώσουμε το φαινόμενο μέσα από τα πραγματικά γεγονότα αλλά και το θεωρητικό πλαίσιο της σκέψης των τρομοκρατών. «Η «σέχτα επαναστατών», γράφαμε,είναι το κομμάτι που αποσπάστηκε από τον «Επαναστατικό Αγώνα» καθώς θεώρησε ότι μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 ήρθε η ώρα της επανάστασης και δεν χρειάζονται θεωρητικές αναλύσεις αλλά να «μιλήσουν τα όπλα». Πρόκειται για τη γνωστή θέση του Τρότσκι(1940) σύμφωνα με την οποία η θεωρητική επεξεργασία της ατελούς μαρξιστικής θεωρίας θα έπρεπε να συνεχισθεί, αλλά όταν η επανάσταση είναι στην ημερήσια διάταξη, τότε αυτό το καθήκον τίθεται σε αναστολή. Γι’ αυτό στην πρώτη προκήρυξή της η «σέχτα» δηλώνει: «Τώρα μιλούν τα όπλα». Αυτή η θέση φαίνεται να είναι και η αιτία αποσκίρτησης από τον «Επαναστατικό Αγώνα». Με άλλα λόγια, η «σέχτα επαναστατών» είναι «σέχτα» όχι διότι είναι μία ολιγομελής-μειοψηφική ομάδα που διαχωρίστηκε απλώς από την πλειοψηφία των «επαναστατών-αγωνιστών», αλλά γιατί ανήγαγε μία από τις πλευρές της επαναστατικής διαδικασίας, την «επαναστατική κατάσταση» σε απόλυτη αλήθεια της. Δεν είναι τυχαία η διαμάχη για το αν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου ήταν «εξέγερση» ή όχι. Η «σέχτα» πιστεύει ότι ήταν «εξέγερση». Αυτή η θέση έγινε η κεντρική «αλήθεια» του «σεχταριστικού» δόγματός της. Μάλιστα, για να διατηρήσει την πίστη της, ζει και λειτουργεί με βάση αυτή την «απόλυτη αλήθεια». Υπ’ αυτή την οπτική, η δολοφονία του αστυνομικού της αντιτρομοκρατικής είναι η καθυστερημένη απάντηση στη δολοφονία του μικρού Αλέξη Γρηγορόπουλου, είναι η συνέχεια του Δεκεμβρίου, είναι η προσπάθεια οικειοποίησης εκείνης της «εξέγερσης» και η διαιώνισή της με τον τρόπο που οι ίδιοι γνωρίζουν, τους φόνους. Η επίκληση της λαϊκής επανάστασης ή της «Ανατροπής» επιτρέπει στις ομάδες(σέχτες) να παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή σαν το μελλοντικό επαναστατικό κόμμα του εργαζόμενου λαού, ενώ είναι μία ομάδα δολοφόνων. Αλλά εκεί που νομίζει κανείς ότι έχουμε μία τυπική τροτσκιστική σέχτα, έρχεται η δεύτερη προκήρυξη(επίθεση στο ALTER), γραμμένη θαρρείς όχι από έναν τροτσκιστή αλλά από έναν «καταστασιακό»(situationiste) του Γκυ Ντεμπόρ. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: αφ’ ενός ότι κάτω από την ομπρέλα της «εξέγερσης» και της «επαναστατικής κατάστασης» έχουμε τη συνάντηση ατόμων με διαφορετικές καταγωγικές(δογματικές) πολιτικές προσεγγίσεις και αφ’ ετέρου ότι διαφαίνεται ένα ρήγμα στην ίδια τη «σέχτα» που προβαίνει πλέον και σε θεωρητικές αναλύσεις, που σημαίνει υποχώρηση από τη θέση της «εξέγερσης», της «επαναστατικής κατάστασης», όπου, όπως προείπαμε, οι θεωρητικές αναλύσεις αναστέλλονται. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η «εξέγερση» υποχώρησε λόγω της μιντιακής χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Η νέα αυτή θέση αποτρέπει προς το παρόν μία νέα διάσπαση της «σέχτας» στους κυνικούς εκτελεστές που θα καλύπτουν την πολιτική στειρότητά τους με σφαίρες και φόνους στο όνομα της «εξέγερσης» και στους λιγότερο κυνικούς και περισσότερο θεωρητικούς, που θα υποχρεωθούν να αναγνώσουν διαφορετικά τη γενικευμένη λαϊκή καταδίκη των φόνων και των έωλων συμβολισμών τους. Συνεπώς, ο νέος στόχος θα είναι ένας μεγαλοδημοσιογράφος».
Όμως ο Σωκράτης Γκιόλιας δεν ανήκε στους μεγαλοδημοσιογράφους, αλλά στους δημοσιογράφους, εχθρούς αφού μέσω του μπογκ «τροκτικό», όπως θεωρούν οι τρομοκράτες, αποπροσανατολίζει. Ταυτίζεται, μάλιστα, όπως υποστηρίζουν με την «Χρυσή Αυγή». Τελικά, η «εκδίκηση» είναι ο κοινός τόπος, ο κύκλος της κοινής φαυλότητας. Οι τρομοκράτες νόμισαν ότι εκδικήθηκαν το φόνο του Γρηγορόπουλου. Αυτή η ιδιότυπη βεντέτα συνιστά τη νομιμοποιητική βάση για την αναπαραγωγή της κάθε είδους τρομοκρατίας. Διαβάζουμε επί παραδείγματι στο «τροκτικό»: «Καλό ταξίδι Σωκράτη, το παιδί σου… να αποδωσει την εκδικιση του κανωντας αυτό που εκανε και εσυ μεχρι τωρα(sic)»! Στο αντίπαλο μπλογκ, το Indymedia, επιτίθενται στον Γκιόλια που τον ταυτίζουν με τη «Χρυσή Αυγή»(λόγω και της θέσης του στην περίπτωση του αφγανόπουλου που σκοτώθηκε από τη βόμβα στα Πατήσια) και τον χαρακτηρίζουν «αρχιχαφιέ της ΓΑΔΑ» και φασίστα. Αλλά ποιος ωφελείται από αυτό το κλίμα γενικευμένης τρομοκρατίας (αν συνυπολογίσουμε μετανάστες, ανεργία, εγκληματικότητα); Μόνο η καθεστηκυία τάξη που μεταθέτει την κεντρική σύγκρουση σ’ έναν πόλεμο μεταξύ των «κάτω» για δευτερεύοντες λόγους. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι τρομοκράτες δεν χτυπούν «υψηλούς στόχους», όπως η 17Ν, αλλά «χαμηλούς», συμβολικούς(μη ουσιαστικούς) στόχους, δηλαδή τους πιο «κάτω», τις τελευταίες ή τις προτελευταίες τρύπες του ζουρνά! Όπως τον αρχιφύλακα της αντιτρομοκρατικής ή τον Σωκράτη Γκιόλια. Για να αποδειχθεί εντέλει ότι αυτή η αλληλοτροφοδοτούμενη τρομοκρατία έχει μόνο ένα πολιτικό αποτέλεσμα, τη συντηρητικοποίηση του πληθυσμού.
Όμως ο Σωκράτης Γκιόλιας δεν ανήκε στους μεγαλοδημοσιογράφους, αλλά στους δημοσιογράφους, εχθρούς αφού μέσω του μπογκ «τροκτικό», όπως θεωρούν οι τρομοκράτες, αποπροσανατολίζει. Ταυτίζεται, μάλιστα, όπως υποστηρίζουν με την «Χρυσή Αυγή». Τελικά, η «εκδίκηση» είναι ο κοινός τόπος, ο κύκλος της κοινής φαυλότητας. Οι τρομοκράτες νόμισαν ότι εκδικήθηκαν το φόνο του Γρηγορόπουλου. Αυτή η ιδιότυπη βεντέτα συνιστά τη νομιμοποιητική βάση για την αναπαραγωγή της κάθε είδους τρομοκρατίας. Διαβάζουμε επί παραδείγματι στο «τροκτικό»: «Καλό ταξίδι Σωκράτη, το παιδί σου… να αποδωσει την εκδικιση του κανωντας αυτό που εκανε και εσυ μεχρι τωρα(sic)»! Στο αντίπαλο μπλογκ, το Indymedia, επιτίθενται στον Γκιόλια που τον ταυτίζουν με τη «Χρυσή Αυγή»(λόγω και της θέσης του στην περίπτωση του αφγανόπουλου που σκοτώθηκε από τη βόμβα στα Πατήσια) και τον χαρακτηρίζουν «αρχιχαφιέ της ΓΑΔΑ» και φασίστα. Αλλά ποιος ωφελείται από αυτό το κλίμα γενικευμένης τρομοκρατίας (αν συνυπολογίσουμε μετανάστες, ανεργία, εγκληματικότητα); Μόνο η καθεστηκυία τάξη που μεταθέτει την κεντρική σύγκρουση σ’ έναν πόλεμο μεταξύ των «κάτω» για δευτερεύοντες λόγους. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι τρομοκράτες δεν χτυπούν «υψηλούς στόχους», όπως η 17Ν, αλλά «χαμηλούς», συμβολικούς(μη ουσιαστικούς) στόχους, δηλαδή τους πιο «κάτω», τις τελευταίες ή τις προτελευταίες τρύπες του ζουρνά! Όπως τον αρχιφύλακα της αντιτρομοκρατικής ή τον Σωκράτη Γκιόλια. Για να αποδειχθεί εντέλει ότι αυτή η αλληλοτροφοδοτούμενη τρομοκρατία έχει μόνο ένα πολιτικό αποτέλεσμα, τη συντηρητικοποίηση του πληθυσμού.
ΒΙΑ
Γκιόλιας
Δεν τον γνώριζα. Ήξερα πως είχε συνεργασθεί με τον Μ. Τριανταφυλόπουλο. Ακόμη πως είχε στοχοποιηθεί. Αλλά είμαι απόλυτα αντίθετος στην καζουιστική του αίματος, στην αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είτε πρόκειται για τον Γκιόλια είτε για τον Φούντα είτε για οποιονδήποτε.
Επιστροφή στη βαρβαρότητα
«Να προσέξει την πλάτη του» -την πισώπλατη μαχαιριά- προειδοποιεί η υπουργός Παιδείας τον συνάδελφό της επί των Οικονομικών. Στο κέντρο της Αθήνας οι πισώπλατες μαχαιριές ισχύουν κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά. Στη Γκρενόπλ, ομοίως, ο φόνος ενός 27χρονου ληστή καζίνου προκαλεί ξεσηκωμό και έκρηξη της βίας. Στην Καμπούλ και στη Βαγδάτη ο θάνατος εξακολουθεί να θερίζει ασταμάτητα. Ζούμε την επιστροφή στη βαρβαρότητα, όπως την εννοούσε η Ντόρις Λέσσινγκ στο μυθιστόρημα «οι αναμνήσεις μιας επιζήσασας»; Ενδεχομένως. Η βία κυριαρχεί παντού και οι άνθρωποι μοιάζουν ανίκανοι να εξηγήσουν την εμφάνισή της. Κάποιοι θα την αποδώσουν στον οικονομικό παράγοντα, στις απολύσεις, στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Κάποιοι άλλοι, όπως η Λέσσινγκ, μιλούν για την επιστροφή στη βαρβαρότητα που δεν οφείλεται σ’ έναν πυρηνικό ή βακτηριολογικό πόλεμο αλλά στην έκπτωση των αξιών του ανθρώπινου πολιτισμού. Η έκπτωση αυτή είναι ικανή να ανοίξει το δρόμο στους βαρβάρους, στην αγριότητα και το σαδισμό. Ποιος όμως έχει όφελος από αυτή την υποχώρηση; Το ισχύον οικονομικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που συναντά η διείσδυση του καπιταλισμού στις ισλαμικές χώρες είναι η απουσία οικονομικών κινήτρων και καπιταλιστικής νοοτροπίας, δηλαδή μία ορισμένη δέσμη αξιών. Και παλαιότερα, η αποικιοκρατία έπρεπε πρώτα να καταστρέψει τις αξίες, τις σημασίες του πολιτισμού και της ζωής των ιθαγενών για να επιβληθεί. Δεν ισχύει, πια, το «δώρο» ως διαδικασία που σώζει από τη συσσώρευση, αλλά η αρπαγή, η λεηλασία.
Ο ατομικιστής νάρκισσος της μετανεωτερικής εποχής, ο αυτοαναφορικός, ο ερωτευμένος με τον εαυτό του, που έχει χάσει κάθε ιδέα για το κακό που κάνει, καθώς δεν βλέπει μέσα στον κόσμο παρά μόνο τον εαυτό του ως δυνάμενο να απολαμβάνει ή να υποφέρει είναι το κυρίαρχο πρότυπο της σημερινής εποχής. Αλλά ένα ωραίο βράδυ ο μανιοκαταθλιπτικός νάρκισσος στέκει σαστισμένος σαν τον Άμλετ, διαπιστώνοντας ότι έχει κορεστεί από «γκάτζετ» είτε πρόκειται για κατακτημένα αντικείμενα είτε για κατακτημένα πρόσωπα(που αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα και όχι ως υποκείμενα), ενώ η ευτυχία δεν βρίσκεται πουθενά μέσα σ’ αυτά. Ένα κατακτημένο πρόσωπο όσο υποτακτικό και να είναι, μετά από λίγο, ακόμη και η παρουσία του καθίσταται φορτική. Μέχρι να συμβεί η απομύθευση, που είναι ο μεγάλος αιφνιδιασμός και η κατάρρευση.
Όσο για την κοινωνία, αυτή μοιάζει με τις γυναίκες του Σταντάλ κατά την εποχή της ανερχόμενης αστικής τάξης, οι οποίες πρέπει να έχουν ένα «σύζυγο πεζό» (σ.σ. δηλαδή πλούσιο) και έναν «μυθιστορηματικό εραστή»(σ.σ. δηλαδή εύφανταστο και ποιητικό). Εδώ συνδυάζεται η ανία της μαντάμ Μποβαρύ λόγω του «έρωτα» από υπολογισμό με τον έρωτα από πάθος. Το ερωτικό πάθος, η πραγματική ζωή με τις απολαύσεις της, δεν είναι για τους ανθρώπους της ανάγκης αλλά γι’ αυτούς που είναι πλούσιοι σε ελεύθερο χρόνο, για τους «τεμπέληδες», για τους flaneurs. Αλλά και όπου υπάρχει η φαντασία που εκτρέφει τον έρωτα-πάθος, αυτή είναι παρορμητική, ανυπόμονη, παράφορη, του εδώ και τώρα, που ανάβει γρήγορα και σβήνει επίσης γρήγορα. Η εποχή της ταχύτητας και του στιγμιαίου δεν επιτρέπουν εκείνη την αργόσυρτη φαντασία που λειτουργεί με την αναγκαία βραδύτητα και σταθερότητα. Οι άνθρωποι φοβούνται πλέον ν’ αγαπήσουν και προτιμούν να φθονούν, δημιουργώντας τη χαοτική βία όλων εναντίον όλων.
Εφήμερα
Των δασών ημών εμπιπραμένων υμείς άδετε. Ποιοι χαίρονται όταν καίγεται το Καπανδρίτι, ο Κάλαμος, ο Βαρνάβας, η Μεσσηνία; Ποιοι ωφελούνται; Γιατί και πως οι καμένες περιοχές που κρίνονται αναδασωτέες κτίζονται; Ε, λοιπόν, για τις φωτιές δεν φταίνε μόνο τα καναντέρ, δεν ευθύνεται η αργοπορημένη επέμβαση της πυροσβεστικής, δεν φταίει μόνο ο περίφημος κρατικός μηχανισμός, πίσω από τον οποίο κρύβεται ο «αθώος» και στο απυρόβλητο ευρισκόμενος «πολίτης», πιο πολύ ευθύνεται η «μαγκιά» που πετάει το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου, φταίει η αδηφαγία του λαμόγιου που έχει τις άκρες της στο τοπικό κύκλωμα, στην εν πολλοίς διακομματική τοπική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει πολιτικούς, οικονομικούς και περιφερειακούς κρατικούς παράγοντες. Φταίει και η ευήθεια εκείνων που αφήνουν τα ξερόχορτα στην αυλή του σπιτιού τους, πρώτη ύλη και προσάναμα για την πυρπόλησή του. Ποιον περιμένει ο… νοικοκύρης, αυτός που ωρύεται φωνάζοντας «καίγεται το σπίτι μου!», να κόψει τα ξερόχορτα του εξοχικού του; Ποιον περιμένει ο δήμος ή το δασαρχείο να κόψουν τα ξερόχορτα και τα ξερά δέντρα της περιοχής τους; Κάποτε θυμάμαι στο χωριό μου υπήρχε η «προσωπική εργασία». Όλοι οι άντρες κάτοικοι του χωριού άνοιγαν το φθινόπωρο τα αυλάκια και καθάριζαν την αρχή του καλοκαιριού τα ξερά χόρτα. Σήμερα, ο μόνος ισχύων κανόνας στην ελληνική κοινωνία είναι ο κανιβαλισμός. Στην περίπτωση, μάλιστα, των πυρκαγιών ισχύει ο αυτοκανιβαλισμός, η βλακώδης αυτοχειρία. Γιατί έχουμε διαφθαρεί τόσο πολύ που το φιλότιμο έχει γίνει στάχτη. Κι όταν μας βρει ο κακό, τότε η ευθύνη μετατίθεται στο απρόσωπο κράτος, στον απρόσωπο «άλλο». Πάντα θα φταίει κάποιος άλλος. Εμείς ποτέ. Έτσι, τα δάση και σπίτια μας θα καίγονται αδιαλείπτως ελλείψει φιλοτίμου και προσωπικής ευθύνης…
Δεν τον γνώριζα. Ήξερα πως είχε συνεργασθεί με τον Μ. Τριανταφυλόπουλο. Ακόμη πως είχε στοχοποιηθεί. Αλλά είμαι απόλυτα αντίθετος στην καζουιστική του αίματος, στην αφαίρεση ανθρώπινης ζωής είτε πρόκειται για τον Γκιόλια είτε για τον Φούντα είτε για οποιονδήποτε.
Επιστροφή στη βαρβαρότητα
«Να προσέξει την πλάτη του» -την πισώπλατη μαχαιριά- προειδοποιεί η υπουργός Παιδείας τον συνάδελφό της επί των Οικονομικών. Στο κέντρο της Αθήνας οι πισώπλατες μαχαιριές ισχύουν κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά. Στη Γκρενόπλ, ομοίως, ο φόνος ενός 27χρονου ληστή καζίνου προκαλεί ξεσηκωμό και έκρηξη της βίας. Στην Καμπούλ και στη Βαγδάτη ο θάνατος εξακολουθεί να θερίζει ασταμάτητα. Ζούμε την επιστροφή στη βαρβαρότητα, όπως την εννοούσε η Ντόρις Λέσσινγκ στο μυθιστόρημα «οι αναμνήσεις μιας επιζήσασας»; Ενδεχομένως. Η βία κυριαρχεί παντού και οι άνθρωποι μοιάζουν ανίκανοι να εξηγήσουν την εμφάνισή της. Κάποιοι θα την αποδώσουν στον οικονομικό παράγοντα, στις απολύσεις, στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Κάποιοι άλλοι, όπως η Λέσσινγκ, μιλούν για την επιστροφή στη βαρβαρότητα που δεν οφείλεται σ’ έναν πυρηνικό ή βακτηριολογικό πόλεμο αλλά στην έκπτωση των αξιών του ανθρώπινου πολιτισμού. Η έκπτωση αυτή είναι ικανή να ανοίξει το δρόμο στους βαρβάρους, στην αγριότητα και το σαδισμό. Ποιος όμως έχει όφελος από αυτή την υποχώρηση; Το ισχύον οικονομικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια που συναντά η διείσδυση του καπιταλισμού στις ισλαμικές χώρες είναι η απουσία οικονομικών κινήτρων και καπιταλιστικής νοοτροπίας, δηλαδή μία ορισμένη δέσμη αξιών. Και παλαιότερα, η αποικιοκρατία έπρεπε πρώτα να καταστρέψει τις αξίες, τις σημασίες του πολιτισμού και της ζωής των ιθαγενών για να επιβληθεί. Δεν ισχύει, πια, το «δώρο» ως διαδικασία που σώζει από τη συσσώρευση, αλλά η αρπαγή, η λεηλασία.
Ο ατομικιστής νάρκισσος της μετανεωτερικής εποχής, ο αυτοαναφορικός, ο ερωτευμένος με τον εαυτό του, που έχει χάσει κάθε ιδέα για το κακό που κάνει, καθώς δεν βλέπει μέσα στον κόσμο παρά μόνο τον εαυτό του ως δυνάμενο να απολαμβάνει ή να υποφέρει είναι το κυρίαρχο πρότυπο της σημερινής εποχής. Αλλά ένα ωραίο βράδυ ο μανιοκαταθλιπτικός νάρκισσος στέκει σαστισμένος σαν τον Άμλετ, διαπιστώνοντας ότι έχει κορεστεί από «γκάτζετ» είτε πρόκειται για κατακτημένα αντικείμενα είτε για κατακτημένα πρόσωπα(που αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα και όχι ως υποκείμενα), ενώ η ευτυχία δεν βρίσκεται πουθενά μέσα σ’ αυτά. Ένα κατακτημένο πρόσωπο όσο υποτακτικό και να είναι, μετά από λίγο, ακόμη και η παρουσία του καθίσταται φορτική. Μέχρι να συμβεί η απομύθευση, που είναι ο μεγάλος αιφνιδιασμός και η κατάρρευση.
Όσο για την κοινωνία, αυτή μοιάζει με τις γυναίκες του Σταντάλ κατά την εποχή της ανερχόμενης αστικής τάξης, οι οποίες πρέπει να έχουν ένα «σύζυγο πεζό» (σ.σ. δηλαδή πλούσιο) και έναν «μυθιστορηματικό εραστή»(σ.σ. δηλαδή εύφανταστο και ποιητικό). Εδώ συνδυάζεται η ανία της μαντάμ Μποβαρύ λόγω του «έρωτα» από υπολογισμό με τον έρωτα από πάθος. Το ερωτικό πάθος, η πραγματική ζωή με τις απολαύσεις της, δεν είναι για τους ανθρώπους της ανάγκης αλλά γι’ αυτούς που είναι πλούσιοι σε ελεύθερο χρόνο, για τους «τεμπέληδες», για τους flaneurs. Αλλά και όπου υπάρχει η φαντασία που εκτρέφει τον έρωτα-πάθος, αυτή είναι παρορμητική, ανυπόμονη, παράφορη, του εδώ και τώρα, που ανάβει γρήγορα και σβήνει επίσης γρήγορα. Η εποχή της ταχύτητας και του στιγμιαίου δεν επιτρέπουν εκείνη την αργόσυρτη φαντασία που λειτουργεί με την αναγκαία βραδύτητα και σταθερότητα. Οι άνθρωποι φοβούνται πλέον ν’ αγαπήσουν και προτιμούν να φθονούν, δημιουργώντας τη χαοτική βία όλων εναντίον όλων.
Εφήμερα
Των δασών ημών εμπιπραμένων υμείς άδετε. Ποιοι χαίρονται όταν καίγεται το Καπανδρίτι, ο Κάλαμος, ο Βαρνάβας, η Μεσσηνία; Ποιοι ωφελούνται; Γιατί και πως οι καμένες περιοχές που κρίνονται αναδασωτέες κτίζονται; Ε, λοιπόν, για τις φωτιές δεν φταίνε μόνο τα καναντέρ, δεν ευθύνεται η αργοπορημένη επέμβαση της πυροσβεστικής, δεν φταίει μόνο ο περίφημος κρατικός μηχανισμός, πίσω από τον οποίο κρύβεται ο «αθώος» και στο απυρόβλητο ευρισκόμενος «πολίτης», πιο πολύ ευθύνεται η «μαγκιά» που πετάει το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του αυτοκινήτου, φταίει η αδηφαγία του λαμόγιου που έχει τις άκρες της στο τοπικό κύκλωμα, στην εν πολλοίς διακομματική τοπική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει πολιτικούς, οικονομικούς και περιφερειακούς κρατικούς παράγοντες. Φταίει και η ευήθεια εκείνων που αφήνουν τα ξερόχορτα στην αυλή του σπιτιού τους, πρώτη ύλη και προσάναμα για την πυρπόλησή του. Ποιον περιμένει ο… νοικοκύρης, αυτός που ωρύεται φωνάζοντας «καίγεται το σπίτι μου!», να κόψει τα ξερόχορτα του εξοχικού του; Ποιον περιμένει ο δήμος ή το δασαρχείο να κόψουν τα ξερόχορτα και τα ξερά δέντρα της περιοχής τους; Κάποτε θυμάμαι στο χωριό μου υπήρχε η «προσωπική εργασία». Όλοι οι άντρες κάτοικοι του χωριού άνοιγαν το φθινόπωρο τα αυλάκια και καθάριζαν την αρχή του καλοκαιριού τα ξερά χόρτα. Σήμερα, ο μόνος ισχύων κανόνας στην ελληνική κοινωνία είναι ο κανιβαλισμός. Στην περίπτωση, μάλιστα, των πυρκαγιών ισχύει ο αυτοκανιβαλισμός, η βλακώδης αυτοχειρία. Γιατί έχουμε διαφθαρεί τόσο πολύ που το φιλότιμο έχει γίνει στάχτη. Κι όταν μας βρει ο κακό, τότε η ευθύνη μετατίθεται στο απρόσωπο κράτος, στον απρόσωπο «άλλο». Πάντα θα φταίει κάποιος άλλος. Εμείς ποτέ. Έτσι, τα δάση και σπίτια μας θα καίγονται αδιαλείπτως ελλείψει φιλοτίμου και προσωπικής ευθύνης…
Κυριακή 18 Ιουλίου 2010
Το σημείο μηδέν
Το κράτος, ο «κανένας», ο Ωκεανός, «άνθρωποι κυνηγημένοι», πρόσφυγες... Όλοι κι όλα σε μία θεατρική παράσταση μιας ομάδας από το Βερολίνο. Από εδώ οι Προμηθείς κι από εκεί τα κοράκια. Γιατί ακόμη και η εποχή της απομύθευσης και της προσομοίωσης, η εποχή της παντοκρατορίας του αμφιβληστροειδούς, όπου τι επίπεδο συν-ειδήσεως του ανθρώπου εξέπεσε στη χαμηλή γραμμή της αισθαντικότητας, της απλής πληροφόρησης των αισθήσεων, έχει ανάγκη από τους αρχαίους μύθους. Και οι αρχαίοι μύθοι είναι παντού, δίκην παλίμψηστου και προσχώσεων, όπως ακριβώς το καράβι που βρέθηκε κάτω από τα θεμέλια των δίδυμων πύργων, στο σημείο μηδέν της Νέας Υόρκης. Ασκούν μία ανεξήγητη γοητεία τα σημεία μηδέν, όπως του Παρισιού μπροστά από την Παναγία των Παρισίων ή της Ομόνοιας στην Αθήνα. Το σημείο μηδέν η ο κανένας δηλωτικά του Τίποτα αλλά και της πολυμήχανης σοφίας, του πολύτροπου ανθρώπου που βρίσκει πάντα πόρο και διέξοδο. Ακόμη και σήμερα, όπου ο Λόγος νοείται ως η νηπιακή βαθμίδα του έλλογου, η απλή λογιστική-στατιστική των πραγμάτων και των πραγμοποιημένων ανθρώπων, ακόμη και στον καιρό της βασιλείας του περίφημου «μέσου τύπου ανθρώπου», του ούτινος, αυτού που τυφλά και ανερώτητα ακολουθεί ό,τι «λέγεται», που σκέφτεται ό,τι σκέφτονται, και πράττει ό,τι «συνηθίζεται», ακόμη και σήμερα η ελπίδα για την υπέρβαση είναι εδώ. Γιατί στην εποχή της Μέδουσας, των σπαραγμάτων και της φτηνής αναπαραγωγής η ενήδονη οδύνη της γέννησης νέων ιδεών και της επινόησης διοδεύσεων δεν έχουν εκλείψει. Κι ας είναι η ανάγκη και η δυσανεξία κυρίαρχες, κι ας έχει πάθει το συκώτι βλάβη μη αναστρέψιμη, ο κόσμος μοιάζει καλύτερος όταν βλέπεις τη θάλασσα, όταν αγναντεύεις το Ιόνιο, ακόμα και τον Αμβρακικό με τα δελφίνια αλλά και τα κοράκια του Καρυωτάκη.
Και είναι περίεργο που αυτή η θάλασσα μου ανακαλεί τον Καμύ παρά τον Καρυωτάκη. Γιατί τον Καμύ ακούω κάθε καλοκαίρι να μου αφηγείται την αντίφαση του κόσμου και των ανθρώπων: «Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται το καλοκαίρι; (...) Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δε θέλω να επιλέξω...». Ανάμεσα στην Κορωνησία και την Αλγερία, την Πρέβεζα και το Δουβλίνο, το Λονδίνο και το Νταρφούρ, την τραγικότητα των χωρών της ομίχλης και των χωρών του μεσογειακού ήλιου, δεν θέλω να διαλέξω. Γιατί πάντα υπάρχει η χλιδή της φτώχειας με θάλασσα και η αβάσταχτη μιζέρια της γκριζωπής και χωρίς θάλασσα πολυτέλειας. Μόνο ένας κάτοικος της Μεσογείου θα μπορούσε να δει αυτές τις αποχρώσεις. Μόνο αυτός θα μπορούσε να απολαύσει τις χαρές εντός της ανέχειας, έτσι όπως τις παρέχει αφειδώλευτα η θάλασσα, να «καλοσκαιρίσει» το καλοκαίρι. Ανάμεσα, όμως, στη ζωή και στο θάνατο, αυτές τις δύο σκιές που σχηματίζουν ορθή γωνία, ένα παιδί δεν «βλέπει» ακόμα τίποτ’ άλλο πάρεξ τον ορίζοντα των απροσδιοριστιών που αργότερα θα σχηματοποιήσει σε μορφές. Πρώτα ριζώνεται ο χώρος μέσα στην ύπαρξη και ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο. Μόνο που αυτό το παιδί, ο Ισμαήλ είναι ένα από τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά-στρατιώτες της Αφρικής. Ο οικείος τόπος του είναι το στρατόπεδο και τροφή του το μίσος. Ο Ισμαήλ από τα δώδεκά του χρόνια σκοτώνει με την ίδια ευκολία που «πίνει κανείς ένα ποτήρι νερό». Στην παραλία τα παιδιά φτιάχνουν κάστρα. Το κύμα τα διαλύει. Φτιάχνουν άλλα. Ο Ισμαήλ δεν ξέρει τι είναι να είσαι παιδί. Δεν ξέρει τι είναι θάλασσα, τι είναι αγάπη, τι είναι καλοκαίρι. Το συκώτι του είναι πρησμένο από μαύρο αίμα κι ανακουφίζεται μόνο με το φόνο, με την εκδήλωση του μίσους.
Και είναι περίεργο που αυτή η θάλασσα μου ανακαλεί τον Καμύ παρά τον Καρυωτάκη. Γιατί τον Καμύ ακούω κάθε καλοκαίρι να μου αφηγείται την αντίφαση του κόσμου και των ανθρώπων: «Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται το καλοκαίρι; (...) Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δε θέλω να επιλέξω...». Ανάμεσα στην Κορωνησία και την Αλγερία, την Πρέβεζα και το Δουβλίνο, το Λονδίνο και το Νταρφούρ, την τραγικότητα των χωρών της ομίχλης και των χωρών του μεσογειακού ήλιου, δεν θέλω να διαλέξω. Γιατί πάντα υπάρχει η χλιδή της φτώχειας με θάλασσα και η αβάσταχτη μιζέρια της γκριζωπής και χωρίς θάλασσα πολυτέλειας. Μόνο ένας κάτοικος της Μεσογείου θα μπορούσε να δει αυτές τις αποχρώσεις. Μόνο αυτός θα μπορούσε να απολαύσει τις χαρές εντός της ανέχειας, έτσι όπως τις παρέχει αφειδώλευτα η θάλασσα, να «καλοσκαιρίσει» το καλοκαίρι. Ανάμεσα, όμως, στη ζωή και στο θάνατο, αυτές τις δύο σκιές που σχηματίζουν ορθή γωνία, ένα παιδί δεν «βλέπει» ακόμα τίποτ’ άλλο πάρεξ τον ορίζοντα των απροσδιοριστιών που αργότερα θα σχηματοποιήσει σε μορφές. Πρώτα ριζώνεται ο χώρος μέσα στην ύπαρξη και ακολουθεί η εγγραφή του σώματος της ύπαρξης στον κόσμο. Μόνο που αυτό το παιδί, ο Ισμαήλ είναι ένα από τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά-στρατιώτες της Αφρικής. Ο οικείος τόπος του είναι το στρατόπεδο και τροφή του το μίσος. Ο Ισμαήλ από τα δώδεκά του χρόνια σκοτώνει με την ίδια ευκολία που «πίνει κανείς ένα ποτήρι νερό». Στην παραλία τα παιδιά φτιάχνουν κάστρα. Το κύμα τα διαλύει. Φτιάχνουν άλλα. Ο Ισμαήλ δεν ξέρει τι είναι να είσαι παιδί. Δεν ξέρει τι είναι θάλασσα, τι είναι αγάπη, τι είναι καλοκαίρι. Το συκώτι του είναι πρησμένο από μαύρο αίμα κι ανακουφίζεται μόνο με το φόνο, με την εκδήλωση του μίσους.
Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010
Απελπισία
Ακούω τον ηγήτορα και ανακαλώ κατ’ αντιστροφή εκείνο το έκτρωμα, το νιτσεϊκό μικροαστό του Μπουρντιέ που έχει κεφάλι διανοούμενου και σώμα γκαρσονιού. Ακούω το λυγμό της 52χρονης μάνας που βάζει αγγελία στην τοπική εφημερίδα των Ιωαννίνων, την πώληση του νεφρού της «σε καλή τιμή» για να μην πάνε φυλακή τα χρεωμένα παιδιά της και βλέπω το πρόσωπο της δυστυχίας που ουρλιάζει σ’ όλους τους καιρούς, βλέπω την έκλειψη της ανθρωπιάς, βλέπω τους δολοφόνους αλλά και τους αυτόχειρες, βλέπω τους απελπισμένους, τους εξόριστους από την ίδια την ουσία της ζωής, όσους είναι ήδη νεκροί πριν πεθάνουν. Εξήντα χιλιάδες απόπειρες αυτοκτονίας έγιναν πέρυσι. Δεκατρείς άνθρωποι αυτοκτόνησαν λόγω χρεών τον τελευταίο ενάμισι χρόνο στην Κρήτη.
Ο κόσμος των ανθρώπων είναι πλέον ένα βασίλειο νεκρών, νεκρο-ζώντανων, απέθαντων, ζόμπι. Ακόμη και ο πόνος έχει εξοριστεί. Παρά το γεγονός ότι ο Χέγκελ στην «Αισθητική» του μιλούσε για την αναγκαιότητα των εκδηλώσεων του πόνου μας με δάκρυα και πόσο ωραίος θεσμός ήταν οι μοιρολογίστρες, τώρα κανείς δεν κλαίει. Κανείς δεν πονά, κανείς δεν συμπονά, κανείς δεν συμπάσχει πια. Μόνο οι νεκροί μας λυπούνται. Κι από τους ζωντανούς μόνο η Μάνα.
Από μία ωμή και απροκάλυπτη βία, όπως είναι η πτώχευση και η ανεργία, οδεύουμε στο άλλο άκρο του εκκρεμούς, στην ήπια, συμβολική βία, που «είναι ανεπαίσθητη και αφανής ακόμη και στα θύματά της» (Μπουρντιέ). Θύματα αυτής της ήπιας βίας είναι τα παιδιά μέσω της κοινωνικοποίησης, του «λιώσε πριν σε λιώσουν», είμαστε όλοι μέσω των κριτηρίων και των αξιών που εισάγει η τηλεόραση, όπως τα σημεία κύρους(αναγνωρισημότητα!) του καταναλωτικού μανιοκαταθληπτικού καπιταλισμού. Τελικά, οι κοινωνικές νόρμες «εγγράφονται» ανεπαίσθητα και… ειρηνικά, σχεδόν «μαγικά» στα σώματα των ανθρώπων, παράγοντας «μια μόνιμη διάθεση, ένα διαρκή τρόπο να στέκεται, να μιλάει, να βαδίζει και, ως εκ τούτου, να αισθάνεται και να σκέπτεται κανείς» (η έννοια habitus). Γι’ αυτό ο εξωνισμός, ο εκμαυλισμός, η διαφθορά, η σήψη, ο εκφοβισμός εκλαμβάνονται πλέον ως συνήθη φαινόμενα, όπως μία καταιγίδα, που περνούν και εμφανίζονται ανάλογα με τη συγκυρία και τις ανάγκες της εποχής. Τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι είναι μεν διεφθαρμένοι, αλλά δεν είναι παρά οι μαριονέτες μιας αόρατης εξουσίας που βρίσκεται πίσω απ’ όλα και όλους (εκούσια ή ακούσια) και «κινεί» τα γεγονότα. Λευκή Μαγεία! Το ίδιο μαγικός είναι και ο ακρωτηριασμός των επιθυμιών, η «αυτοεγκατάλειψη», η «αδράνεια» και η αποπολιτικοποίηση. Υπ’ αυτή την οπτική έχουμε μία εκούσια συμμόρφωση και ενδεχομένως και μία συνέργια καταπιεστών και καταπιεζόμενων. «Οι πιο κραυγαλέες μορφές ανισοτήτων κι εκμετάλλευσης διαιωνίζονται στον κόσμο χάρη σε συμμαχίες (της εξουσίας) με στερημένους κι εκμεταλλευόμενους» (Αμάρτυα Σεν). Και τούτο διότι «Η δυσφορία αντικαθίσταται από την αποδοχή, η απελπισμένη εξέγερση από την κομφορμιστική ηρεμία… και τα βάσανα κι ο θυμός από την εύθυμη καρτερία». Εδώ τα θύματα του Ντε Σαντ συναινούν μαζοχιστικά στη σαδιστική διαφθορά, που στρέφεται εναντίον τους. Έτσι, τα νομοσχέδια που επαναφέρουν τον μεσαίωνα στις εργασιακές σχέσεις, και οι νόμοι πλέον για τις συντάξεις, οι οποίοι σχεδόν τους καταργούν, δεν βρήκαν ουσιαστικά αντίσταση. Ποιοι συνεργάστηκαν για να συμβεί αυτό; Πρώτοι οι συνδικαλιστές. Δεύτεροι και τελευταίοι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που παρέμειναν αδρανείς, μοιραίοι κι άβουλοι. Ενδεχομένως η έκρηξη να συμβεί το φθινόπωρο. Ακριβώς τότε που θα εκραγεί και η απελπισία. Τότε που θα ειπωθεί το «φτάνει πια». Άραγε θα ειπωθεί; Η απελπισία τάχα θα εκραγεί; Και αν ναι, σε ποια κατεύθυνση; Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι η δυστυχία οδηγεί σε προοδευτικές πολιτικές λύσεις. Ας μη λησμονούμε ότι η μεγάλη οικονομική κρίση του μεσοπολέμου (μεταξύ Πρώτου Και Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου) οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού και του φασισμού. Δεν αποκλείεται εντέλει να έχουμε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, πολύ χειρότερες από αυτές του Δεκέμβρη του 2008. Πάντως αυτή τη στιγμή το κέντρο της Αθήνας έχει καταληφθεί από το έγκλημα, έχει καταληφθεί από αυτούς που δεν έχουν να εκθέσουν κάτι στην αγορά παρά τη βία του σώματος, των μαχαιριών και των πιστολιών τους. Ο Δήμαρχος της Αθήνας θέλει να ανακαταλάβει το κέντρο της πόλης του. Αλλά τότε που θα πάνε οι απελπισμένοι; Συνήθως «υποχωρούν» πέριξ του κέντρου και στη συνέχεια επανέρχονται. Η αιτία του προβλήματος είναι η αναδουλειά και η φτώχεια και συνεπώς η λύση είναι η δουλειά και η εξεύρεση των αναγκαίων για την επιβίωση.
Ο κόσμος των ανθρώπων είναι πλέον ένα βασίλειο νεκρών, νεκρο-ζώντανων, απέθαντων, ζόμπι. Ακόμη και ο πόνος έχει εξοριστεί. Παρά το γεγονός ότι ο Χέγκελ στην «Αισθητική» του μιλούσε για την αναγκαιότητα των εκδηλώσεων του πόνου μας με δάκρυα και πόσο ωραίος θεσμός ήταν οι μοιρολογίστρες, τώρα κανείς δεν κλαίει. Κανείς δεν πονά, κανείς δεν συμπονά, κανείς δεν συμπάσχει πια. Μόνο οι νεκροί μας λυπούνται. Κι από τους ζωντανούς μόνο η Μάνα.
Από μία ωμή και απροκάλυπτη βία, όπως είναι η πτώχευση και η ανεργία, οδεύουμε στο άλλο άκρο του εκκρεμούς, στην ήπια, συμβολική βία, που «είναι ανεπαίσθητη και αφανής ακόμη και στα θύματά της» (Μπουρντιέ). Θύματα αυτής της ήπιας βίας είναι τα παιδιά μέσω της κοινωνικοποίησης, του «λιώσε πριν σε λιώσουν», είμαστε όλοι μέσω των κριτηρίων και των αξιών που εισάγει η τηλεόραση, όπως τα σημεία κύρους(αναγνωρισημότητα!) του καταναλωτικού μανιοκαταθληπτικού καπιταλισμού. Τελικά, οι κοινωνικές νόρμες «εγγράφονται» ανεπαίσθητα και… ειρηνικά, σχεδόν «μαγικά» στα σώματα των ανθρώπων, παράγοντας «μια μόνιμη διάθεση, ένα διαρκή τρόπο να στέκεται, να μιλάει, να βαδίζει και, ως εκ τούτου, να αισθάνεται και να σκέπτεται κανείς» (η έννοια habitus). Γι’ αυτό ο εξωνισμός, ο εκμαυλισμός, η διαφθορά, η σήψη, ο εκφοβισμός εκλαμβάνονται πλέον ως συνήθη φαινόμενα, όπως μία καταιγίδα, που περνούν και εμφανίζονται ανάλογα με τη συγκυρία και τις ανάγκες της εποχής. Τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι είναι μεν διεφθαρμένοι, αλλά δεν είναι παρά οι μαριονέτες μιας αόρατης εξουσίας που βρίσκεται πίσω απ’ όλα και όλους (εκούσια ή ακούσια) και «κινεί» τα γεγονότα. Λευκή Μαγεία! Το ίδιο μαγικός είναι και ο ακρωτηριασμός των επιθυμιών, η «αυτοεγκατάλειψη», η «αδράνεια» και η αποπολιτικοποίηση. Υπ’ αυτή την οπτική έχουμε μία εκούσια συμμόρφωση και ενδεχομένως και μία συνέργια καταπιεστών και καταπιεζόμενων. «Οι πιο κραυγαλέες μορφές ανισοτήτων κι εκμετάλλευσης διαιωνίζονται στον κόσμο χάρη σε συμμαχίες (της εξουσίας) με στερημένους κι εκμεταλλευόμενους» (Αμάρτυα Σεν). Και τούτο διότι «Η δυσφορία αντικαθίσταται από την αποδοχή, η απελπισμένη εξέγερση από την κομφορμιστική ηρεμία… και τα βάσανα κι ο θυμός από την εύθυμη καρτερία». Εδώ τα θύματα του Ντε Σαντ συναινούν μαζοχιστικά στη σαδιστική διαφθορά, που στρέφεται εναντίον τους. Έτσι, τα νομοσχέδια που επαναφέρουν τον μεσαίωνα στις εργασιακές σχέσεις, και οι νόμοι πλέον για τις συντάξεις, οι οποίοι σχεδόν τους καταργούν, δεν βρήκαν ουσιαστικά αντίσταση. Ποιοι συνεργάστηκαν για να συμβεί αυτό; Πρώτοι οι συνδικαλιστές. Δεύτεροι και τελευταίοι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που παρέμειναν αδρανείς, μοιραίοι κι άβουλοι. Ενδεχομένως η έκρηξη να συμβεί το φθινόπωρο. Ακριβώς τότε που θα εκραγεί και η απελπισία. Τότε που θα ειπωθεί το «φτάνει πια». Άραγε θα ειπωθεί; Η απελπισία τάχα θα εκραγεί; Και αν ναι, σε ποια κατεύθυνση; Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι η δυστυχία οδηγεί σε προοδευτικές πολιτικές λύσεις. Ας μη λησμονούμε ότι η μεγάλη οικονομική κρίση του μεσοπολέμου (μεταξύ Πρώτου Και Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου) οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού και του φασισμού. Δεν αποκλείεται εντέλει να έχουμε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, πολύ χειρότερες από αυτές του Δεκέμβρη του 2008. Πάντως αυτή τη στιγμή το κέντρο της Αθήνας έχει καταληφθεί από το έγκλημα, έχει καταληφθεί από αυτούς που δεν έχουν να εκθέσουν κάτι στην αγορά παρά τη βία του σώματος, των μαχαιριών και των πιστολιών τους. Ο Δήμαρχος της Αθήνας θέλει να ανακαταλάβει το κέντρο της πόλης του. Αλλά τότε που θα πάνε οι απελπισμένοι; Συνήθως «υποχωρούν» πέριξ του κέντρου και στη συνέχεια επανέρχονται. Η αιτία του προβλήματος είναι η αναδουλειά και η φτώχεια και συνεπώς η λύση είναι η δουλειά και η εξεύρεση των αναγκαίων για την επιβίωση.
Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010
Ο Καραγκιόζης είναι και Έλληνας
Μία επιτροπή της Ουνέσκο ανακήρυξε τον Καραγκιόζη τουρκικής υπηκοότητας, ως εάν να πρόκειται για το σήμα της φέτας. Τούτο συνέβη μετά από αίτημα της Τουρκίας. Ήταν, όμως, ο Καραγκιόζης Τούρκος; Όχι. Ο Καραγκιόζης ήταν Οθωμανός. Η διαφορά μεταξύ των δύο όρων είναι σημαντική, καθώς οι τούρκοι ήταν μία φυλή εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την ακρίβεια στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχαν τα διάφορα μιλέτ, με το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» να είναι το δεύτερο πιο πολυάριθμο από το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της θεοκρατικής αυτής αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά το «πρόβλημα» της μοιρασιάς της αυτοκρατορίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Τότε η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Συνεπώς, «η σύγχρονη Ελλάδα παρακολούθησε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούσα η ίδια ένα από τα βασικά συνθετικά κομμάτια της»(Μυστακίδου). Άρα, κακώς ταυτίζεται στη συλλογική συνείδηση η Οθωμανική αυτοκρατορία -και συνεπώς ο Καραγκιόζης- με την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε ουσιαστικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Γιατί, όπως προείπαμε, οι Τούρκοι ήταν ένας από τους πολλούς λαούς της αυτοκρατορίας.
Η Ελλάδα, όμως, δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών, όπως είναι εν προκειμένω ο Καραγκιόζης. Και αν ζήτησε το έκανε μέσω «ελληνοποιήσεων» όπως ο Έλληνας Καραγκιόζης και ο… ελληνικός καφές. Όμως, ο Καραγκιόζης δεν είναι ούτε Τούρκος ούτε Έλληνας, είναι Οθωμανός. Αλλιώς πως είναι και Τούρκος και Έλληνας. Δεν είναι ενδεχομένως ο μουσουλμάνος ή ο Ορθόδοξος Φαναριώτης της οθωμανικής «άρχουσας τάξης», είναι, όμως, ο ταλαιπωρημένος μουσουλμάνος(ενδεχομένως και Τούρκος) και ο εξίσου ταλαιπωρημένος Ελλαδίτης. Ο Καραγκιόζης δεν εκφράζει ούτε τους Μουσουλμάνους της αυλής του Σουλτάνου ούτε τους Φαναριώτες που απέβλεπαν σε μία Ορθόδοξη αυτοκρατορία αλλά τους ταλαιπωρημένους Τούρκους και συγχρόνως τους ομοιοπαθείς τους Ελλαδίτες που προσδοκούσαν την Ομοσπονδία των Βαλκανίων (Ρήγας Φεραίος).
Ο Έλληνας Καραγκιόζης, ή αλλιώς το λαϊκό θέατρο σκιών σύμφωνα με τον Κωστή Μοσκώφ(Δοκίμια, εξάντας, 1979) είναι δημιούργημα της μεταπρατικής Ελλάδας, της οικονομίας του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου. Όχι ότι δεν υπήρχε και παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο, αλλά πριν από το 1850 λειτουργεί περιθωριακά και όχι μαζικά. Αναπτύσσεται ως μαζική τέχνη στα βασικά εμπορομεσιτικά και σταφιδοπαραγωγικά κέντρα της εποχής(Πάτρα, Πύργο, Μεσολόγγι). Απογειώνεται δε περί το 1900 για να παρακμάσει στη συνέχεια υπό την πίεση της επιθεώρησης και αργότερα του κινηματογράφου. «Στον Καραγκιόζη σχηματοποιούνται τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινής ζωής του μεταπρατικού μας κόσμου, όπως η ζωή αυτή εκτυλίσσεται σαν μία δράση αντιφατικών δυνάμεων»(Ο Κ. Μοσκώφ παραθέτει τον Ν. Φαράκλα: Σκέψεις για το σύστημα των τύπων ελληνικού Καραγκιόζη, περιοδικό Δύο, Ολκός 1973, και τον Γ. Ιωάννου: Ο Καραγκιόζης, Ερμής 1971). Ο «λαϊκός άνθρωπος στο Θέατρο Σκιών» είναι ο μικροαστός της πόλης του ύστερου 19ου αιώνα. Αυτός ο άνθρωπος «αυτοαισθητοποιείται με τη διπλή, τη διττή υπόσταση που κατέχει μέσα στο σύστημα». Ποια είναι αυτή η διττή υπόσταση; Να είναι στο εν τω μεταξύ, μεταξύ φωτός και σκότους, αφάνειας και φανέρωσης, να προέρχεται από «κάτω», προσβλέποντας να ανέλθει «πάνω». Αυτός «ο λαϊκός άνθρωπος λειτουργεί σαν αντάρτης απέναντι στο μεταπρατικό κατεστημένο μας… (αλλά) μένει αδύναμος να ξεπεράσει τις αντιθέσεις της εποχής, να αυτοπραγματωθεί κοινωνικά και εθνικά, να δώσει στα ελλαδικά πράγματα μια εθνικολαϊκή στροφή…»(Μοσκώφ). Αργότερα ο Καραγκιόζης «παύει να είναι θετικός ήρωας». Αρχικά ο Καραγκιόζης εκφράζει αισθητικά την ύπαρξη μιας προχωρημένης κοινωνικής κριτικής, μιας κριτικής που πηγάζει ακριβώς από τις αντιφάσεις του μεταπρατικού συστήματος. Ο Πασάς είναι το κατεστημένο, το εργαλείο του ο Βεληγκέκας και από το 1897 (χρονιά της ταπεινωτικής ήττας από τους Τούρκους και της «νιτσεϊκής παρέκβασης» ή «παλαβομάρας») εμφανίζεται ο Μπαρμπαγιώργος, δημιούργημα του Ρούλια. Ο Μπαρμπαγιώργος παρέχει «τις δυνατότητες κάποιας φυγής σε ένα πλαστό αρκαδικό παρελθόν», τη σύνδεση δηλαδή του ρομαντισμού που παρέρχεται με τον ρεαλισμό. Ο Μπαρμπαγιώργος λειτουργεί ως ένα είδος «από μηχανής θεού»(ο θεός θείος που γλιτώνει από το Θεό!). Όμως ο «βλάχος» Μπαρμπαγιώργος είναι και τσιγγούνης, εισάγοντας, όχι καθολικά-λατινικά αλλά προτεσταντικά στοιχεία που καλύπτουν ιδιότυπα ιδεολογικά την αναγκαιότητα της κεφαλαιουχικής συσσώρευσης.
Ο οθωμανικός Καραγκιόζης («τουρκικό» τον αναφέρουν οι Έλληνες μελετητές), ο πριν τον ελληνικό δηλαδή, συνιστά δημιούργημα του «ανατολικού φεουδαλισμού» και αποτελεί μια «ανάγνωση της κοινωνίας από τα μουσουλμανικά λαϊκά στρώματα, μέτοχους και υποτελείς συνάμα, της οθωμανικής κυρίαρχης κοινωνίας, ενός συστήματος όπου η εξουσία γίνεται αισθητή όχι σαν ξένο σώμα(σ.σ. όπως στους Έλληνες) αλλά σαν όργανο δικό τους…»(Μοσκώφ). Γι’ αυτό ο Οθωμανικός Καραγκιόζης δεν κάνει ποτέ κριτική ενάντια στην εξουσία(αφού αυτή είναι… δική του, οικεία!) και είναι ένας Καραγκιόζης κωμικός(ερωτο-ηθικός, ατομικός), ενώ ο ελλαδικός Καραγκιόζης είναι «κοινωνικο-ηθικός». Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης λαός συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στο Πασά, αλλά όποτε του δίνεται η ευκαιρία ο λαός ξεθυμαίνει, βγάζει λεκτικά το άχτι του εκφράζοντας την τραγική του αίσθηση του αγώνα- αλλά και του αδιεξόδου.
Ο Έλληνας Καραγκιόζης από την εποχή της Υποδούλωσης περνάει στην εποχή της Εξάρτησης, όπου φιλελευθερισμός και εξάρτηση αλληλοπαραγόμενα ολοκληρώνουν την εθνική και την κοινωνική μας αλλοτρίωση. Μόνο που αυτός ο Καραγκιόζης δεν υπάρχει σύμφωνα με την απόφαση της Ουνέσκο και την αβελτηρία των Ελλήνων ιθυνόντων περί του Πολιτισμού.
Η Ελλάδα, όμως, δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών, όπως είναι εν προκειμένω ο Καραγκιόζης. Και αν ζήτησε το έκανε μέσω «ελληνοποιήσεων» όπως ο Έλληνας Καραγκιόζης και ο… ελληνικός καφές. Όμως, ο Καραγκιόζης δεν είναι ούτε Τούρκος ούτε Έλληνας, είναι Οθωμανός. Αλλιώς πως είναι και Τούρκος και Έλληνας. Δεν είναι ενδεχομένως ο μουσουλμάνος ή ο Ορθόδοξος Φαναριώτης της οθωμανικής «άρχουσας τάξης», είναι, όμως, ο ταλαιπωρημένος μουσουλμάνος(ενδεχομένως και Τούρκος) και ο εξίσου ταλαιπωρημένος Ελλαδίτης. Ο Καραγκιόζης δεν εκφράζει ούτε τους Μουσουλμάνους της αυλής του Σουλτάνου ούτε τους Φαναριώτες που απέβλεπαν σε μία Ορθόδοξη αυτοκρατορία αλλά τους ταλαιπωρημένους Τούρκους και συγχρόνως τους ομοιοπαθείς τους Ελλαδίτες που προσδοκούσαν την Ομοσπονδία των Βαλκανίων (Ρήγας Φεραίος).
Ο Έλληνας Καραγκιόζης, ή αλλιώς το λαϊκό θέατρο σκιών σύμφωνα με τον Κωστή Μοσκώφ(Δοκίμια, εξάντας, 1979) είναι δημιούργημα της μεταπρατικής Ελλάδας, της οικονομίας του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου. Όχι ότι δεν υπήρχε και παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο, αλλά πριν από το 1850 λειτουργεί περιθωριακά και όχι μαζικά. Αναπτύσσεται ως μαζική τέχνη στα βασικά εμπορομεσιτικά και σταφιδοπαραγωγικά κέντρα της εποχής(Πάτρα, Πύργο, Μεσολόγγι). Απογειώνεται δε περί το 1900 για να παρακμάσει στη συνέχεια υπό την πίεση της επιθεώρησης και αργότερα του κινηματογράφου. «Στον Καραγκιόζη σχηματοποιούνται τα πρόσωπα και τα πράγματα της καθημερινής ζωής του μεταπρατικού μας κόσμου, όπως η ζωή αυτή εκτυλίσσεται σαν μία δράση αντιφατικών δυνάμεων»(Ο Κ. Μοσκώφ παραθέτει τον Ν. Φαράκλα: Σκέψεις για το σύστημα των τύπων ελληνικού Καραγκιόζη, περιοδικό Δύο, Ολκός 1973, και τον Γ. Ιωάννου: Ο Καραγκιόζης, Ερμής 1971). Ο «λαϊκός άνθρωπος στο Θέατρο Σκιών» είναι ο μικροαστός της πόλης του ύστερου 19ου αιώνα. Αυτός ο άνθρωπος «αυτοαισθητοποιείται με τη διπλή, τη διττή υπόσταση που κατέχει μέσα στο σύστημα». Ποια είναι αυτή η διττή υπόσταση; Να είναι στο εν τω μεταξύ, μεταξύ φωτός και σκότους, αφάνειας και φανέρωσης, να προέρχεται από «κάτω», προσβλέποντας να ανέλθει «πάνω». Αυτός «ο λαϊκός άνθρωπος λειτουργεί σαν αντάρτης απέναντι στο μεταπρατικό κατεστημένο μας… (αλλά) μένει αδύναμος να ξεπεράσει τις αντιθέσεις της εποχής, να αυτοπραγματωθεί κοινωνικά και εθνικά, να δώσει στα ελλαδικά πράγματα μια εθνικολαϊκή στροφή…»(Μοσκώφ). Αργότερα ο Καραγκιόζης «παύει να είναι θετικός ήρωας». Αρχικά ο Καραγκιόζης εκφράζει αισθητικά την ύπαρξη μιας προχωρημένης κοινωνικής κριτικής, μιας κριτικής που πηγάζει ακριβώς από τις αντιφάσεις του μεταπρατικού συστήματος. Ο Πασάς είναι το κατεστημένο, το εργαλείο του ο Βεληγκέκας και από το 1897 (χρονιά της ταπεινωτικής ήττας από τους Τούρκους και της «νιτσεϊκής παρέκβασης» ή «παλαβομάρας») εμφανίζεται ο Μπαρμπαγιώργος, δημιούργημα του Ρούλια. Ο Μπαρμπαγιώργος παρέχει «τις δυνατότητες κάποιας φυγής σε ένα πλαστό αρκαδικό παρελθόν», τη σύνδεση δηλαδή του ρομαντισμού που παρέρχεται με τον ρεαλισμό. Ο Μπαρμπαγιώργος λειτουργεί ως ένα είδος «από μηχανής θεού»(ο θεός θείος που γλιτώνει από το Θεό!). Όμως ο «βλάχος» Μπαρμπαγιώργος είναι και τσιγγούνης, εισάγοντας, όχι καθολικά-λατινικά αλλά προτεσταντικά στοιχεία που καλύπτουν ιδιότυπα ιδεολογικά την αναγκαιότητα της κεφαλαιουχικής συσσώρευσης.
Ο οθωμανικός Καραγκιόζης («τουρκικό» τον αναφέρουν οι Έλληνες μελετητές), ο πριν τον ελληνικό δηλαδή, συνιστά δημιούργημα του «ανατολικού φεουδαλισμού» και αποτελεί μια «ανάγνωση της κοινωνίας από τα μουσουλμανικά λαϊκά στρώματα, μέτοχους και υποτελείς συνάμα, της οθωμανικής κυρίαρχης κοινωνίας, ενός συστήματος όπου η εξουσία γίνεται αισθητή όχι σαν ξένο σώμα(σ.σ. όπως στους Έλληνες) αλλά σαν όργανο δικό τους…»(Μοσκώφ). Γι’ αυτό ο Οθωμανικός Καραγκιόζης δεν κάνει ποτέ κριτική ενάντια στην εξουσία(αφού αυτή είναι… δική του, οικεία!) και είναι ένας Καραγκιόζης κωμικός(ερωτο-ηθικός, ατομικός), ενώ ο ελλαδικός Καραγκιόζης είναι «κοινωνικο-ηθικός». Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης λαός συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στο Πασά, αλλά όποτε του δίνεται η ευκαιρία ο λαός ξεθυμαίνει, βγάζει λεκτικά το άχτι του εκφράζοντας την τραγική του αίσθηση του αγώνα- αλλά και του αδιεξόδου.
Ο Έλληνας Καραγκιόζης από την εποχή της Υποδούλωσης περνάει στην εποχή της Εξάρτησης, όπου φιλελευθερισμός και εξάρτηση αλληλοπαραγόμενα ολοκληρώνουν την εθνική και την κοινωνική μας αλλοτρίωση. Μόνο που αυτός ο Καραγκιόζης δεν υπάρχει σύμφωνα με την απόφαση της Ουνέσκο και την αβελτηρία των Ελλήνων ιθυνόντων περί του Πολιτισμού.
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010
Το τέλος του μύθου
Το 60% των Αμερικανών πολιτών δεν εμπιστεύονται πλέον τον Μπαρακ Ομπάμα, τον πρόεδρο στον οποίο επενδύθηκαν οι προσδοκίες εκατομμυρίων Αμερικανών και μη. Ακριβώς πριν 18 μήνες το ίδιο ποσοστό Αμερικανών εμπιστευόταν τον αφρο-αμερικανό πρόεδρο(δημοσκόπηση Washington Post/ABC News), βλέποντας στο πρόσωπό του τη δυνατότητα της αμερικανικής κοινωνίας και πολιτείας να βρίσκει τρόπους υπέρβασης των κρίσεών τους. Ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι ελπίδες των πολιτών όλου του κόσμου, που έβλεπαν στο χρώμα του Αμερικανού προέδρου έναν άνθρωπο που γνώρισε το ρατσισμό και την κοινωνική αδικία και συνεπώς θα ήταν ευαίσθητος σ’ αυτή. Ακόμη περισσότερο, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών όλου του κόσμου εισέπραξαν τη ρητορική του Αμερικανού προέδρου με απόλυτη πίστη και καλή προαίρεση, διακρίνοντάς τον από τον πολεμικό και θρησκευτικό, δηλαδή σταυροφορικό, φανατισμό του πρώην προέδρου Τζορτζ Μπους τζούνιορ.
Ελάχιστοι μπροστά στη ανάγκη των ανθρώπων για ελπίδα τολμούσαν να μιλήσουν για τον Ομπάμα ως κατασκευασμένο επικοινωνιακό μύθο, στον αντίποδα ενός κατασκευασμένου επίσης μύθου όπως του Μπους. Απλώς ο δεύτερος απευθυνόταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ο πρώτος στον κόσμο ολόκληρο. Το να αντιπαραθέτουμε, πάντως, μια δημοκρατική Αμερική σε μια Αμερική θρησκευτική δεν έχει κανένα νόημα. Αντιθέτως, όλη η ιδιοτυπία της αμερικανικής πολιτικής θρησκείας έγκειται στο ότι συστήνει τη δημοκρατία ως θρησκευτική και ως πολιτική θρησκεία ταυτόχρονα. Αυτή την ιδιοτυπία δεν είναι εύκολο να την αντιληφθούν οι μη Αμερικανοί. Ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα στην οποία η θρησκευτική πίστη και δημοκρατική ιδεολογία διατάσσονται στην εθνική ιδέα και έχουν συγχωνευτεί σε μία πίστη: Πίστη στον Θεό, πίστη στη δημοκρατία, πίστη στην Αμερική, όλα ισχύουν ως η μία και η αυτή ομολογία πίστεως. Η διαφορά μεταξύ Μπους και Ομπάμα κατά συνέπεια δεν είναι παρά ένα θέμα τονισμού της μιας (της πολιτικής) ή της άλλης (θρησκευτικής) συνιστώσας. Με άλλα λόγια, έχουμε την επιστροφή σε μία ρεαλιστική πολιτική που επικοινωνεί διακριτικά με τη θρησκευτική πίστη των Αμερικανών στο εσωτερικό, χωρίς να το κάνει βούκινο στο εξωτερικό. Η διαφοροποίηση αυτή της πολιτικής επικοινωνίας του Λευκού Οίκου(άλλη στο εσωτερικό, άλλη στο εξωτερικό) οφείλεται στην «κακή εικόνα» των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον κόσμο λόγω της αμιγώς ιδεολογικής(θρησκευτικής) πολιτικής του Μπους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ομπάμα αξιοποιεί ό,τι συμβολίζει ο Λίνκολν και ο Ρούσβελτ αλλά και η πολιτική τους τακτική, δηλαδή ένας τρόπος διακυβέρνησης, που χρησιμοποιεί ένα μείγμα ιδεαλισμού και ρεαλισμού.
Κι ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα έχει ανατάξει την εικόνα των ΗΠΑ στο εξωτερικό, δεν συμβαίνει το ίδιο και στο εσωτερικό. Για την ακρίβεια, η άρση της εμπιστοσύνης των Αμερικανών προς τον πρόεδρός της οφείλεται στην αύξηση της ανεργίας και τις κακές συνθήκες στην αγορά εργασίας καθώς και στο πρόβλημα της στέγης. Αυτά είναι τα κεντρικά σημεία της αμερικανικής οικονομικής κρίσης, τα οποία ο Μπάρακ Ομπάμα υποσχέθηκε να διορθώσει, αλλά δεν μπόρεσε. Υπενθυμίζουμε, επίσης ότι δύο αποφάσεις του Προέδρου των ΗΠΑ προκάλεσαν αντιδράσεις και στις Εκκλησίες. Πρόκειται για το «πράσινο» φως στην έρευνα των βλαστοκυττάρων και τη διατήρηση του γραφείου Πίστης που δημιουργήθηκε επί Μπους, αλλά και την απαγόρευση στους θρησκευτικούς κλάδους(Εκκλησίες) που λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις, ότι στο εξής δε θα μπορούν να προχωρούν σε προσλήψεις με βάση το θρήσκευμα των υποψηφίων όπως ίσχυε.
Η παρέμβαση αυτή στο εσωτερικό των διαφόρων θρησκευτικών κλάδων έστω με τη μορφή αλλαγής της πολιτικής των «προσλήψεων» καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδεται στη δύναμη και τη λειτουργία των θρησκευτικών οργανώσεων, καθώς είναι πασίδηλο πως αν θα υπάρξει μία ουσιαστική αλλαγή στις ΗΠΑ, αυτό θα συμβεί εάν και εφόσον αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας αλλά και το δογματικό περιεχόμενο των θρησκευτικών οργανώσεων. Αυτό το διατύπωσαν πρώτοι ο Έντουαρντ Σαΐντ και ο Τζέρεμυ Ρίφκιν αλλά και ο Κερτ Βόννεγκατ. Στο δογματικό πεδίο, ο τελευταίος μιλούσε για την ανάγκη επανακαθορισμού του θρησκευτικού περιεχομένου με την επιστροφή στους «μακαρισμούς» έναντι του «νόμου του Μωυσή» που ισχύει σήμερα. Στο κοινωνικό πεδίο σημειώνουμε το κίνημα των Αμερικανών για την υπεράσπιση των σπιτιών που επιχειρούν να κατασχέσουν οι τράπεζες. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μία εκκλησία του Μπέρκλεϋ. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το «πράσινο» φως για την έρευνα πάνω στα βλαστοκύτταρα. Πρόκειται για μία προσπάθεια άμβλυνσης των αναχρονισμών και των οπισθοδρομικών στερεότυπων που ενδημούν στους ακραίους προτεσταντικούς κλάδους. Στο πολιτικό επίπεδο πρόκειται ουσιαστικά για μία προσπάθεια διείσδυσης των Δημοκρατικών στις θρησκευτικές οργανώσεις όπου η δύναμη των Ρεπουμπλικάνων εξακολουθεί να είναι ισχυρότατη. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για σημαντικές αλλαγές, που κινούνται για την ώρα στο πεδίο των προθέσεων. Θα συμβεί κάτι; Ενδεχομένως. Αλλιώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι όπως στη μεταρρύθμιση για την Υγεία, η οποία όμως στο τέλος αφυδατώθηκε πλήρως, όπως ακριβώς και ο μύθος Ομπάμα.
Ελάχιστοι μπροστά στη ανάγκη των ανθρώπων για ελπίδα τολμούσαν να μιλήσουν για τον Ομπάμα ως κατασκευασμένο επικοινωνιακό μύθο, στον αντίποδα ενός κατασκευασμένου επίσης μύθου όπως του Μπους. Απλώς ο δεύτερος απευθυνόταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ο πρώτος στον κόσμο ολόκληρο. Το να αντιπαραθέτουμε, πάντως, μια δημοκρατική Αμερική σε μια Αμερική θρησκευτική δεν έχει κανένα νόημα. Αντιθέτως, όλη η ιδιοτυπία της αμερικανικής πολιτικής θρησκείας έγκειται στο ότι συστήνει τη δημοκρατία ως θρησκευτική και ως πολιτική θρησκεία ταυτόχρονα. Αυτή την ιδιοτυπία δεν είναι εύκολο να την αντιληφθούν οι μη Αμερικανοί. Ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα στην οποία η θρησκευτική πίστη και δημοκρατική ιδεολογία διατάσσονται στην εθνική ιδέα και έχουν συγχωνευτεί σε μία πίστη: Πίστη στον Θεό, πίστη στη δημοκρατία, πίστη στην Αμερική, όλα ισχύουν ως η μία και η αυτή ομολογία πίστεως. Η διαφορά μεταξύ Μπους και Ομπάμα κατά συνέπεια δεν είναι παρά ένα θέμα τονισμού της μιας (της πολιτικής) ή της άλλης (θρησκευτικής) συνιστώσας. Με άλλα λόγια, έχουμε την επιστροφή σε μία ρεαλιστική πολιτική που επικοινωνεί διακριτικά με τη θρησκευτική πίστη των Αμερικανών στο εσωτερικό, χωρίς να το κάνει βούκινο στο εξωτερικό. Η διαφοροποίηση αυτή της πολιτικής επικοινωνίας του Λευκού Οίκου(άλλη στο εσωτερικό, άλλη στο εξωτερικό) οφείλεται στην «κακή εικόνα» των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον κόσμο λόγω της αμιγώς ιδεολογικής(θρησκευτικής) πολιτικής του Μπους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ομπάμα αξιοποιεί ό,τι συμβολίζει ο Λίνκολν και ο Ρούσβελτ αλλά και η πολιτική τους τακτική, δηλαδή ένας τρόπος διακυβέρνησης, που χρησιμοποιεί ένα μείγμα ιδεαλισμού και ρεαλισμού.
Κι ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα έχει ανατάξει την εικόνα των ΗΠΑ στο εξωτερικό, δεν συμβαίνει το ίδιο και στο εσωτερικό. Για την ακρίβεια, η άρση της εμπιστοσύνης των Αμερικανών προς τον πρόεδρός της οφείλεται στην αύξηση της ανεργίας και τις κακές συνθήκες στην αγορά εργασίας καθώς και στο πρόβλημα της στέγης. Αυτά είναι τα κεντρικά σημεία της αμερικανικής οικονομικής κρίσης, τα οποία ο Μπάρακ Ομπάμα υποσχέθηκε να διορθώσει, αλλά δεν μπόρεσε. Υπενθυμίζουμε, επίσης ότι δύο αποφάσεις του Προέδρου των ΗΠΑ προκάλεσαν αντιδράσεις και στις Εκκλησίες. Πρόκειται για το «πράσινο» φως στην έρευνα των βλαστοκυττάρων και τη διατήρηση του γραφείου Πίστης που δημιουργήθηκε επί Μπους, αλλά και την απαγόρευση στους θρησκευτικούς κλάδους(Εκκλησίες) που λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις, ότι στο εξής δε θα μπορούν να προχωρούν σε προσλήψεις με βάση το θρήσκευμα των υποψηφίων όπως ίσχυε.
Η παρέμβαση αυτή στο εσωτερικό των διαφόρων θρησκευτικών κλάδων έστω με τη μορφή αλλαγής της πολιτικής των «προσλήψεων» καταδεικνύει τη σημασία που αποδίδεται στη δύναμη και τη λειτουργία των θρησκευτικών οργανώσεων, καθώς είναι πασίδηλο πως αν θα υπάρξει μία ουσιαστική αλλαγή στις ΗΠΑ, αυτό θα συμβεί εάν και εφόσον αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας αλλά και το δογματικό περιεχόμενο των θρησκευτικών οργανώσεων. Αυτό το διατύπωσαν πρώτοι ο Έντουαρντ Σαΐντ και ο Τζέρεμυ Ρίφκιν αλλά και ο Κερτ Βόννεγκατ. Στο δογματικό πεδίο, ο τελευταίος μιλούσε για την ανάγκη επανακαθορισμού του θρησκευτικού περιεχομένου με την επιστροφή στους «μακαρισμούς» έναντι του «νόμου του Μωυσή» που ισχύει σήμερα. Στο κοινωνικό πεδίο σημειώνουμε το κίνημα των Αμερικανών για την υπεράσπιση των σπιτιών που επιχειρούν να κατασχέσουν οι τράπεζες. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μία εκκλησία του Μπέρκλεϋ. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το «πράσινο» φως για την έρευνα πάνω στα βλαστοκύτταρα. Πρόκειται για μία προσπάθεια άμβλυνσης των αναχρονισμών και των οπισθοδρομικών στερεότυπων που ενδημούν στους ακραίους προτεσταντικούς κλάδους. Στο πολιτικό επίπεδο πρόκειται ουσιαστικά για μία προσπάθεια διείσδυσης των Δημοκρατικών στις θρησκευτικές οργανώσεις όπου η δύναμη των Ρεπουμπλικάνων εξακολουθεί να είναι ισχυρότατη. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για σημαντικές αλλαγές, που κινούνται για την ώρα στο πεδίο των προθέσεων. Θα συμβεί κάτι; Ενδεχομένως. Αλλιώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι όπως στη μεταρρύθμιση για την Υγεία, η οποία όμως στο τέλος αφυδατώθηκε πλήρως, όπως ακριβώς και ο μύθος Ομπάμα.
Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Σοσιαλ-νεοφιλελευθερισμός
Τελείωσε κι αυτό το μουντιάλ. Η ζωή μας σε τετραετίες. Από μουντιάλ σε μουντιάλ. Θα συναντηθούμε ξανά στο επόμενο. Όσο για τους νικητές, για μερικές ημέρες οι καταλανοί, οι βάσκοι και οι λοιπές εθνότητες της Ισπανίας θα συνέχονται από το μεθύσι της ποδοσφαιρικής νίκης, δικαιώνοντας τον Ρεζίς Ντεμπρέ που έλεγε πως η θρησκεία έχει αντικατασταθεί από τις μικρές θρησκείες όπως το ποδόσφαιρο. Ο ρόλος της μεγάλης θρησκείας όμως δεν μπορεί να υποκατασταθεί για πολύ και τα εκατομμύρια των καταλανών θα ξεχυθούν πάλι στους δρόμους, ζητώντας την αυτονομία της δικής τους συλλογικότητας που λέγεται «Μπάρτσα». Εμείς θα θυμόμαστε τη νίκη της Ελλάδας επί της Νιγηρίας, το γκολ του Σαλπιγγίδη, το τέλος της εποχής Ρεχάγκελ. Κι ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, τις βουβουζέλες, αυτόν το φοβερό αφρικάνικο ήχο, το κλάμα και το φιλί του αρχηγού, του Κασίγιας, αλλά και τη θλίψη στο βλέμμα της μικρής Ολλανδέζας στο Άμστερνταμ και ακόμη περισσότερο το θρήνο στην Καμπάλα της Ουγκάντα από την τυφλή βία των φανατικών. Ενθυμήματα χαρούμενα και θλιμμένα. Και η ζωή επανακάμπτει στα συνήθη: Στη Γερμανία η Μέρκελ επιχειρεί να ανατάξει την τσακισμένη αλαζονεία της στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής, αναζητώντας νέο αίμα και «ελεγχόμενες χρεοκοπίες κρατών». Στις ΗΠΑ ο Ομπάμα δηλώνει ικανοποιημένος για την εξωτερική του πολιτική, ενώ την ίδια στιγμή η έκθεση του CWI αναφέρει πως οι αφρο-αμερικανοί νέοι έως 19 ετών(της φυλής του Αμερικανού προέδρου) υποφέρουν πολύ περισσότερο την οικονομική κρίση λόγω φτώχειας έναντι των λευκών συνομηλίκων τους. Στον ελληνικό Πόρο εν τω μεταξύ η απόλυτη σχιζοφρένεια!
Ενώ οι μισθοί μειώθηκαν, οι φόροι εξανέμισαν τα χαμηλά εισοδήματα, οι απολύσεις απελευθερώθηκαν και οι συντάξεις έγιναν «ψίχουλα», που όσοι επιζήσουν μόνο θα λάβουν, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου από το resort του Πόρου δηλώνει με πλήρη σοσιαλιστική «αφέλεια», που είναι χειρότερη από τον κυνισμό, ότι η κρίση οφείλεται στην τεράστια συγκέντρωση εξουσίας και πλούτου στα χέρια λίγων και πως είναι «αναγκαία η αναδιανομή του πλούτου» για την έξοδο από αυτή! Την ώρα, συνεπώς, που έκανε την πλέον ακραία νεοφιλελεύθερη διανομή πλούτου, κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, ψηφίζοντας στη Βουλή το περίφημο Μνημόνιο, ο κ. Παπανδρέου καταγγέλλει τον ίδιο του τον εαυτό, δικαιώνοντας όλους όσους θεωρούν ότι τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας δεν συνιστούν διέξοδο από την κρίση. Φαίνεται ότι στον Πόρο ο πρωθυπουργός θα κάνει την διακήρυξη ίδρυσης της θεωρίας του «σοσιαλ-νεοφιλελευθερισμού», σύμφωνα με την οποία θα μιλάς σοσιαλιστικά και θα κυβερνάς νεοφιλελεύθερα(πρόκειται για μία μορφή του αμερικάνικου «πραγματισμού» της σχολής του Σικάγου).
Τέτοια σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν μόνο οι παρέες με τους Αμερικανούς πραγματιστές Στίγκλιτς, Γκαλμπραίηθ και Ρίφκιν και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων τύπου Άστον. Τουστέστιν, άστα να πάνε, από μία κυβέρνηση που δεν μπορεί ούτε το θέμα της απογραφής των δημοσίων υπαλλήλων και των ημιυπαίθριων να επιλύσει και ταυτόχρονα διατείνεται ότι μπορεί να λύσει ολόκληρη οικονομική κρίση!
Όσο για την πραγματικότητα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολουθεί την νεοφιλελεύθερη πεπατημένη, που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, απαξιώνοντας την εργασία και τους εργαζόμενους. Οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας είναι η παραδοχή της απαξίωσης αυτής. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζονται ως μακροοικονομικοί παράγοντες σταθερότητας της κοινωνίας, ενώ ο περίφημος «ανταγωνισμός» τους -η ανταγωνιστικότητα- έχει καταστεί ένας «αγώνας εκπτώσεων» στους όρους εργασίας, στη φορολογία και στην ποιότητα των υπηρεσιών. Όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα κόμματα εξουσίας κινούνται σ’ αυτή τη βάση. Γι’ αυτό η αντιπαράθεσή τους είναι μία συνεχής πλειοδοσία σε γενναίες «παροχές-μεταρρυθμίσεις» στις επιχειρήσεις και σε ήσσονος σημασίας παροχές στους εργαζόμενους. Μία εξισορροπιστική απάντηση σ’ αυτή την εξέλιξη είναι το κράτος πρόνοιας, το οποίο όμως βάλλεται πανταχόθεν. Αλλά και η δημοκρατία βάλλεται ομοίως, καθώς η κλασική επιδίωξη στο πλαίσιό της για τη μείωση των ανισοτήτων και η διαμόρφωση κανόνων και ορίων υποχωρεί υπέρ μιας άνευ ορίων οικονομικής δράσης, η οποία αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός. Με άλλα λόγια, η «φιλελεύθερη δημοκρατία» είναι μία σχοινοβασία που έχει μπατάρει από τη μία πλευρά εξαιτίας του συσχετισμού δυνάμεων.
Τελικά, η σημερινή δημοκρατία δεν είναι δημοκρατία ούτε μη δημοκρατία, είναι «μεταδημοκρατία», δηλαδή μια παραβολική κίνηση(Κράουτς) και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στη σύγχρονη ολιγαρχική ηγεμονία είναι να υποχρεώσουμε σε ρυθμίσεις και κανόνες που θα επιτρέπουν την ανεξαρτησία της πολιτικής από το κεφάλαιο, που θα επιτρέπουν τον έλεγχο των εταιρικών χρηματοδοτών από τη μια και των δημόσιων λειτουργών από την άλλη. Αυτός ο εξαναγκασμός μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του «δρόμου», ήτοι μέσα από την αντίδραση των εργαζόμενων που θίγονται όχι μόνο ως προς τα οικονομικά αλλά και ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Προς το παρόν μια τέτοια αντίδραση δεν είναι ορατή. Συνεπώς και η εξισορρόπηση των κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσε να εκφραστεί εντέλει μέσω της αναδιανομής του πλούτου μοιάζει μακρινή. Για την ώρα η αναδιανομή γίνεται σε βάρος των φτωχών και των μεσαίων εισοδημάτων.
Ενώ οι μισθοί μειώθηκαν, οι φόροι εξανέμισαν τα χαμηλά εισοδήματα, οι απολύσεις απελευθερώθηκαν και οι συντάξεις έγιναν «ψίχουλα», που όσοι επιζήσουν μόνο θα λάβουν, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου από το resort του Πόρου δηλώνει με πλήρη σοσιαλιστική «αφέλεια», που είναι χειρότερη από τον κυνισμό, ότι η κρίση οφείλεται στην τεράστια συγκέντρωση εξουσίας και πλούτου στα χέρια λίγων και πως είναι «αναγκαία η αναδιανομή του πλούτου» για την έξοδο από αυτή! Την ώρα, συνεπώς, που έκανε την πλέον ακραία νεοφιλελεύθερη διανομή πλούτου, κάνοντας τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, ψηφίζοντας στη Βουλή το περίφημο Μνημόνιο, ο κ. Παπανδρέου καταγγέλλει τον ίδιο του τον εαυτό, δικαιώνοντας όλους όσους θεωρούν ότι τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας δεν συνιστούν διέξοδο από την κρίση. Φαίνεται ότι στον Πόρο ο πρωθυπουργός θα κάνει την διακήρυξη ίδρυσης της θεωρίας του «σοσιαλ-νεοφιλελευθερισμού», σύμφωνα με την οποία θα μιλάς σοσιαλιστικά και θα κυβερνάς νεοφιλελεύθερα(πρόκειται για μία μορφή του αμερικάνικου «πραγματισμού» της σχολής του Σικάγου).
Τέτοια σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν μόνο οι παρέες με τους Αμερικανούς πραγματιστές Στίγκλιτς, Γκαλμπραίηθ και Ρίφκιν και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων τύπου Άστον. Τουστέστιν, άστα να πάνε, από μία κυβέρνηση που δεν μπορεί ούτε το θέμα της απογραφής των δημοσίων υπαλλήλων και των ημιυπαίθριων να επιλύσει και ταυτόχρονα διατείνεται ότι μπορεί να λύσει ολόκληρη οικονομική κρίση!
Όσο για την πραγματικότητα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολουθεί την νεοφιλελεύθερη πεπατημένη, που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, απαξιώνοντας την εργασία και τους εργαζόμενους. Οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας είναι η παραδοχή της απαξίωσης αυτής. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζονται ως μακροοικονομικοί παράγοντες σταθερότητας της κοινωνίας, ενώ ο περίφημος «ανταγωνισμός» τους -η ανταγωνιστικότητα- έχει καταστεί ένας «αγώνας εκπτώσεων» στους όρους εργασίας, στη φορολογία και στην ποιότητα των υπηρεσιών. Όλες οι κυβερνήσεις και όλα τα κόμματα εξουσίας κινούνται σ’ αυτή τη βάση. Γι’ αυτό η αντιπαράθεσή τους είναι μία συνεχής πλειοδοσία σε γενναίες «παροχές-μεταρρυθμίσεις» στις επιχειρήσεις και σε ήσσονος σημασίας παροχές στους εργαζόμενους. Μία εξισορροπιστική απάντηση σ’ αυτή την εξέλιξη είναι το κράτος πρόνοιας, το οποίο όμως βάλλεται πανταχόθεν. Αλλά και η δημοκρατία βάλλεται ομοίως, καθώς η κλασική επιδίωξη στο πλαίσιό της για τη μείωση των ανισοτήτων και η διαμόρφωση κανόνων και ορίων υποχωρεί υπέρ μιας άνευ ορίων οικονομικής δράσης, η οποία αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός. Με άλλα λόγια, η «φιλελεύθερη δημοκρατία» είναι μία σχοινοβασία που έχει μπατάρει από τη μία πλευρά εξαιτίας του συσχετισμού δυνάμεων.
Τελικά, η σημερινή δημοκρατία δεν είναι δημοκρατία ούτε μη δημοκρατία, είναι «μεταδημοκρατία», δηλαδή μια παραβολική κίνηση(Κράουτς) και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στη σύγχρονη ολιγαρχική ηγεμονία είναι να υποχρεώσουμε σε ρυθμίσεις και κανόνες που θα επιτρέπουν την ανεξαρτησία της πολιτικής από το κεφάλαιο, που θα επιτρέπουν τον έλεγχο των εταιρικών χρηματοδοτών από τη μια και των δημόσιων λειτουργών από την άλλη. Αυτός ο εξαναγκασμός μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του «δρόμου», ήτοι μέσα από την αντίδραση των εργαζόμενων που θίγονται όχι μόνο ως προς τα οικονομικά αλλά και ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Προς το παρόν μια τέτοια αντίδραση δεν είναι ορατή. Συνεπώς και η εξισορρόπηση των κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσε να εκφραστεί εντέλει μέσω της αναδιανομής του πλούτου μοιάζει μακρινή. Για την ώρα η αναδιανομή γίνεται σε βάρος των φτωχών και των μεσαίων εισοδημάτων.
Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010
Κρίση αντιπροσώπευσης
Καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να ψηφίσει τόσα αντιλαϊκά μέτρα όσα η σημερινή. Καμία άλλη Βουλή δεν θα έκλεινε το γόνυ –κατά πλειοψηφία- σε μία εξωτερική δύναμη, όπως η τρόικα, και δεν θα αφαιρούσε δικαιώματα των εργαζομένων που κατακτήθηκαν με τόσους αγώνες. Κι όμως ο Ελληνικός λαός δεν αντιδρά. Το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στη Γαλλία, τη χώρα των επαναστάσεων, κανείς δεν λέει «φτάνει πια». Και αυτό αποδίδεται από το 70% και πλέον των Γάλλων στην παρακμή του έθνους. Το κύτταρο χάλασε που έλεγε ένας ποιητής. Αντιθέτως, «Είμαι αισιόδοξος» έλεγε ένας συνάδελφος στη διαδήλωση της Πέμπτης. «Είμαστε αισιόδοξοι, πιστεύουμε στη μετά θάνατο ζωή» έγραφαν κάποιοι άλλοι σ’ ένα πανό. Τουλάχιστον το χιούμορ είναι ανατρεπτικό. Αλλά ισχνές οι συγκεντρώσεις, αδύνατες οι αντιδράσεις, μαυρισμένοι οι πολίτες, «μαυρίζουν» κόμματα και συνδικάτα. «Οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική, γιατί η πολιτική δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς» επισήμαινε παλαιότερα η γαλλική εφημερίδα Le Monde στο κύριο άρθρο της. Αλλά αν η πολιτική δεν ενδιαφέρεται για τους πολίτες, δηλαδή για το γενικό συμφέρον, τότε γιατί ενδιαφέρεται; Για τα ειδικά συμφέροντα, για τα συμφέροντα των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και των εταιρειών. Ο «νέος νιτσεϊσμός», όπως σημείωνε ο Χάμπερμας, τείνει να αποδομήσει όλα τα κριτήρια και να δείξει ότι η πολιτική «αναλώνεται αποκλειστικά με βρώμικες υποθέσεις», ενισχύοντας την απαξίωσή της. Ο πυρήνας της κρίσης βρίσκεται στην οικονομική κυρίως εξάρτηση των πολιτικών από το επιχειρείν λόγω του τεράστιου κόστους του πολιτικού ανταγωνισμού. Από εδώ προκύπτει το «μαύρο πολιτικό χρήμα» αλλά και η έλλειψη συνείδησης εκ μέρους των πολιτικών για το άδικο του πράγματος. Αυτή η κανονιστική αναισθησία των πολιτικών συντείνει στη δημιουργία δυσαρέσκειας στους πολίτες. Η αποχή συνεπώς δεν είναι πάντα απολιτική. Μπορεί να είναι ένα μεγάλο «όχι» στη μεταδημοκρατία, δηλαδή στη δημοκρατία δίκην προσομοίωσης, την ολιγαρχία με δημοκρατική μάσκα, όπου βιομήχανοι και πολιτικοί διαπραγματεύονται τα πακέτα των ψήφων των δεύτερης κατηγορίας πολιτών, των εργαζομένων. Η αποχή είναι, συγχρόνως, και ένα μεγάλο «ναι» στην ανεύρετη σήμερα δημοκρατία, εκείνη τη δημοκρατία όπου η ψήφος συνιστά πραγματικά έκφραση της πολιτικής βούλησης και όχι αντικείμενο αγοραπωλησίας για μία θέση στο Δημόσιο ή για μια δουλειά. Υπάρχουν πολίτες που δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα, που αρνούνται την ακύρωση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών από την κομματοκρατία και οι οποίοι βρίσκουν το νόημα της πολιτικής, συμμετέχοντας ενεργά σε οργανώσεις ειδικών σκοπών: αλληλεγγύης, για την προστασία του περιβάλλοντος κ.ά. Οι πολίτες αυτοί δεν εκφράζονται από τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης των σημερινών κομμάτων. Θεωρούν ότι τα κόμματα είναι επιχειρήσεις οικογενειών και παραγόντων ή επαγγελματιών που αναπαράγουν την προσωπική εξουσία τους. Και ότι γενικά το παιγνίδι είναι στημένο και γι’ αυτό αρνούνται να το νομιμοποιήσουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκλωβίζονται στον ατομικό πυρήνα τους, αλλά επιχειρούν να διαμορφώσουν νέες πολιτικές δομές, ανιδιοτελείς, ερασιτεχνικές, πραγματικά εθελοντικές (όχι η ΜΚΟ-απάτη) νοηματοδοτώντας τες άλλοτε με ανθρωπιά και άλλοτε με οργή. Ναι με οργή, αλλά ποτέ με τυφλή βία…
Εφήμερα
Η Γερμανία μας πίνει το αίμα και σύμφωνα με τους οικονομολόγους «θα συνεχίσει να βασίζει την ανάπτυξή της στις εξαγωγές, καταποντίζοντας τις προοπτικές των εταίρων της για εξαγωγές». Στην ουσία, «η Γερμανία, παρά το θεόρατο εμπορικό πλεόνασμά της, αρνείται να επιτρέψει την αύξηση της κατανάλωσής της, την ώρα που κάτι τέτοιο θα ήταν επωφελές για τις πιο αδύναμες οικονομίες». Έτσι, εξαναγκάζει χώρες όπως η Ελλάδα και εν γένει του ευρωπαϊκού νότου να λάβουν αποπληθωριστικά μέτρα, τα οποία διογκώνουν ακόμη περισσότερο τα ελλείμματά τους. Ο μόνος δρόμος, συνεπώς, για τις χώρες του νότου είναι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Εμείς θα προτείναμε να εξέλθει η Γερμανία από το ευρώ, αλλά επειδή αυτό δεν φαίνεται ρεαλιστικό, θα μπορούσε να υπάρξει μία κοινή στάση των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, ακόμη και μία οικονομική και νομισματική ζώνη του ευρωπαϊκού νότου, η οποία θα υποχρέωνε τις χώρες του βορρά να λειτουργήσουν επί ίσοις όροις και όχι άπληστα και κανιβαλικά. Για να συμβεί, ασφαλώς, κάτι τέτοιο χρειάζονται ισχυρές ηγεσίες ικανές να «τραβήξουν το κάρο». Όμως, ούτε στο βορρά ούτε στο νότο υπάρχουν τέτοιες ηγεσίες. Δεν είναι τυχαίο πως στο «Συμπόσιο της Σύμης» που γίνεται στον… Πόρο, ένα από τα θέματα συζήτησης είναι «η ατζέντα μιας προοδευτικής ηγεσίας της Ευρώπης». Από αυτό συνάγεται ότι το πρόβλημα δεν είναι η ηγεσία αλλά η… ατζέντα. Ο γενικός τίτλος μάλιστα του συμποσίου είναι «Πρόσω ολοταχώς: ιδέες προόδου…». Και αναρωτιέται κανείς μαζί με τον Αρθούρο Ρεμπώ, γιατί πρόοδος να σημαίνει «πρόσω ολοταχώς» και όχι επιστροφή στο παρελθόν; Τότε που οι εργαζόμενοι είχαν σύνταξη και διεκδικούσαν το 35ωρο; Ακόμη περισσότερο, τι σημαίνει πρόοδος όταν η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αποδοκιμάζει τις πολιτικές ηγεσίες και τα άδικα μέτρα που λαμβάνουν; Τότε πρόοδος σημαίνει υπέρβαση της κρίσης αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων που όταν κυβερνούν οφείλουν να εκφράζουν το Γενικό Συμφέρον δηλαδή όλους τους πολίτες και όχι τους λίγους.
Εφήμερα
Η Γερμανία μας πίνει το αίμα και σύμφωνα με τους οικονομολόγους «θα συνεχίσει να βασίζει την ανάπτυξή της στις εξαγωγές, καταποντίζοντας τις προοπτικές των εταίρων της για εξαγωγές». Στην ουσία, «η Γερμανία, παρά το θεόρατο εμπορικό πλεόνασμά της, αρνείται να επιτρέψει την αύξηση της κατανάλωσής της, την ώρα που κάτι τέτοιο θα ήταν επωφελές για τις πιο αδύναμες οικονομίες». Έτσι, εξαναγκάζει χώρες όπως η Ελλάδα και εν γένει του ευρωπαϊκού νότου να λάβουν αποπληθωριστικά μέτρα, τα οποία διογκώνουν ακόμη περισσότερο τα ελλείμματά τους. Ο μόνος δρόμος, συνεπώς, για τις χώρες του νότου είναι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα. Εμείς θα προτείναμε να εξέλθει η Γερμανία από το ευρώ, αλλά επειδή αυτό δεν φαίνεται ρεαλιστικό, θα μπορούσε να υπάρξει μία κοινή στάση των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, ακόμη και μία οικονομική και νομισματική ζώνη του ευρωπαϊκού νότου, η οποία θα υποχρέωνε τις χώρες του βορρά να λειτουργήσουν επί ίσοις όροις και όχι άπληστα και κανιβαλικά. Για να συμβεί, ασφαλώς, κάτι τέτοιο χρειάζονται ισχυρές ηγεσίες ικανές να «τραβήξουν το κάρο». Όμως, ούτε στο βορρά ούτε στο νότο υπάρχουν τέτοιες ηγεσίες. Δεν είναι τυχαίο πως στο «Συμπόσιο της Σύμης» που γίνεται στον… Πόρο, ένα από τα θέματα συζήτησης είναι «η ατζέντα μιας προοδευτικής ηγεσίας της Ευρώπης». Από αυτό συνάγεται ότι το πρόβλημα δεν είναι η ηγεσία αλλά η… ατζέντα. Ο γενικός τίτλος μάλιστα του συμποσίου είναι «Πρόσω ολοταχώς: ιδέες προόδου…». Και αναρωτιέται κανείς μαζί με τον Αρθούρο Ρεμπώ, γιατί πρόοδος να σημαίνει «πρόσω ολοταχώς» και όχι επιστροφή στο παρελθόν; Τότε που οι εργαζόμενοι είχαν σύνταξη και διεκδικούσαν το 35ωρο; Ακόμη περισσότερο, τι σημαίνει πρόοδος όταν η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αποδοκιμάζει τις πολιτικές ηγεσίες και τα άδικα μέτρα που λαμβάνουν; Τότε πρόοδος σημαίνει υπέρβαση της κρίσης αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των πολιτικών κομμάτων που όταν κυβερνούν οφείλουν να εκφράζουν το Γενικό Συμφέρον δηλαδή όλους τους πολίτες και όχι τους λίγους.
Κυριακή 11 Ιουλίου 2010
Η αγωνία των νέων
«Δώστε βήμα στους νέους» είπε ο πρωθυπουργός. «Δώστε δουλειά στους νέους» λέμε εμείς. Γιατί για να μπορέσουν οι νέοι να μιλήσουν χρειάζεται πρώτα να έχουν εξασφαλίσει την επιβίωσή τους. Μετά έχει σειρά ο «λόγος», η αναζήτηση του τάλαντου του καθενός και η ανάπτυξή του, δηλαδή η δημιουργία. Γιατί η εργασία εκτός από άχθος, εκτός από κοπιώδης ανάγκη είναι και δημιουργία. Και μέσα στα όνειρα των παιδιών η αυριανή ενασχόληση με κάτι δεν μπορεί να συνδυάζεται μόνο με τη δουλειά ως καταναγκασμό. Μια τέτοια προοπτική δεν αντέχεται από τη νεανική ψυχή. Επίσης, δεν είναι νοητός ο διαχωρισμός της γνώσης από τη σκέψη. Μια τέτοια διχοστασία θα κάνει τους ανθρώπους δούλους των κατασκευών τους. Αλλά πως αντιμετωπίζουμε σήμερα τα παιδιά μας; Ο πρωθυπουργός και οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος ζητούν από τα πολιτικά κόμματα να δώσουν «βήμα» στους νέους γιατί θέλουν να προλάβουν την έκρηξη των απελπισμένων κατά το ανάλογο του Δεκέμβρη του 2008. Θέλουν με άλλα λόγια τα κόμματα να απορροφήσουν τους κραδασμούς από την τεράστια ανεργία και απελπισία των νέων.
Εμείς, συνεπώς, που χαπακώνουμε συνειδητά τα παιδιά μας για να έχουν υψηλές αθλητικές ή μαθησιακές επιδόσεις, εμείς τους σκοτώνουμε την αναζήτηση, την περιπέτεια, το μυστήριο, τη μεγαλοσύνη, όπως συμπυκνώνεται σ’ αυτό που ο Κίρκεγκωρ αποκαλούσε «Αγωνία των παιδιών»(Κίρκεγκωρ). Αντ’ αυτού, εμείς εξαναγκάζουμε τα παιδιά να δεχθούν ότι το κριτικό πνεύμα δεν είναι παρά η οργανωμένη νοημοσύνη, η δεξιοτεχνία, η άσκηση, η ευτελής χρησιμοθηρική εξυπνάδα και η καπατσοσύνη, ότι ακόμη και η ανηθικότητα είναι δεξιότητα! Γι’ αυτό τα παιδιά μας θα αντιδράσουν, γιατί εκτός από ένα άνεργο μέλλον θέλουν να αποτινάξουν και την παροξυσμική τρομοκρατία όλων εναντίον όλων, την αντίληψη ότι ο βίος είναι βία. Γι’ αυτό το μόνο που μπορούμε να κάνουμε αν θέλουμε να διευκολύνουμε το μέλλον, είναι να παραμερίσουμε. Αν δεν το κάνουμε, η «πατροκτονία» θα είναι ο αναγκαίος τρόπος για να ξεμπλοκαριστεί η ελληνική κοινωνία.
Όσο για τα πρότυπα, για τα οποία πολλά ακούστηκαν χθες στη Βουλή, αυτά δεν υπάρχουν. Η ελληνική κοινωνία είναι σε προχωρημένη σήψη. Αντινομικοί διανοητές δεν υπάρχουν. Αναλυτές που να εξηγήσουν γιατί φθάσαμε ως εδώ δεν έχουν ακόμη εμφανισθεί, γιατί όσοι υπάρχουν προσπαθούν να εξηγήσουν επί τη βάση δογματικών, ή παρωχημένων κριτηρίων, εκλαμβανόμενων ως καθολικών αληθειών υπό το πρίσμα των δυτικών ορθολογιστικών και επιστημονικών παραδόσεων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ελληνική ιδιοτυπία. Σήμερα, εντέλει, κανείς δεν αντιδρά, αλλά υπάρχει πάντα η υπόρρητη αντίδραση. Και καταλήγουμε με την άποψη του Μπερλίν, ότι δηλαδή «καλά θα κάνουμε να παραδεχόμαστε μιαν μόνο ελάχιστη περιγραφή του τι είναι ο άνθρωπος -σ.σ. άρα και «ανοιχτά» κριτήρια- ώστε να μην αποκλείουμε εκ των προτέρων τη δυνατή (κι ακόμη πιθανή) ανάδυση καινοφανών και απρόβλεπτων μορφών βίου και αυτοπραγμάτωσης....».
Εμείς, συνεπώς, που χαπακώνουμε συνειδητά τα παιδιά μας για να έχουν υψηλές αθλητικές ή μαθησιακές επιδόσεις, εμείς τους σκοτώνουμε την αναζήτηση, την περιπέτεια, το μυστήριο, τη μεγαλοσύνη, όπως συμπυκνώνεται σ’ αυτό που ο Κίρκεγκωρ αποκαλούσε «Αγωνία των παιδιών»(Κίρκεγκωρ). Αντ’ αυτού, εμείς εξαναγκάζουμε τα παιδιά να δεχθούν ότι το κριτικό πνεύμα δεν είναι παρά η οργανωμένη νοημοσύνη, η δεξιοτεχνία, η άσκηση, η ευτελής χρησιμοθηρική εξυπνάδα και η καπατσοσύνη, ότι ακόμη και η ανηθικότητα είναι δεξιότητα! Γι’ αυτό τα παιδιά μας θα αντιδράσουν, γιατί εκτός από ένα άνεργο μέλλον θέλουν να αποτινάξουν και την παροξυσμική τρομοκρατία όλων εναντίον όλων, την αντίληψη ότι ο βίος είναι βία. Γι’ αυτό το μόνο που μπορούμε να κάνουμε αν θέλουμε να διευκολύνουμε το μέλλον, είναι να παραμερίσουμε. Αν δεν το κάνουμε, η «πατροκτονία» θα είναι ο αναγκαίος τρόπος για να ξεμπλοκαριστεί η ελληνική κοινωνία.
Όσο για τα πρότυπα, για τα οποία πολλά ακούστηκαν χθες στη Βουλή, αυτά δεν υπάρχουν. Η ελληνική κοινωνία είναι σε προχωρημένη σήψη. Αντινομικοί διανοητές δεν υπάρχουν. Αναλυτές που να εξηγήσουν γιατί φθάσαμε ως εδώ δεν έχουν ακόμη εμφανισθεί, γιατί όσοι υπάρχουν προσπαθούν να εξηγήσουν επί τη βάση δογματικών, ή παρωχημένων κριτηρίων, εκλαμβανόμενων ως καθολικών αληθειών υπό το πρίσμα των δυτικών ορθολογιστικών και επιστημονικών παραδόσεων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ελληνική ιδιοτυπία. Σήμερα, εντέλει, κανείς δεν αντιδρά, αλλά υπάρχει πάντα η υπόρρητη αντίδραση. Και καταλήγουμε με την άποψη του Μπερλίν, ότι δηλαδή «καλά θα κάνουμε να παραδεχόμαστε μιαν μόνο ελάχιστη περιγραφή του τι είναι ο άνθρωπος -σ.σ. άρα και «ανοιχτά» κριτήρια- ώστε να μην αποκλείουμε εκ των προτέρων τη δυνατή (κι ακόμη πιθανή) ανάδυση καινοφανών και απρόβλεπτων μορφών βίου και αυτοπραγμάτωσης....».
Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010
Ναρκισσισμός των μικρών διαφορών
Ο ναρκισσισμός των μικρών διαφορών πλήττει κυρίως τα μεγάλα Εγώ, τους Her Omnes(τους κυρίους όλος ο κόσμος), που θα έλεγε κι ο Κάφκα, αυτούς που χάνουν το δάσος για το δέντρο, που δεν βλέπουν τη μεγάλη πυρκαγιά που απειλεί την κοινωνία αλλά τη διαδικασία και τον τρόπο που εκφράστηκε μία διαμαρτυρία. Υπερτροφικά Εγώ με μία χοντροκέφαλη ειρωνεία στο βλέμμα, όταν πρόκειται για πνευματικούς ανθρώπους, μικρόνους βλακεία, που φυλάσσεται από χοντροκέφαλους σωματοφύλακες, όταν πρόκειται για συνδικαλιστές. Είναι δυνατόν, αλήθεια, εκπρόσωποι των εργαζομένων να φυλάσσονται από σωματοφύλακες; Είναι. Και το παράδοξο συνίσταται στο ότι δεν φυλάσσονται από πιθανές εχθρικές ενέργειες των εργοδοτών αλλά από πράξεις των εργαζομένων! Αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν και εκφράζουν φοβούνται. Ναι, ο περιδεής αρχισυνδικαλιστής είναι περιτριγυρισμένος από μπράβους δίκην ανθρώπου της νύχτας! Είναι αυτός που δεν εργάστηκε ποτέ, που δεν γνωρίζει τι σημαίνει εργασία και πολύ περισσότερο ανεργία και γι’ αυτό υπονομεύει με τον πλέον κυνικό τρόπο το απελπισμένο κίνημα των εργαζομένων από τους οποίους, σήμερα, αφαιρούνται δικαιώματα που έχουν ποτιστεί με πολύ αίμα. Γι’ αυτό η σημερινή απεργία θα είναι μία τουφεκιά στον αέρα, μία παρέλαση των επαγγελματικών στελεχών των συνδικάτων και των κομμάτων, αυτών που δεν μιλιούνται καν μεταξύ τους, κοκαλωμένοι σαν τη νάγια την ορχούμενη από το ναρκισσισμό των μικρών διαφορών τους. Γι’ αυτό σήμερα διαδηλώνουν μόνο οι νάρκισσοι. Οι απελπισμένοι θα παρελάσουν άλλη φορά, άλλη μέρα, ίσως το φθινόπωρο. Τότε που οι δρόμοι θα γίνουν οι «ανθρώπων δρόμοι», που λένε και οι ποιητές. Τότε ίσως να «φραστεί» η απελπισία, τότε η απεργία από μαρτυρία ίσως να γίνει διαμαρτυρία, να γίνει στάση, ένσταση, εξανάσταση και επανάσταση των ελπίδων. Για την ώρα κανείς δεν ζει, κανείς δεν ίσταται, ούτε καν παρ-ίσταται, απλώς αφ-ίσταται. Η από-σταση κατάντησε να ισοδυναμεί με αξιοπρέπεια και να ταυτίζεται με την υπό-σταση, το νόημα της ζωής, το Πρόσωπο. Από μακριά κι αγαπημένοι λοιπόν, από μακριά για να μην έχουμε μπλεξίματα, απλοί θεατές της ζωής, της ζωής μας που δεν είναι πια δική μας, που δεν την ορίζουμε, που δεν είναι καν βίος άξιος να τον αφηγηθεί κανείς. Δεν θα αργήσει φαίνεται ο καιρός που θα μας κοστολογήσουν και τη ζωή σαν μία επί πληρωμή εμπειρία, όπως έλεγε ο περίφημος Τζέρεμυ Ρίφκιν, ο φίλος τους πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.
Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Αλληλο-μίσος
Την ώρα που μιλούν για την «ανταγωνιστικότητα» και δίνουν το πράσινο φως για χιλιάδες απολύσεις εργαζομένων, συστήνουν ταυτοχρόνως την αλληλεγγύη. Μεταξύ ποιών άραγε; Μεταξύ ζωντανών-νεκρών; Σε κάθε περίπτωση, ο ανταγωνισμός στην εργασία σε συνδυασμό με το φόβο της απόλυσης και της ανεργίας καταργεί κάθε έννοια συναδελφικής αλληλεγγύης και καθιστά τους πάντες δύσπιστους και καχύποπτους έναντι όλων. Οι συναισθηματικοί δεσμοί εκπίπτουν και η κοινωνική εκτίμηση-αναγνώριση τίθεται υπό αίρεση. Αυτό δημιουργεί μία τεράστια κόπωση, ένα τρομερό κενό καθώς ό,τι αποτελεί το όλον ενός ανθρώπου, η προσωπικότητά του απορρίπτεται. Εκείνο που μένει σταθερό είναι η αίσθηση της ματαίωσης, του τίποτα. Σ’ αυτή την αιτία του τίποτα εδράζεται η απαισιοδοξία και ο μηδενισμός. Η ψυχολογική αναπλήρωση του κενού, που επιχειρείται στη Γαλλική «Τέλεκομ», όπου οι αυτοκτονίες συνεχίζονται, ή στην Κίνα, δεν επισυμβαίνει ποτέ παρ’ όλες τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του επιχειρηματικού μάνατζμεντ.
Και τούτο γιατί η ριζική ματαίωση είναι συνυφασμένη με την έλλειψη επικοινωνίας, με τον αποκλεισμό από την αγορά στην οποία αποκτώνται τα σημεία και τα σύμβολα, τα οποία μας καθιστούν αναγνωρίσιμους/ορατούς στο βλέμμα των άλλων, ή του μεγάλου Άλλου. Γιατί είμαστε αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Το ενδεχόμενο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας να αφίσταται ή να έρχεται σε σύγκρουση με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας μπορεί να μας τρελάνει. Σε γενικές γραμμές, το βλέμμα των άλλων μας τρομοκρατεί. Αλλά αυτή η κοινή εξάρτηση σε επίπεδο «αλληλο-καθρεφτίσματος» μας συνέχει ως κοινωνία, η οποία με τις αρχές και τις αξίες της είναι ο μεγάλος καθρέφτης, ο μεγάλος Άλλος. Γι’ αυτό όταν σπάσει ο καθρέφτης της κοινής «θέασης» και επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνοι, οδηγούμαστε σε υποκατάστατα και σε περισπασμούς, όπως αυτοί των ψυχοτρόπων, για την απεξάρτηση από τα οποία μιλούσε χθες στο Ίλιον ο πρωθυπουργός, αγνοώντας ότι η πολιτική της κυβέρνησής του και οι απολύσεις ειδικά των νέων οδηγούν κατευθείαν σ’ αυτά.
Πέραν τούτου, η καταναλωτική κοινωνία έθρεψε υπερτροφικά το Εγώ μας, γι’ αυτό τώρα που η τροφή είναι λίγη, η αποκτηθείσα προηγουμένως σπουδαιότητα της εικόνας του εαυτού κάνει τον ναρκισσισμό μας ευάλωτο, με συνέπεια ορισμένοι να καταρρέουν με την παραμικρή κριτική. Γι’ αυτό κάθε κριτική βιώνεται ως επίθεση (Hirigoyen). Αυτός ο ναρκισσισμός είναι το ιδεώδες της ατομικιστικής κοινωνίας και είναι η αιτία ώστε κανείς να μην βλέπει τον άλλον ως υποκείμενο και να συμπάσχει όταν υποφέρει. Πως είναι δυνατόν συνεπώς τώρα να γίνει η μεγάλη μεταστροφή και να επανέλθουμε σε μορφές «αλληλεγγύης» που προτείνει τόσο ο σοσιαλιστής Γιώργος Παπανδρέου όσο και ο κεντροδεξιός Ντε Βιλπέν; Ιστορικά η πολιτική έκφραση της «αλληλεγγύης» ήταν ο φανατισμός και ο φασισμός.
Και τούτο γιατί η ριζική ματαίωση είναι συνυφασμένη με την έλλειψη επικοινωνίας, με τον αποκλεισμό από την αγορά στην οποία αποκτώνται τα σημεία και τα σύμβολα, τα οποία μας καθιστούν αναγνωρίσιμους/ορατούς στο βλέμμα των άλλων, ή του μεγάλου Άλλου. Γιατί είμαστε αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Το ενδεχόμενο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας να αφίσταται ή να έρχεται σε σύγκρουση με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας μπορεί να μας τρελάνει. Σε γενικές γραμμές, το βλέμμα των άλλων μας τρομοκρατεί. Αλλά αυτή η κοινή εξάρτηση σε επίπεδο «αλληλο-καθρεφτίσματος» μας συνέχει ως κοινωνία, η οποία με τις αρχές και τις αξίες της είναι ο μεγάλος καθρέφτης, ο μεγάλος Άλλος. Γι’ αυτό όταν σπάσει ο καθρέφτης της κοινής «θέασης» και επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνοι, οδηγούμαστε σε υποκατάστατα και σε περισπασμούς, όπως αυτοί των ψυχοτρόπων, για την απεξάρτηση από τα οποία μιλούσε χθες στο Ίλιον ο πρωθυπουργός, αγνοώντας ότι η πολιτική της κυβέρνησής του και οι απολύσεις ειδικά των νέων οδηγούν κατευθείαν σ’ αυτά.
Πέραν τούτου, η καταναλωτική κοινωνία έθρεψε υπερτροφικά το Εγώ μας, γι’ αυτό τώρα που η τροφή είναι λίγη, η αποκτηθείσα προηγουμένως σπουδαιότητα της εικόνας του εαυτού κάνει τον ναρκισσισμό μας ευάλωτο, με συνέπεια ορισμένοι να καταρρέουν με την παραμικρή κριτική. Γι’ αυτό κάθε κριτική βιώνεται ως επίθεση (Hirigoyen). Αυτός ο ναρκισσισμός είναι το ιδεώδες της ατομικιστικής κοινωνίας και είναι η αιτία ώστε κανείς να μην βλέπει τον άλλον ως υποκείμενο και να συμπάσχει όταν υποφέρει. Πως είναι δυνατόν συνεπώς τώρα να γίνει η μεγάλη μεταστροφή και να επανέλθουμε σε μορφές «αλληλεγγύης» που προτείνει τόσο ο σοσιαλιστής Γιώργος Παπανδρέου όσο και ο κεντροδεξιός Ντε Βιλπέν; Ιστορικά η πολιτική έκφραση της «αλληλεγγύης» ήταν ο φανατισμός και ο φασισμός.
Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
πράσινος πόλεμος
Εκτός από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο πόλεμος με το Ιράν έχει ήδη αρχίσει καθώς το Βερολίνο και το Λονδίνο αρνούνται να εφοδιάσουν με κηροζίνη τα αεροπλάνα των ιρανικών αερογραμμών στο πλαίσιο των κυρώσεων για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Την ίδια ώρα, η γαλλική εταιρεία πετρελαίου Total και η αμερικανική ομόλογή της Chevron χρηματοδοτούν τις φιλοδοξίες της χούντας της Βιρμανίας για να καταστεί πυρηνική δύναμη. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Και μπορεί η γαλλική Total να προβαίνει σε τέτοιου είδους ενέργειες αλλά η γαλλική εφημερίδα Le Monde το μόνο που «βλέπει» είναι η λανθάνουσα βούληση της Γερμανίας να κατακτήσει τον κόσμο, όπως εκδηλώνεται στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής! Οι προσπάθειες των περιφερειακών μεγάλων δυνάμεων να κατακτήσουν καλύτερες θέσεις στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων κλείνουν με τη ρήξη Τουρκίας-Ισραήλ. Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις λαμβάνουν χώρα στο ίδιο στρατόπεδο και έχουν σχέση με τη μεγάλη αναφορά που είναι η κορυφαία αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στους αισιόδοξους, τύπου Φουκουγιάμα, που έβλεπαν το «τέλος της ιστορίας» και τη «διαρκή ειρήνη»(Καντ) και στους απαισιόδοξους που θεωρούσαν ότι η ανθρωπότητα διάγει μία περίοδο χάους και επικείμενου πολέμου, διαμορφώνεται μια νέα κατηγορία αναλυτών σύμφωνα με τους οποίους στον κόσμο κυριαρχεί ο «ειρηνικός πόλεμος»! Εν προκειμένω, ειρήνη και πόλεμος, τα δύο αντίθετα συνυπάρχουν, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη, οι ΗΠΑ και η Κίνα, αλληλοεξαρτώνται και συγχρόνως συγκρούονται. Έτσι, ενώ η αμερικανική ανάπτυξη στηρίζεται στα τεράστια κινέζικα αποθέματα ρευστότητας και την αγορά εκ μέρους της Κίνας αμερικανικών ομολόγων, οι δύο μεγάλες δυνάμεις συγκρούονται στην Αφρική και σε όλο τον κόσμο για τον έλεγχο του πετρελαίου και των πρώτων υλών, για τον έλεγχο των θαλασσών(βλέπε και επενδύσεις στην Ελλάδα μέσω της cosco) ακόμη και για τον έλεγχο της οικολογίας ήτοι της πράσινης ενέργειας!
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές Ιουνίου το Αμερικανικό Συμβούλιο για την Καινοτομία και την Ενέργεια, μία «τράπεζα ιδέων» που ίδρυσε ο Bill Gates και ο Jeff Immelt, αφεντικό της General Electric ζήτησαν από τον πρόεδρο Ομπάμα να τριπλασιάσει τις δαπάνες για την έρευνα που έχει σχέση με την πράσινη ενέργεια για να μη βρεθούν οι ΗΠΑ πίσω από την Κίνα στον τομέα αυτό. Έχουμε συνεπώς, μία ειρηνική σύγκρουση σε όλα τα πεδία. Αλλά θα παραμείνει η αντιπαράθεση αυτή σε ειρηνικά πλαίσια; Μάλλον όχι. Ήδη οι ΗΠΑ πολεμούν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, επιχειρώντας να μειώσουν τον μείζονα ζωτικό χώρο της Κίνας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές Ιουνίου το Αμερικανικό Συμβούλιο για την Καινοτομία και την Ενέργεια, μία «τράπεζα ιδέων» που ίδρυσε ο Bill Gates και ο Jeff Immelt, αφεντικό της General Electric ζήτησαν από τον πρόεδρο Ομπάμα να τριπλασιάσει τις δαπάνες για την έρευνα που έχει σχέση με την πράσινη ενέργεια για να μη βρεθούν οι ΗΠΑ πίσω από την Κίνα στον τομέα αυτό. Έχουμε συνεπώς, μία ειρηνική σύγκρουση σε όλα τα πεδία. Αλλά θα παραμείνει η αντιπαράθεση αυτή σε ειρηνικά πλαίσια; Μάλλον όχι. Ήδη οι ΗΠΑ πολεμούν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, επιχειρώντας να μειώσουν τον μείζονα ζωτικό χώρο της Κίνας.
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
Εξανθρωπισμός χωρίς ανθρώπους
«Είμαστε στο σωστό δρόμο» δήλωσε ο πρωθυπουργός. Το ίδιο είπε και ο υπουργός επί των Οικονομικών που συμπλήρωσε ότι «πάμε καλά ακόμα κι αν κλείνουν επιχειρήσεις και γίνονται απολύσεις»! Μόνο που όταν κλείνουν οι επιχειρήσεις δεν πάνε καλά ούτε οι επιχειρηματίες ούτε οι εργαζόμενοι. Τότε ποιος πάει καλά; Το δημοσιονομικό έλλειμμα, ήτοι οι αριθμοί. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που ζουν στη χώρα αυτή μπορεί να εξαφανιστούν αλλά το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί! Κατόπιν τούτου τίθεται ένα άλλο ερώτημα προς τον κ. Γιώργο Παπανδρέου και τον υπουργό του: Πως θα οδηγηθούμε στον «εξανθρωπισμό της παγκοσμιοποίησης», αν δεν υπάρχουν άνθρωποι; Αυτό ο πρωθυπουργό το γνωρίζει. Αλλά για να σοβαρευτούμε, η λύση βρίσκεται σ’ αυτό που κατά κόρον έχουμε υποστηρίξει και το επισημαίνει, ομοίως, ο γνωστός φίλος του Έλληνα πρωθυπουργού, κ. Τζέρεμυ Ρίφκιν, ότι δηλαδή «πρέπει να βρεθεί η ευαίσθητη ομολογουμένως ισορροπία ανάμεσα στις αναγκαίες περικοπές και στην ανάπτυξη». Η ανάπτυξη, μάλιστα, στην Ελλάδα μπορεί να στηριχθεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση και για το τελευταίο. Όμως οι Έλληνες γνωρίζουν κάτι που αγνοεί ο κ. Ρίφκιν, ότι δηλαδή η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα γίνεται ανισόρροπα, ήτοι με την φοβερή καταστροφή του φυσικού και του πολιτισμικού περιβάλλοντος. Αυτή η βάρβαρη ανάπτυξη θα έχει ως συνέπεια την καταστροφή τόσο της φύσης όσο και του τουρισμού. Συνεπώς, η ελληνική ανάπτυξη ναι μεν οφείλει να λάβει υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας(ηλιοφάνεια, αέρας, θάλασσα) αλλά δεν αρκούν μόνο αυτά, χρειάζεται κι ένας ορισμένος τρόπος. Ο τρόπος που προτείνεται μέχρι τώρα σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΝΤ και σοσιαλιστή κ. Στρος Καν είναι η ανταγωνιστικότητα. Μόνο που η ανταγωνιστικότητα αν και θα μπορούσε να αφορά τις νέες τεχνολογίες, την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους κ.ά., στρέφεται αποκλειστικά και μόνο εναντίον της εργασίας. Έτσι, έχουμε μειώσεις μισθών, συντάξεων και κατάλυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Γιατί αυτή η μονοσήμαντη αντιμετώπιση της ανταγωνιστικότητας; Γιατί έτσι «δουλεύει» το καπιταλιστικό σύστημα τύπου βαμπίρ. Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, τις οποίες έχει κωδικοποιήσει ο Πωλ Κρούγκμαν εδώ και καιρό,
Ο Κρούγκμαν, λοιπόν, διακρίνει τέσσερις «κυρίαρχες αντιλήψεις» οικονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: Η πρώτη, επικράτησε την εποχή του laissez-faire, κυρίως τη δεκαετία του 1930, και αφορά την πίστη στο πολύ απλό δόγμα «ελεύθερες αγορές και ισχυρό νόμισμα». Η δεύτερη, λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του 1940 και είναι «η ενεργητική στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης και το ελεγχόμενο χρήμα». Η τρίτη, κατά τη δεκαετία του 1970, ζητούσε «μικροοικονομικές πολιτικές απελευθέρωσης της αγοράς μαζί με κεϋνσιανές μακροοικονομικές πολιτικές» (μια σύζευξη πολιτικών δηλαδή). Και τέλος, γύρω στο 1990, έχουμε την τέταρτη «κυρίαρχη αντίληψη» που δεν είναι παρά η πρώτη! Δηλαδή, «ελεύθερες αγορές και ισχυρό νόμισμα»! Και η σημερινή, όπως και κάθε προηγούμενη κυρίαρχη αντίληψη, βασίζεται περισσότερο σε μια κυκλική διαδικασία κατά την οποία άνθρωποι με κύρος ενισχύουν ο ένας το τρέχον δόγμα του άλλου, παρά σε πραγματικά βάσιμα στοιχεία.
Οι μύθοι που καταρρίπτει ο Κρούγκμαν είναι κατ’ αρχήν το παραπλανητικό κλισέ του pop διεθνισμού σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ είναι ανοιχτή οικονομία. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες» σημειώνει «δεν είναι σήμερα, και μπορεί να μη γίνουν ποτέ, τόσο ανοιχτές στο εμπόριο όσο ήταν το Ηνωμένο βασίλειο ήδη από την εποχή της Βασίλισσας Βικτωρίας». Δεύτερον, δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρανόηση από αυτή που θέλει τις χώρες να βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, όπως οι εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο τομέα. «Ο Ρικάρντο είχε πολύ ορθότερη αντίληψη ήδη από το 1817... το διεθνές εμπόριο δεν είναι θέμα ανταγωνισμού αλλά αμοιβαίας επωφελούς ανταλλαγής». Συνεπώς, όταν μια χώρα πλουτίζει αυτό δεν σημαίνει ότι φτωχαίνει κάποια άλλη (όπως στο «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος»). Τρίτον, η αύξηση της παραγωγικότητας είναι θετικό γεγονός, όχι γιατί καθιστά πιο ανταγωνιστική μια χώρα, αλλά επειδή επιτρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο και, ως εκ τούτου, βελτιώνει το επίπεδο της ζωής. Άρα, η εξαγγελία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων για αύξηση της παραγωγικότητας για να αυξηθεί και η ανταγωνιστικότητα είναι εκτός πραγματικότητας. Τέταρτον, η άποψη ότι ο διεθνής ανταγωνισμός είναι μια πάλη για την κατάκτηση των τομέων «υψηλής αξίας» είναι εντελώς ηλίθια. Μία χώρα οφείλει να διευκολύνει τις δραστηριότητες στις οποίες οι κάτοικοί της είναι οι πιο προικισμένοι (εκεί όπου έχει δηλαδή συγκριτικό πλεονέκτημα). Συνεπώς, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στον τουρισμό και τον πολιτισμό. Το επιχείρημα ότι μπορεί κανείς να επενδύει σε περισσότερους τομείς είναι λανθασμένος, γιατί μία κυβέρνηση δεν μπορεί να ενισχύει έναν οικονομικό κλάδο ειμή μόνο σε βάρος των άλλων. Πέμπτον, το πρόβλημα της απασχόλησης είναι ένα μακροοικονομικό ζήτημα και οι μικροοικονομικές πολιτικές, όπως τα διάφορα «πακέτα», έχουν μικρή επίπτωση στο τελικό αποτέλεσμα. Και έκτο, η ανάπτυξη μπορεί να είναι είτε εκτατική είτε εντατική.
Βέβαια, όσα προτείνει ο Κρούγκμαν εξαρτώνται και από το διεθνές περιβάλλον και είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ και οι άλλες ισχυρές χώρες της παγκοσμιοποίησης, όπως η Γερμανία, ενώ διακηρύσσουν την ελεύθερη αγορά για τους άλλους, σε ό,τι αφορά τις ίδιες ακολουθούν μία πολιτική κεκαλυμμένου προστατευτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε βάρος της Ελλάδας, που υποτίθεται ότι είναι χώρα-εταίρος στην ΕΕ, είναι τεράστιο και είναι ένα είδος «ληστείας», την οποία οι Γερμανοί δεν αναγνωρίζουν, όπως δεν αναγνωρίζουν και τις πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλουν στη χώρα μας.
Ο Κρούγκμαν, λοιπόν, διακρίνει τέσσερις «κυρίαρχες αντιλήψεις» οικονομικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: Η πρώτη, επικράτησε την εποχή του laissez-faire, κυρίως τη δεκαετία του 1930, και αφορά την πίστη στο πολύ απλό δόγμα «ελεύθερες αγορές και ισχυρό νόμισμα». Η δεύτερη, λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του 1940 και είναι «η ενεργητική στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης και το ελεγχόμενο χρήμα». Η τρίτη, κατά τη δεκαετία του 1970, ζητούσε «μικροοικονομικές πολιτικές απελευθέρωσης της αγοράς μαζί με κεϋνσιανές μακροοικονομικές πολιτικές» (μια σύζευξη πολιτικών δηλαδή). Και τέλος, γύρω στο 1990, έχουμε την τέταρτη «κυρίαρχη αντίληψη» που δεν είναι παρά η πρώτη! Δηλαδή, «ελεύθερες αγορές και ισχυρό νόμισμα»! Και η σημερινή, όπως και κάθε προηγούμενη κυρίαρχη αντίληψη, βασίζεται περισσότερο σε μια κυκλική διαδικασία κατά την οποία άνθρωποι με κύρος ενισχύουν ο ένας το τρέχον δόγμα του άλλου, παρά σε πραγματικά βάσιμα στοιχεία.
Οι μύθοι που καταρρίπτει ο Κρούγκμαν είναι κατ’ αρχήν το παραπλανητικό κλισέ του pop διεθνισμού σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ είναι ανοιχτή οικονομία. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες» σημειώνει «δεν είναι σήμερα, και μπορεί να μη γίνουν ποτέ, τόσο ανοιχτές στο εμπόριο όσο ήταν το Ηνωμένο βασίλειο ήδη από την εποχή της Βασίλισσας Βικτωρίας». Δεύτερον, δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρανόηση από αυτή που θέλει τις χώρες να βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, όπως οι εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο τομέα. «Ο Ρικάρντο είχε πολύ ορθότερη αντίληψη ήδη από το 1817... το διεθνές εμπόριο δεν είναι θέμα ανταγωνισμού αλλά αμοιβαίας επωφελούς ανταλλαγής». Συνεπώς, όταν μια χώρα πλουτίζει αυτό δεν σημαίνει ότι φτωχαίνει κάποια άλλη (όπως στο «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος»). Τρίτον, η αύξηση της παραγωγικότητας είναι θετικό γεγονός, όχι γιατί καθιστά πιο ανταγωνιστική μια χώρα, αλλά επειδή επιτρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο και, ως εκ τούτου, βελτιώνει το επίπεδο της ζωής. Άρα, η εξαγγελία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων για αύξηση της παραγωγικότητας για να αυξηθεί και η ανταγωνιστικότητα είναι εκτός πραγματικότητας. Τέταρτον, η άποψη ότι ο διεθνής ανταγωνισμός είναι μια πάλη για την κατάκτηση των τομέων «υψηλής αξίας» είναι εντελώς ηλίθια. Μία χώρα οφείλει να διευκολύνει τις δραστηριότητες στις οποίες οι κάτοικοί της είναι οι πιο προικισμένοι (εκεί όπου έχει δηλαδή συγκριτικό πλεονέκτημα). Συνεπώς, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει στον τουρισμό και τον πολιτισμό. Το επιχείρημα ότι μπορεί κανείς να επενδύει σε περισσότερους τομείς είναι λανθασμένος, γιατί μία κυβέρνηση δεν μπορεί να ενισχύει έναν οικονομικό κλάδο ειμή μόνο σε βάρος των άλλων. Πέμπτον, το πρόβλημα της απασχόλησης είναι ένα μακροοικονομικό ζήτημα και οι μικροοικονομικές πολιτικές, όπως τα διάφορα «πακέτα», έχουν μικρή επίπτωση στο τελικό αποτέλεσμα. Και έκτο, η ανάπτυξη μπορεί να είναι είτε εκτατική είτε εντατική.
Βέβαια, όσα προτείνει ο Κρούγκμαν εξαρτώνται και από το διεθνές περιβάλλον και είναι γνωστό ότι οι ΗΠΑ και οι άλλες ισχυρές χώρες της παγκοσμιοποίησης, όπως η Γερμανία, ενώ διακηρύσσουν την ελεύθερη αγορά για τους άλλους, σε ό,τι αφορά τις ίδιες ακολουθούν μία πολιτική κεκαλυμμένου προστατευτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε βάρος της Ελλάδας, που υποτίθεται ότι είναι χώρα-εταίρος στην ΕΕ, είναι τεράστιο και είναι ένα είδος «ληστείας», την οποία οι Γερμανοί δεν αναγνωρίζουν, όπως δεν αναγνωρίζουν και τις πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλουν στη χώρα μας.
Κυριακή 4 Ιουλίου 2010
Αμυντική δημοκρατία
Η σφοδρή αντιπαράθεση με εμφυλιοπολεμικούς όρους μεταξύ των βουλευτών του ΛΑ.Ο.Σ. και του ΚΚΕ στη Βουλή επαναφέρει το θέμα των ορίων ανοχής ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Πως ορίζει, λοιπόν, την ανεκτικότητα η δημοκρατία μας; Όπως όλες οι δυτικές δημοκρατίες, με όρους πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, η ανεκτικότητα ενέχει μια πατερναλιστική συνδήλωση, καθώς ο πολιτισμός της «πλειοψηφίας» είναι πρόθυμος να ανεχθεί την παρεκκλίνουσα πρακτική της μειοψηφίας. Άλλως πως, η πλειοψηφία κάνει χάρη -με την «έννοια της παροχής αδείας»- στη μειοψηφία υπό τον όρο ότι η μειονότητα δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο «όριο ανοχής». Αλλά ποιος ή ποια «αυθεντία» θέτει τα όρια της ανεκτικότητας, αυτού που πρέπει να αποδεχθούμε και αυτού που δεν πρέπει και στα οποία οφείλουν να υπακούουν τα κόμματα του κοινοβουλίου; Η ερωτηματοθεσία αφ’ εαυτής φανερώνει ότι η ανεκτικότητα (εφ’ όσον εφαρμόζεται εντός ενός ορίου) εμπεριέχει και τη μη ανεκτικότητα. Σήμερα, σύμφωνα με τον Χάμπερμας, βρίσκουμε το παράδοξο στην αντίληψη της «αμυντικής δημοκρατίας», όπου οι δημοκρατικές ελευθερίες του πολίτη περιορίζονται από την πρακτική των εχθρών της δημοκρατίας, όπως είναι οι τρομοκράτες. Γι’ αυτό προτείνεται να μην δίδεται καμία ελευθερία προς αυτούς που είναι εχθροί της ελευθερίας. Υπ’ αυτή την οπτική ο ΛΑ.Ο.Σ. αντιμετώπισε τα μέλη του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ δίκην τρομοκρατών. Έτσι, όμως, έχουμε την παντελή αποδόμηση της έννοιας της ανεκτικότητας που οδηγεί σε παγίδα, καθώς σε μία δημοκρατία «κανείς δεν έχει το προνόμιο να χαράζει τα όρια της ανεκτικότητας μόνο από την οπτική γωνία των εκάστοτε δικών του αξιολογικών τοποθετήσεων»(Χάμπερμας). Σε κάθε περίπτωση, τα όρια ανοχής καθορίζονται με βάση τους κοινούς αξιολογικούς προσανατολισμούς που βρίσκουν την έκφρασή τους στο Σύνταγμα. Αλλά τι σημαίνει κοινοί προσανατολισμοί, αν όχι οι προσανατολισμοί της πλειοψηφίας ή του κυρίαρχου πολιτισμού; Αυτό δεν το αγγίζει ο Χάμπερμας αρκούμενος στην «ιδιάζουσα ανακλαστικότητα» του Συντάγματος. Όμως, τα όρια ακόμη και μία ορισμένη οριακή υπέρβασή τους («ειρηνική ανυπακοή») καθορίζονται από το Σύνταγμα με ό,τι αυτό σημαίνει (δηλαδή την αποτύπωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων). Σ’ αυτή την κατεύθυνση το Σύνταγμα ανέχεται ακόμη και τους αντιπάλους της δημοκρατίας (όπως τους βλέπει η πλειοψηφία), οι οποίοι αύριο θα μπορούσαν να αποδειχθούν πραγματικοί φίλοι της. Γιατί η «ανοιχτή κοινότητα» δεν υπόσχεται λέει ο Γερμανός φιλόσοφος μόνο «αλληλεγγύη και μη διακριτική συμπερίληψη, σημαίνει συγχρόνως το ίδιο δικαίωμα του καθενός για ατομικότητα και διαφορετικότητα». Αλλά αυτό είναι ένα θεωρητικό σχήμα. Το Σύνταγμα, έτσι όπως είναι όλα τα συντάγματα σήμερα, δεν μπορεί να είναι τόσο «ανοιχτό». Παρόλα αυτά ο συνταγματικός νομοθέτης παραμένει η αυθεντία που ορίζει την ανοχή και τα δημοκρατικά όριά της. Συνεπώς, οι χαρακτηρισμοί που διατυπώθηκαν στη Βουλή είναι εκτός του πνεύματος ανοχής ακόμη και του ισχύοντος Συντάγματος.
Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010
Ξύπνημα μνήμης
Η συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το Ασφαλιστικό ισχνή. Οι μετέχοντες λίγο πολύ γνωστοί, πολιτικοί και συνδικαλιστές, μόνοι, σαν ένα μοναχικό πλήθος ηγητόρων, σαν στρατηγοί χωρίς στρατό. Κι ο παιδικός φίλος να επιμένει: «Γράψε να ανοιχτούν και οι λογαριασμοί των συνδικαλιστών των ΔΕΚΟ επί Μαντέλη». Πλούτισαν οι συνδικαλιστές, εξωνίστηκαν, έγιναν επιχειρηματίες και εργολάβοι μισθωτής εργασίας, δουλέμποροι, σαν αυτούς που επιχείρησαν να κάψουν την Κούνεβα, απέκτησαν συμβολικό και χρηματικό κεφάλαιο, έγιναν πολιτικοί, εκπρόσωποι των συμφερόντων των εργοδοτών, γι’ αυτό τώρα κυκλοφορούν με σωματοφύλακες. Οι συνδικαλιστές δεν φοβούνται πια τους εργοδότες αλλά τους εργαζόμενους, αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Και μαζί με τους συνδικαλιστές και οι πολιτικοί, όπως εκείνος των Οικονομικών που επιχειρούσε χθες δια της τηλοψίας να στρέψει τους πολίτες εναντίον των εργαζομένων της ΕΘΕΛ, εναντίον των υψηλόμισθων, των «ρετιρέ», θέτοντας σε λειτουργία τον περίφημο «κοινωνικό αυτοματισμό» και μιλώντας στο όνομα του Μνημονίου και της ξένης επιτήρησης για κανόνες δικαίου υπέρ των ισχυρών! Κανονικά, όμως, το δίκαιο θεσπίζεται για να περιορίζει τον δυνατό από τις υπερβολές και την κατάχρηση δύναμης, προστατεύοντας έτσι τον αδύνατο. Αλλά σήμερα ο αδύνατος μένει απροστάτευτος στο όνομα της σωτηρίας της πατρίδας, ενώ συγχρόνως ενοχοποιείται μέσω ενός τεράστιου μηχανισμού υποβολής της ενοχής. Αυτή η ενστάλαξη της ενοχής στη συνείδηση του θύματος ότι δήθεν ευθύνεται κι αυτό για την οικονομική κρίση, στην καθ’ ημάς Ανατολή εσωτερικεύεται και γίνεται παθητική, ακόμα και αυτοχειριαστική, ενώ στη Δύση εξωτερικεύεται και γίνεται φονική. Έτσι, εδώ έχουμε το θύμα που συναινεί στα μαρτύρια που του επιβάλλουν οι μαρκήσιοι Ντε Σαντ. Αλλά όχι για πάντα. Αυτοί που επιμένουν στις δήθεν απεριόριστες δυνατότητες χειραγώγησης των συνειδήσεων από τα μίντια και δη την τηλοψία έρχεται η στιγμή που διαψεύδονται. Γιατί όλα έχουν ένα όριο, το ίδιο και η απελπισία. Η τελευταία δεν έχει ακόμη δηλώσει παρούσα στην Ελλάδα. Και πολύ φοβόμαστε πως όταν αυτό συμβεί, όταν οι απελπισμένοι βγουν στο δρόμο θα είναι ανεξέλεγκτοι, στρεφόμενοι κατά πάντων, χειρότερα και από τον Δεκέμβρη του 2008. Ας μην υπερτιμούν συνεπώς τις δυνάμεις τους οι επικυρίαρχοι. Πολύ περισσότερο που ένας ξεσηκωμός σε μια χώρα μπορεί να λειτουργήσει με τη μορφή του ντόμινο και στις άλλες καθώς θα έχουν ξυπνήσει οι εν υπνώσει μνήμες της αξιοπρέπειας και του ανθρωπίνως ζην.
Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010
Περί διαφάνειας
«Κοινός παρονομαστής σε ό,τι κάνουμε είναι η διαφάνεια παντού». Λόγια του πρωθυπουργού Γιώργου Α. Παπανδρέου από το βήμα της Βουλής, λίγες μέρες μετά το σκάνδαλο του πολεμικού μουσείου, όπου πέραν των άλλων καταδείχθηκε ότι το πελατειακό σύστημα ζει και βασιλεύει. Γιατί η «Διαύγεια παντού» δεν είναι τόσο θέμα νομοθέτησης όσο της κουλτούρας του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, του πολιτικού και του κοινωνικού συστήματος, των ίδιων των πολιτών. Όμως, το πελατειακό σύστημα εξακολουθεί να ενδημεί παντού. Το βλέπεις στις προσλήψεις, στις μεταθέσεις, στις επιχειρηματικές ενισχύσεις.
Και αν ο Χαρίλαος Τρικούπης επισήμαινε στην πολιτική διαθήκη του (1896) ότι η μεγάλη παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι το ρουσφέτι -«Είναι απολύτως πλέον αδύνατον να διοικηθώμεν υπό το κράτος του ρουσφετιού»-, στις αρχές του 21ο η Ελλάδα εξακολουθεί να διοικείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μάλιστα, το πελατειακό σύστημα και η διαφθορά νομιμοποιήθηκαν μέσω της «κοινωνίας του ρίσκου», που εισήγαγαν οι εκσυγχρονιστές του κ. Σημίτη. Έκτοτε, ο διεφθαρμένος πολιτικός, ο παράνομος επιχειρηματίας αλλά και ο «βυσματούχος» πολίτης δεν είναι παρά οι «έξυπνοι» που αναλαμβάνουν «κινδύνους». Αυτή η αντίληψη εξάλειψε τα ιδεολογικά όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, μεταξύ ηθικότητας και ανηθικότητας. Έτσι, όλα επιτράπηκαν καθώς βυθίστηκαν στον απόλυτο σχετικισμό. Κι αυτό έχει πλέον εγγραφεί στον πολιτιστικό και ηθικό κώδικα του νεοέλληνα. Γι’ αυτό η περίφημη κοινωνία των πολιτών όταν ακούει για σκάνδαλα, για χρηματισμούς πολιτικών, για «οφ σορ» εταιρείες, για εκβιασμούς και δωροδοκίες δεν αγανακτεί, δεν εξεγείρεται παρά μόνο όσο διαρκεί το θέαμα. Αντιθέτως, η πλειοψηφία όχι απλώς αποδέχεται αλλά και ταυτίζεται με τους «διεφθαρμένους», τους οποίους εκλαμβάνει ως έξυπνους και δυνατούς. Γι’ αυτό τόσο το «μαύρο πολιτικό χρήμα»(με αντάλλαγμα δουλειές), δηλαδή οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τους «πάνω» όσο και οι πελατειακές σχέσεις με τους «κάτω»(θέση στο δημόσιο), παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις εξάλειψή τους παραμένουν ένας βασικός συστατικός παρα-θεσμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σχέση πολιτικής και παρα-πολιτικής κατέστη ίδια με τη σχέση μεταξύ της οικονομίας και της παρα-οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε πολιτικός, οικονομικός ή κοινωνικός θεσμός, κάθε νόμος διαθέτει τουλάχιστον ένα εκβλάστωμα, ένα πανωσήκωμα, ένα τουλάχιστον παράθυρο παρανομίας, έναν παραθεσμικό τρόπο λειτουργίας. Αλλά σε μία κοινωνία γενικευμένης διαφθοράς όπου οι κανόνες υπάρχουν για να αθετούνται, νικητής είναι πάντα ο ισχυρότερος. Μόνο που αυτό οι «κάτω» δεν το βλέπουν! Αντιλαμβάνονται μόνο την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη ως την ίση συμμετοχή στη… διαφθορά. Γι’ αυτό η σύνδεση του πολιτικού δικαιώματος της ψήφου με ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας με αντάλλαγμα την πρόσβαση στο ρουσφέτι καθίσταται όρος ισορροπίας και συνοχής της κοινωνίας. Έτσι, μόνο ως γραφικοί μπορούν να θεωρηθούν οι λόγοι του κ. Παπανδρέου ακόμη εντός του ΠΑΣΟΚ. Όσο για τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αυτά χαρακτηρίζουν τους λόγους αυτούς ως «επικοινωνιακά τεχνάσματα». Και εκ του αποτελέσματος έχουν δίκιο. Όμως το σημερινό πρόβλημα είναι πως η διαφθορά (ή το ρίσκο) ως κίνητρο και κινητοποιός παράγοντας του νεοφιλελευθερισμού, έφθασε στα όριά του, αφού κανιβάλισε άγρια τόσο πάνω στους ανθρώπους όσο και πάνω στη φύση. Γι’ αυτό αναζητείται νέος τόπος και τρόπος ισορροπίας και η επανεύρεση των παλαιών δημοκρατικών αρχών και θεσμών.
Και αν ο Χαρίλαος Τρικούπης επισήμαινε στην πολιτική διαθήκη του (1896) ότι η μεγάλη παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι το ρουσφέτι -«Είναι απολύτως πλέον αδύνατον να διοικηθώμεν υπό το κράτος του ρουσφετιού»-, στις αρχές του 21ο η Ελλάδα εξακολουθεί να διοικείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μάλιστα, το πελατειακό σύστημα και η διαφθορά νομιμοποιήθηκαν μέσω της «κοινωνίας του ρίσκου», που εισήγαγαν οι εκσυγχρονιστές του κ. Σημίτη. Έκτοτε, ο διεφθαρμένος πολιτικός, ο παράνομος επιχειρηματίας αλλά και ο «βυσματούχος» πολίτης δεν είναι παρά οι «έξυπνοι» που αναλαμβάνουν «κινδύνους». Αυτή η αντίληψη εξάλειψε τα ιδεολογικά όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, μεταξύ ηθικότητας και ανηθικότητας. Έτσι, όλα επιτράπηκαν καθώς βυθίστηκαν στον απόλυτο σχετικισμό. Κι αυτό έχει πλέον εγγραφεί στον πολιτιστικό και ηθικό κώδικα του νεοέλληνα. Γι’ αυτό η περίφημη κοινωνία των πολιτών όταν ακούει για σκάνδαλα, για χρηματισμούς πολιτικών, για «οφ σορ» εταιρείες, για εκβιασμούς και δωροδοκίες δεν αγανακτεί, δεν εξεγείρεται παρά μόνο όσο διαρκεί το θέαμα. Αντιθέτως, η πλειοψηφία όχι απλώς αποδέχεται αλλά και ταυτίζεται με τους «διεφθαρμένους», τους οποίους εκλαμβάνει ως έξυπνους και δυνατούς. Γι’ αυτό τόσο το «μαύρο πολιτικό χρήμα»(με αντάλλαγμα δουλειές), δηλαδή οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων με τους «πάνω» όσο και οι πελατειακές σχέσεις με τους «κάτω»(θέση στο δημόσιο), παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις εξάλειψή τους παραμένουν ένας βασικός συστατικός παρα-θεσμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σχέση πολιτικής και παρα-πολιτικής κατέστη ίδια με τη σχέση μεταξύ της οικονομίας και της παρα-οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε πολιτικός, οικονομικός ή κοινωνικός θεσμός, κάθε νόμος διαθέτει τουλάχιστον ένα εκβλάστωμα, ένα πανωσήκωμα, ένα τουλάχιστον παράθυρο παρανομίας, έναν παραθεσμικό τρόπο λειτουργίας. Αλλά σε μία κοινωνία γενικευμένης διαφθοράς όπου οι κανόνες υπάρχουν για να αθετούνται, νικητής είναι πάντα ο ισχυρότερος. Μόνο που αυτό οι «κάτω» δεν το βλέπουν! Αντιλαμβάνονται μόνο την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη ως την ίση συμμετοχή στη… διαφθορά. Γι’ αυτό η σύνδεση του πολιτικού δικαιώματος της ψήφου με ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας με αντάλλαγμα την πρόσβαση στο ρουσφέτι καθίσταται όρος ισορροπίας και συνοχής της κοινωνίας. Έτσι, μόνο ως γραφικοί μπορούν να θεωρηθούν οι λόγοι του κ. Παπανδρέου ακόμη εντός του ΠΑΣΟΚ. Όσο για τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αυτά χαρακτηρίζουν τους λόγους αυτούς ως «επικοινωνιακά τεχνάσματα». Και εκ του αποτελέσματος έχουν δίκιο. Όμως το σημερινό πρόβλημα είναι πως η διαφθορά (ή το ρίσκο) ως κίνητρο και κινητοποιός παράγοντας του νεοφιλελευθερισμού, έφθασε στα όριά του, αφού κανιβάλισε άγρια τόσο πάνω στους ανθρώπους όσο και πάνω στη φύση. Γι’ αυτό αναζητείται νέος τόπος και τρόπος ισορροπίας και η επανεύρεση των παλαιών δημοκρατικών αρχών και θεσμών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ο ΤΡΑΜΠ, ο ΜΑΣΚ, το διαδίκτυο και ο "νέος φασισμός"
«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπ...
-
Τώρα το τίποτα. Πριν ν’ ανθίσει η ομορφιά. Προτού η αθωότητα προλάβει να αμαρτήσει, πριν να μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια του έρωτα χάθηκε σ...
-
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ δήλωσε, χθες, ότι δεν αποκλείει ένα μελλοντικό «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους. Γιατί τότε δεν...
-
Δεν θα μιλήσουμε σήμερα, τελευταία ημέρα του 2012, ούτε για τη λίστα Λαγκάρντ, ούτε για το «σωματίδιο του θεού»(ή αλλιώς το μποζόνιο του Χιγ...