Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Οι στρατιές των εσταυρωμένων και ο δημοκρατικός ελιτισμός (άρθρο στην Ελευθεροτυπία)

Κανείς δεν αναφέρεται στους 200.000 νέους Ελληνες, στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, μπορεί και πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα, η χώρα τους, δεν τους αναγνωρίζει. Ξένοι εδώ, ξένοι και στην πατρίδα των γονιών τους. Ανέστιοι, απάτριδες, ζωές χωρίς ύπαρξη στο φως, αόρατοι. Και από την άλλη, οι αδιαφανείς, τα υπερ-εγώ, οι κύριοι όλος ο κόσμος, οι κανίβαλοι του φωτός και του χρόνου, οι μανιακοί του χώρου και του χρήματος, οι ληστοβαρόνοι, οι πολιτικοί της «μαύρης πολιτικής» και μαζί τους οι πωλητές της ελπίδας, συσκευασμένης σε λέξεις συμπάθειας, αλληλεγγύης μόνο για... Ελληνες και χριστιανούς, καθώς και ο «δημοκρατικός ελιτισμός» μιας ορισμένης αριστοκρατικής κεντροαριστεράς που εκβάλλει σε ποτάμια και ελαιώνες! Μιλώ για την αυτοπροσδιοριζόμενη ως αριστερά που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις επιλογές που αφορούν τη ζωή τους. Και τούτο γιατί θεωρεί ότι ο λαός ως πολιτικό σώμα είναι «ανώριμος» ή «απείθαρχος»! Γι' αυτό δηλώνει πως τα δημοψηφίσματα είναι λάθος, πως το πλήθος πρέπει να αντικαθίσταται από έναν «φωτισμένο ηγέτη»! Αυτός ο πολιτικός λόγος ανήκει στην παράδοση της ευρωπαϊκής αριστοκρατικής αριστεράς και εκλαμβάνει τον αποκλεισμένο, τον απόκληρο, τον άνεργο, το φτωχό, το μετανάστη, το νέο χωρίς χαρτιά ως θύμα αλλά συγχρόνως και ως θύτη. Ακριβώς όπως «Οι νταβάδες στο Μετρέ είναι θεότητες του κακού και απόλυτα θύματα» (Ζενέ). Γι' αυτό ένας που έζησε στο Παρίσι θα μπορούσε να πει «Μαζί τα φάγαμε». Μόνο ένας που έζησε χωρίς ποτέ να δουλέψει, ή που δεν βίωσε ποτέ την ανεργία και την ανέχεια μπορεί να χαρακτηρίσει την αγανάκτηση των απόκληρων ως... φασισμό. Σε κάθε περίπτωση, η τυφλή βία δεν δικαιολογείται. Αλλά η απάντηση στο μαρτύριο του αποκλεισμού δεν είναι ούτε τα μοιρολόγια ούτε οι παραμυθίες, αλλά ένας νέος λόγος που οργανώνει την οργή και εκφράζει την ελπίδα. Για να συμβεί αυτό απαιτείται να ξαναζωντανέψουν οι δημόσιοι χώροι και ο πολιτικός διάλογος. Παρ' όλ' αυτά πρέπει να αποδεχτούμε και εκείνη τη «θεϊκή βία» (Μπένγιαμιν) -χωρίς, όμως, τη σκοταδιστική μυθοποίησή της- όσων βρίσκονται έξω από το δομημένο κοινωνικό πεδίο, των απόκληρων, οι οποίοι απαιτούν μια άμεση δικαιοσύνη. Στο αμιγώς πολιτικό πεδίο, όμως, η έκφραση των στρατιών των αόρατων δεν έχει ακόμη αρθρωθεί πειστικά, γιατί συγχέεται με μία πολυσυλλεκτική ρητορική προς χάριν της άμεσης κατάληψης της εξουσίας. Σ' αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τον έλεγχο τον μίντια από την καθεστηκυία τάξη, όπου αναπαράγεται η πολιτιστική της ηγεμονία μέσα από την αριστοκρατική, ίσως και «νεοπλουτίστικη» κεντροαριστερά, η οποία κατά το παρελθόν ήταν ο ιδεολογικός προξενητής του καταναλωτικού τρόπου ζωής, της ακραία κυνικής ατομικότητας και ενός ορισμένου ναρκισσισμού μέσω της λατρείας του συμβολικού κεφαλαίου. Αυτά τα μιντιακά ρετάλια γίνονται και σήμερα οι φορείς της παλιάς κουλτούρας ως υπόσχεσης στους δοκιμαζόμενους (κυρίως της μεσαίας τάξης) ότι η σημερινή μας περιπέτεια είναι παροδική και πως θα επανέλθουμε στην προτεραία δανεική, καταναλωτική μας ζωή. Σ' αυτό το συγκεχυμένο τοπίο, όλοι κι όλα κινούνται με τον τρόπο της συνήθειας και στο χώρο της μετωνυμίας. Η πολιτική δεν είναι πολιτική, η πράξη δεν είναι πράξη, η ζωή δεν είναι ύπαρξη. Εν τω μεταξύ, οι νόμιμοι τοκογλύφοι δανεικών ζωών και οι προπαγανδιστές της κατανάλωσης, τα μιντιακά μισάδια του πιο χυδαίου τηλεοπτικού κουτσομπολιού και του κιτς, επανέρχονται. Ηκουλτούρα του χρεοκοπημένου καταναλωτικού καπιταλισμού είναι εδώ ακόμα και στην εποχή της σπάνεως, καθιστώντας τη δυστυχία μεγαλύτερη, καθώς κομίζει στον εργασιακό βίο το τέλος της ισόβιας απασχόλησης, όπου οι εργαζόμενοι θα πηγαίνουν από δουλειά σε δουλειά, αλλάζοντας επαγγέλματα, οι μετανάστες θα πηγαίνουν από τόπο σε τόπο (όπου υπάρχει δουλειά), χωρίς θεσμικές οργανώσεις (ή με οργανώσεις αλλά απαξιωμένες), ενώ από τις κοινότητές τους θα λείπει η αλληλεγγύη και η εμπιστοσύνη και δεν θα υπάρχει καμία ενιαία αίσθηση ταυτότητας καθώς και καμία δυνατότητα βιοαφήγησης, κανένα μακροπρόθεσμο Εγώ, κανένας εαυτός, μόνο εξαρτήματα, απλά στρατιωτάκια, στρατιές αόρατων απόκληρων, χωρίς νομικά δικαιώματα και προστασία, ζωές «γυμνές», που θα ζουν σε στρατόπεδα ΕΟΖ (ειδικές οικονομικές ζώνες) ή σε στρατόπεδα μεταναστών και πάνω στις οποίες η εξουσία θα ασκείται χωρίς κανέναν περιορισμό (homo sacer). Αυτό το χαξλεϊκό πολιτισμικό και ανθρωπολογικό μοντέλο θέλουν να επιβάλουν στην Ελλάδα, τη χώρα όπου το πείραμα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Οι άνθρωποι ως έλλογα πολιτικά όντα θα το σταματήσουν ή όχι; Το ερώτημα περιμένει την απάντησή του και ο άνθρωπος την Ανάστασή του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γυναικοκτονία: Η ιστορία του όρου

  [   ARTI news   /   Κόσμος   / 15.12.24 ] Στα άρθρα που αφιερώθηκαν για τη δολοφονία της ηθοποιού Marie Trintignant την 1η Αυγούστου 2003 ...