Κάποτε (τη δεκαετία του 1960), όταν «οι στρατιές της νύχτας» (από το ομώνυμο βιβλίο του Νόρμαν Μέηλερ), οι δημοκράτες νέοι των Ηνωμένων Πολιτειών περικύκλωναν το αμερικανικό Πεντάγωνο, διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, δεν υπήρξε καμία εισβολή, μόνο συνθήματα και τραγούδια. Σήμερα, βαριά οπλισμένοι ακροδεξιοί οπαδοί του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εισβάλλουν στο Καπιτώλιο, σπάνε, δέρνουν, καταστρέφουν. Η διαφορά είναι ποιοτική. Κι όμως κάποιοι επιμένουν να τους ταυτίζουν, να θεωρούν ότι η βία είναι ίδια, είτε είναι επιθετική είτε αμυντική. Τη σύγχυση καλλιεργούν και εκείνοι που θέλουν να επιβάλλουν την αστυνομοκρατία, που δεν θέλουν καμία αντίδραση στην κατεστημένη εξουσία, καμία αμφισβήτηση, καμία διαμαρτυρία. Είναι οι «αστυνομοκράτες» στην Ελλάδα που επιδεικνύουν σεβασμό στην «Ορθοδοξία» και άγρια βία εναντίον των φοιτητών. Είναι οι «Δημοκρατικοί» των ΗΠΑ που οιμώζουν εναντίον της υπαρκτής βίας των οπαδών του Τραμπ, αλλά οι οποίοι βομβαρδίζουν άλλους λαούς (πλην βέβαια του αμερικανικού).
Σήμερα, βρισκόμαστε απέναντι σ’ έναν νέο κίνδυνο. Οι κολοσσοί του διαδικτύου αποφάσισαν να κλείσουν τους λογαριασμούς του Ντόναλντ Τραμπ με την αιτιολογία ότι προέτρεπε τους οπαδούς του σε βίαιες και σε κάθε περίπτωση παράνομες ενέργειες. Αυτό χαιρετίστηκε από τους δημοκράτες όλου του κόσμου. Γρήγορα, όμως, η ικανοποίηση παραχώρησε τη θέση της στον σκεπτικισμό και το φόβο. Η εξουσία των ιδιοκτητών-διαχειριστών των κοινωνικών δικτύων αποδεικνύεται τεράστια και είναι ανεξέλεγκτη. Και διερωτάται κανείς, τι θα γίνει αύριο, αν οι «εταιρίες του διαδικτύου» στραφούν εναντίον των δημοκρατών, ερμηνεύοντας τις πολιτικές ελευθερίες κατά το δοκούν;
Για να είμαστε συγκεκριμένοι, οι εταιρείες μπορεί να στράφηκαν εναντίον του Τραμπ, αλλά δεν κάνουν το ίδιο, όταν κάτι ανάλογο συμβαίνει στο εξωτερικό των ΗΠΑ. Τα κριτήριά τους έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Παράδειγμα: Ο Πωλ Κρούγκμαν έγραφε στην εφημερίδα The New York Times: «Αν ο Τραμπ ενθαρρύνει τη βία και μιλάει για στρατιωτικές λύσεις απαντώντας σε κατά κανόνα ειρηνικές διαδηλώσεις, τι θα κάνει, αυτός και οι υποστηρικτές του, αν διαπιστώνει ότι κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές του Νοεμβρίου;». Η δημοσιογράφος Helen Buyniski, του απάντησε: «Η εφημερίδα The New York Times χύνει τώρα δάκρυα για τον φασισμό - (αλλά αυτό δεν συμβαίνει) όταν οι σελίδες της έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή συναίνεσης για τους πολέμους στο εξωτερικό…». Αυτό δεν είναι το αποκορύφωμα της υποκρισίας; Ρωτάει η δημοσιογράφος και καταλήγει: «Η μαζική βία είναι αποδεκτή όταν συμβαίνει σε πολίτες εκτός των ΗΠΑ.»!
Στην Ελλάδα, εκτός από την παραδοσιακή λογοκρισία, αυτή που βασίζεται στα "εξωνημένα" ΜΜΕ και την απόλυση δημοσιογράφων, που τολμούν να ασκήσουν κριτική στην εξουσία, υπάρχει και μια άλλη μορφή λογοκρισίας, αυτή που αρχίζει να διαμορφώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκτός από τα Ellinika Hoaxes, που είναι εντεταλμένα από το Facebook να ελέγχουν τα fake news, και είναι γενικά παραδεδεγμένο ότι είναι αναξιόπιστα και συντηρητικής πολιτικής κατεύθυνσης, υπάρχουν και οι κομματικοί μηχανισμοί, που οργανώνουν μαζικές αναφορές στο Facebook εναντίον σελίδων, που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, και οι οποίες «κλείνουν» με αυτόματη «απόφαση» όχι ανθρώπων, αλλά των αλγορίθμων του Facebook.
Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι τα νέα μέσα επικοινωνίας απαιτείται να τεθούν υπό δημοκρατικό έλεγχο, να διαμορφωθεί ένα δημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου της αυθαιρεσίας των διαχειριστών τους, όσο είναι ακόμα νωρίς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου