Με συστήνουν. ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ. Φρικώδης απελπισία καθρεφτίζεται στο βλέμμα του άλλου. Στα μάτια του δεν έχω απολυθεί μόνο απ’ την εργασία μου, αλλά απ’ την ίδια τη ζωή. Με κοιτά με τρόμο, όπως κοιτούν έναν απέθαντο, έναν που ζει καθ’ υπερβολή και υπερωρία. Φτύνει κρυφά στον κόρφο του, με δαιμονοποιεί, με ξορκίζει και με εξορίζει στη σφαίρα του αόρατου, σ’ εκείνη τη μαύρη τρύπα όπου στοιβάζεται το καταραμένο απόθεμα της κοινωνίας, αυτό που είμαστε και το οποίο προσπαθούμε να αποφύγουμε, κλείνοντας σαν πίθηκοι τα μάτια. Διακρίνω το άγχος στο βλέμμα του. ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ, ένα αγχογόνο αντικείμενο, ούτε καν υποκείμενο, η μορφοποίηση του ακραίου σημερινού κακού, του απευκταίου, η εικόνα της εν ζωή κόλασης. Κανείς δεν βλέπει το πρόσωπό του στο πρόσωπό μου, έτσι καθώς είμαι πλέον απομειωμένος, απαξιωμένος, ταπεινωμένος.
Σκέφτομαι ότι υπό ορισμένες συνθήκες η έλλειψη του βλέμματος των άλλων και το σοκ της ξαφνικής μετάβασης από το φως της αναγνώρισης στο σκοτάδι της μη ορατότητας μπορεί να προκαλέσει διάταση ψυχής και ενδόρηξη. Ότι τη χαριστική βολή τη δίνουν οι όμοιοι. Ότι τόσο οι κουλάκοι του Τολστόι όσο και οι σημερινοί εργαζόμενοι σκέφτονται όπως τα αφεντικά. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι που νομιμοποιεί και διατηρεί το απάνθρωπο οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς του καπιταλισμού των κανιβάλων. Βρίσκουν, λοιπόν, και κάνουν. Γιατί κάποτε ο εργαζόμενος και πολύ περισσότερο ο άνεργος έβρισκε το απ-αλλοτριωμένο πρόσωπό του στα μάτια των ομοίων του, στους συντρόφους του στο συνδικάτο. Σήμερα, τα συνδικάτα ως ζωντανοί θεσμοί καθημερινής, αγωνιστικής διεκδίκησης και αναπαραγωγής της χαμένης ψυχής των εργαζομένων(απολυμένων και μη), δεν υπάρχουν. Έχουν καταστεί είτε σωματεία-σφραγίδες, τα οποία κατέχουν εξωνημένοι συνδικαλιστές-κομματάρχες είτε ιμάντες μεταβίβασης κομματικών και κυβερνητικών γραμμών. Τα εργατικά συνδικάτα δεν ανήκουν στους εργαζόμενους εδώ και πολύ καιρό. Γι’ αυτό πρέπει να ανακαταληφθούν με την προοπτική της διαρκούς κινητοποίησης και της ιδεολογικής και ψυχολογικής ανάταξης των «κάτω»…
Με συστήνουν: Απολυμένος. «ΑΓΩΝΙΖΕΣΘΕ;» με ρωτάει, σφίγγοντάς μου ζεστά το χέρι, εκείνη. Αίφνης, το κάταγμα της ψυχής μου ανατάσσεται και ξαναβρίσκω τη φωνή μου…
Ναι, ο άνθρωπος ματώνει, αλλά από τις οδύνες του μπορεί να αναδυθεί ένας νέος κόσμος, «αναπαρθενεμένος», όπως λέει ο ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου