Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Προκρούστεια λογική

Οι αντιθέσεις «άγιου/αγιογδύτη» δημοσιογράφου ή της παραδοσιακής και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας, της ανεύθυνης και ανώνυμης μορφής δημοσιογραφίας και της επώνυμης και υπεύθυνης, του «αστυνομικού» τύπου και του αναλυτικού-συνθετικού τρόπου του δημοσιογραφείν, μία μία και όλες μαζί οι αντιθέσεις αυτές παρέλκουν μπροστά στο βάρος της αξίας μιας ανθρώπινης ζωής, που αφαιρέθηκε βίαια. Γι’ αυτό όσοι επιχειρούν να ανακαλύψουν αιτίες της δολοφονίας του Σ. Γκιόλια στον τρόπο που δημοσιογράφησε κάνουν μέγα λάθος. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί επί ίσοις όροις ο γραπτός ή προφορικός λόγος, ακόμα κι αν είναι συκοφαντικός και λαϊκίστικος, με τον «λόγο» του αίματος. Ομοίως, εκείνοι που μέμφονται την «αγιοποίηση» του νεκρού, φοβούμενοι την «αγιοποίηση» μέσω αυτού της «δημοσιογραφίας» των μπλογκς, κάνουν λάθος. Τα μπλογκς δεν έχουν καμία σχέση με τη σχολή δημοσιογραφίας των «κρυφών καμερών» και του ξεσκίσματος διαταραγμένων ή μη ανθρώπων. Η δημοσιογραφία αυτή αναπτύχθηκε στην κίτρινη τηλοψία και εξακολουθεί να ασκείται στα «μεσημεριανάδικα». Αντίθετα, στο διαδίκτυο αυτή τη στιγμή φύονται όλα τα λουλούδια. Τα κείμενα και ο διάλογος που αναπτύσσεται εκεί είναι εκπληκτικός. Όμως υπάρχουν και χυδαία ιστολόγια, τα οποία ωστόσο λιγοστεύουν όλο και περισσότερο. Αλλά, όπως είπαμε, η συζήτηση για την έντυπη(παραδοσιακή) και ηλεκτρονική δημοσιογραφία δεν είναι της ώρας. Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, και εδώ θα υπάρξει μια σύνθεση, μία συνύπαρξη των δύο ειδών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ιστολόγια ανήκουν σε δημοσιογράφους, κυρίως νέους. Γιατί συμβαίνει ότι ακριβώς και με τον προφορικό, το γραπτό πολιτισμό και τον πολιτισμό της εικόνας. Πολλοί αρχικά είχαν μιλήσει για την εξαφάνιση των δύο πρώτων. Τελικά, όμως, είχαμε τη συνύπαρξη και των τριών πολιτισμών.

Αλλά σήμερα το πρόβλημα είναι η τρομοκρατία και όχι η δημοσιογραφία. Εκτός και αν οι τρομοκράτες είναι και «δημοσιογράφοι» και μάλιστα της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Όμως, μοιάζουν τόσο ανορθόγραφοι και τόσο αμόρφωτοι ώστε να μην έχουν άλλο τρόπο να επιβληθούν πάρεξ των σφαιρών. Η άναρθρη αυτή βία τους, που σκέφτεται μόνο με σφυριές και σφαίρες, έχει εγκλωβιστεί στο δόκανο της μόδας και του στυλ, αδυνατώντας να αποδυθεί σε εμβαθύνσεις για τα αίτια της κρίσης (οικονομικής και πολιτισμικής) και να ενδυθεί έναν επεξεργασμένο πολιτικό λόγο με στόχους και πρόγραμμα. Τα κείμενά τους είναι μνημεία κυνισμού και ρηχότητας. Με άλλα λόγια, το τέρμα στα λόγια οφείλεται στο ότι έχουν φτωχό λεξιλόγιο. Έχουν νομιμοποιήσει συνεπώς την απαιδευσιά τους μέσω της δήθεν επαναστατικής και οπωσδήποτε μαφιόζικης πράξης(προκρούστεια λογική). Η σκέψη τους τροχοδρομείται εύκολα στις «γραμμές» μιας παρωχημένης αριστεράς ή, ακόμη χειρότερα, υιοθετώντας ένα αφηρημένο «ταξικό μίσος», αφομοιώνεται από το ισχύον status quo και το κανονιστικό του πλαίσιο, εξωθούμενη τελικά σ’ έναν «βίαιο λόγο», που ταυτίζεται με το απολιτικό, κοινό έγκλημα. Προς επίρρωση τούτου, οι πάντες θεωρούν ότι η «Σέχτα επαναστατών» ταυτίζεται με πληρωμένους δολοφόνους από κάποιον επιχειρηματία. Η σύγχυση των τρομοκρατών μεταφέρεται. Μάλιστα, ακόμα κι ένας δημοσιογράφος της «μαύρης εργασίας» μπορεί να αποτελέσει στόχο, καθώς σύμφωνα με το συγκεχυμένο «λόγο» τους, ο αποκλεισμένος, ο απόκληρος είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Ακριβώς όπως «Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα»(Ζενέ). Εδώ εδράζεται η κουλτούρα του μίσους των αποκλεισμένων που θα θεωρητικοποιηθεί από τη «λόγια αριστερά» της Ευρώπης. Από εδώ απορρέει η αποθέωση του «κακού», που δεν είναι παρά η κόλαση των απόκληρων όπως την έχει οριοθετήσει η αστική ηθική, το αστικό, κυρίαρχο, κανονιστικό «καλό». Σ’ αυτή τη λογική, το «κακό» θα γίνει η ηθική των μειοψηφιών, ενώ η οργάνωση της «πειθαρχικής κοινωνίας» ως αποτέλεσμα του Διαφωτισμού θα συγκεντρώσει τα πυρά της κριτικής. Αλλά το μίσος των απόκληρων για τους αστούς, αυτό που αργότερα θα χαρακτηριστεί «ταξικό μίσος» υπάρχει ήδη στον πυρήνα του φασισμού. Γι’ αυτό η μαρξιστική αριστερά θα κρατήσει το οργανωμένο «ταξικό μίσος», απορρίπτοντας τη λόγια εκδοχή του και τους λαϊκούς φορείς του, χαρακτηρίζοντάς τους «λούμπεν». Απέναντι στις δύο αυτές εκδοχές βρίσκεται η θέση του Καμύ που αντιτάσσεται στην τρομοκρατία και το φετιχισμό της βίας είτε της αριστοκρατικής, ακαδημαϊκής αριστεράς, είτε της μαρξιστικής, στρεφόμενος εναντίον της καζουιστικής του αίματος και δηλώνοντας «ούτε θύτες ούτε θύματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γυναικοκτονία: Η ιστορία του όρου

  [   ARTI news   /   Κόσμος   / 15.12.24 ] Στα άρθρα που αφιερώθηκαν για τη δολοφονία της ηθοποιού Marie Trintignant την 1η Αυγούστου 2003 ...