Εσωτερικές αντιθέσεις
Ο Γεώργιος Παχύς, ο πολιτικός
αντίπαλος του Κ. Καραπάνου στην Άρτα θα πεθάνει αιφνιδίως στις 14 Μαρτίου 1913.
Το 1912 είχε κληροδοτήσει στη σύζυγό του και τις δύο κόρες του όλη του την
περιουσία. Αυτό σήμαινε ότι είχε κάποια ασθένεια; Ενδεχομένως. Πάντως πέθανε
ένα χρόνο πριν από τον Κ. Καραπάνο κι ενώ άρχισε να εκδηλώνεται το κίνημα στη
Βόρειο Ήπειρο.
Ιδού πως παρουσίασαν οι
εφημερίδες τον αποβιώσαντα Γ. Παχύ: Στην εφημερίδα «Εμπρός» της 15ης
Μαρτίου 1913 διαβάζουμε:
«Χθες περί ώραν 10 μ.μ. απεβίωσε εξ αποπληξίας ο Γ.
Παχύς βουλευτής Άρτης επιφανέστατον μέλος της κοινωνίας των Αθηνών και εξ
επιφανεστάτης Ηπειρωτικής οικογενείας. Ο Γ. Παχύς από της πρώτης πολιτικής
επιτυχίας του υπήρξεν ανορθωτής και νομιμόφρων συνήγορος των δικαίων των μόλις
τότε απελευθερωθέντων συμπολιτών του(άνω τελεία) ανακαινίσας το αγροτικόν
ζήτημα Ηπείρου και Θεσσαλίας έθεσε τας βάσεις της λύσεως, μη φεισθής δαπανών
και μόχθων, στερηθείς και της προσωπικής ελευθερίας του επ’ αρκετόν (σ.σ.
συνελήφθη από τον εισαγγελέα Άρτας που ήταν άνθρωπος του Καραπάνου)…».
Ο Παχύς δημιούργησε τέτοια
κατάσταση στην Άρτα, συνεχίζει η εφημερίδα, που χωρίς τη συνεργασία του ήταν
αδύνατη η επίτευξη ανόρθωσης στην περιοχή. Με ποιον, όμως, συνεργάσθηκε ο
Παχύς; Η απάντηση ανατρέπει την ιστορικά παραδεδεγμένη άποψη ότι ο Παχύς ήταν ο
υπέρμαχος των «κάτω», των κολίγων και των αγροτών, καθώς η συνεργασία του
αφορούσε στον μεγάλο του αντίπαλο Κ. Καραπάνο. Μ’ αυτόν συνεργάστηκε ο Γ.
Παχύς.
Ο εκλιπών χρημάτισε πολλές
φορές αντιπρόεδρος της Βουλής, ενώ «Εις
τον Γ. Παχύν οφείλει το κράτος την μεταλλευτικήν βιομηχανίαν». Εδώ
βρίσκεται το μεγάλο μυστικό. Ο Παχύς δεν ήταν ένας αρνητής της τάξης του. Ήταν
ομοίως τσιφλικάς, έμπορος αλλά κυρίως μέτοχος των μεταλλείων Λαυρίου. Μάλιστα
ήταν αυτός που ξεκίνησε την υπόθεση των μεταλλείων. Ο Παχύς ήταν μέτοχος της
Γαλλικής εταιρείας που εκμεταλλεύονταν το Λαύριο[1], και
ήταν ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς συγγέννειας με τον Σερπιέρη. Συνεπώς, η στάση
του Παχύ στην Άρτα κατά του τσιφλικά Καραπάνου φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι
οφειλόταν σε λόγους προσωπικής και όχι ιδεολογικής αντιπαλότητας. Βέβαια,
μιλώντας με μαρξιστικούς όρους θα λέγαμε ότι η βιομηχανία(μεταλλεία), δηλαδή η
αστική τάξη στρέφεται εναντίον της ιδιότυπης τσιφλικάδικης φεουδαρχίας. Η
εκδοχή, όμως, της πολιτικής αντιπαράθεσης φαίνεται πιο ισχυρή καθώς η «καθαρή»
μαρξιστική εσωτερική αντίθεση δεν ισχύει στην πολυμορφική αστική τάξη της
Ελλάδας. Ο Παχύς, με άλλα λόγια, για να εκλεγεί βουλευτής, εκτός των άλλων,
επένδυσε στο αντιτιθέμενο προς τον Καραπάνο μέρος του εκλογικού σώματος, δηλαδή
στους χωρικούς και στους κολίγους που ζητούσαν τα χωράφια και τα χωριά τους,
ενώ, αντιθέτως, η πόλη της Άρτας[2]
ελέγχονταν σχεδόν απολύτως από τον τσιφλικά. Να σημειωθεί ότι και στο Μεσολόγγι
οι Δηλιγιαννικοί στις εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 έστειλαν ως
αντίπαλο του Χ. Τρικούπη τον Λεωνίδα Δεληγεώργη. Όμως, η συμμαχία των Αρτινών
αγροτών και μικροκτηματιών με τον Παχύ χρονολογείται από το 1873 και πάντως
πολύ πριν τις πρώτες βουλευτικές εκλογές στις απελευθερωμένες περιοχές.
Εντούτοις, η έλλειψη ριζικής ιδεολογικής αντιπαλότητας τεκμαίρεται και από την
μετέπειτα σύμπραξη των δύο πολιτικών, που σήμανε -σε συνδυασμό με την μη
παραγωγική αλλά εμπορική αντιμετώπιση της γης από τον Καραπάνο- το «σβήσιμο»
του αγροτικού κινήματος στην Άρτα, αλλά τη διατήρησή του στη Θεσσαλία, όπου ο Γεώργιος
Χρηστάκης Ζωγράφος ο νεότερος (ο γιος του εφέντη που κάποιοι τον θεωρούσαν
«πεφωτισμένο» αστό) αντιμετώπισε τα εκεί τσιφλίκια του σε παραγωγική βάση. Αυτό
εξηγείται λόγω του τεράστιου θεσσαλικού κάμπου εν αντιθέσει με τον αρτινό κάμπο
που απελευθερώθηκε μόνο κατά τους βαλκανικούς πολέμους, αφού ήδη είχε νεκρώσει
την αγορά της Άρτας εξαιτίας της αποκοπής του από την πόλη.
Γενικά, σύμφωνα με την
εφημερίδα «Μη Χάνεσαι»[3], «…Κοινωνικά λεγόμενα
ζητήματα είχομεν δύο, πρώτην σχεδόν φοράν αναφαινόμενα και παρ’ ημίν: το
αγροτικόν και το των απεργιών. Το πρώτον, μακράν της πρωτευούσης, εις τα
βορειότερα άκρα του βασιλείου, εν συγκεκριμέναις περιστάσεσι της απελευθερώσεως
των επαρχιών εκείνων και εντός τεχνητής ατμοσφαίρας ην εδημιούργησεν εκλογική
μονομαχία. Το αγροτικόν ζήτημα, υφ’ ην μορφήν είχε γεννηθή, μεμονωμένης
επιθέσεως καθ’ ωρισμένων ιδιοκτησιών και ιδιοκτητών, φυσικόν ήτο να αρρωστήση
πριν η ανακτήση δυνάμεις και αποβή νέον ζήτημα της ημέρας. Ήδη μάλιστα
θεωρείται τεθαμμένον δια παντός. Τούτο δεν σημαίνει ότι αργά ή ογλίγωρα δεν θα
έχωμεν και ημείς καθολικόν αγροτικόν ζήτημα, όταν εξεγερθώσιν εκ της
αποκτηνώσεως οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι βεβυθισμένοι μακαρίως εν πνευματική
δουλεία. Και τότε η πρώτη κραυγή δεν θα εκραγή εν Άρτη, ούτε εν Ζάρκω, αλλ’ εν
αυτή τη Αττική ην περιέζωσαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες…»[4].
Το αγροτικό ζήτημα έσβησε
στην Άρτα γιατί γεννήθηκε μακριά από την πρωτεύουσα με συνέπεια να μείνει
άγνωστο. Κυρίως, όμως, ήταν θνησιγενές γιατί οι συνθήκες της απελευθέρωσης
εξασφάλισαν την προστασία των τσιφλικάδων και γιατί η επίθεση δεν ήταν
γενικευμένη αλλά εναντίον ωρισμένων μόνο τσιφλικιών. Τέλος, και σημαντικότερο,
το αγροτικό ζήτημα στην Άρτα αναπτύχθηκε μέσα σε μία κατασκευασμένη (τεχνητή)
ατμόσφαιρα που δημιούργησε η εκλογική μονομαχία των Καραπάνου και Παχύ, δηλαδή
των πολιτικών αντιθέσεων των «πάνω». Έτσι, όταν οι δύο αντίπαλοι τα βρήκαν, σε
συνδυασμό με την πώληση των τσιφλικιών στους χωρικούς, το αγροτικό κίνημα έλαβε
την χαριστική του βολή.
Επανερχόμενοι στην εφημερίδα «Εμπρός»[5]
διαβάζουμε ότι «Ο Γ. Παχύς υπήρξε πάντοτε
υπέρμαχος της Βασιλείας Γεωργίου… και μετά πεποιθήσεως προέλεγε τα κατορθώματα
του Κωνσταντίνου…» στους βαλκανικούς πολέμους. «Η δολοφονία του Βασιλέως
Γεωργίου εις απίστευτον βαθμόν τον ελύπησε δεν έπαυε δε εις τας συνομιλίας του
να εξυμνεί τον Βασιλέα Γεώργιο». Το γεγονός ότι ο Παχύς ήταν βασιλικός(σ.σ.
δεν αποκλείεται η αποπληξία του Παχύ να επήλθε και λόγω της δολοφονίας του
Γεωργίου λίγες μέρες πριν στη Θεσσαλονίκη-ο θάνατος του πρώην βουλευτή επήλθε
την ημέρα της άφιξης της σορού του βασιλιά στην Αθήνα) εξηγείται και από τον
γάμο του με την Αιμιλία Σκουζέ, της οποίας η οικογένεια ήταν ιδιαίτατα συνδεδεμένη
με το παλάτι. Μάλιστα στους χορούς της Πρωτοχρονιάς ο βασιλιάς χόρευε με την
κυρία Σκουζέ και ο Σκουζές με τη βασίλισσα! Ο Παχύς έζησε, γράφει η εφημερίδα
«Εμπρός», να δει τα κτήματα των Αρτινών ελεύθερα, αλλά δεν ευτύχησε να δει
ολόκληρη την Ήπειρο ελεύθερη και να «πραγματοποιήσει το πατριωτικόν αυτό
ευγενές του όνειρον». Στο «ολόκληρη» η Ήπειρος συμπεριλαμβάνεται η Βόρειος
Ήπειρος, της οποίας η απελευθέρωση ήταν το «πατριωτικόν όνειρον» τόσο του Παχύ
και του γαμπρού του Αβέρωφ, που όμως πέθανε νωρίς, όσο και του Καραπάνου και
των γιων του. Για την ακρίβεια σημειώνεται πως ο Παχύς «ως παιδίον εξεδήλου την ψυχικήν χαράν, ην ησθάνετο δια τους θριάμβους
του Διαδόχου και του ελληνικού στρατού, όπως βαθέως αποτυπούτο εν τω προσώπω
του η θλίψις δια την βραδύτητα πολεμικής τινος επιχειρήσεως». Εξ αυτού συμπεραίνει κανείς ότι ο Γ. Παχύς
ήταν στρατευμένος στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου, όπως και
ο Κ. Καραπάνος. Ο δεύτερος, μάλιστα, από το 1895, δηλαδή δύο χρόνια πριν τον
ελληνοτουρκικό πόλεμο και την ήττα του 1897, ζητούσε «την επίτευξιν πολεμικών παρασκευών εκ μέρους της Κυβερνήσεως δια πάσης
θυσίας». Πως εννοεί το «πάση θυσία»; Ζητεί την «αποκοπήν του μισθού των υπαλλήλων εις το ήμισυ και την επιβολήν
καταναγκαστικών εισφορών»!
Τι ενώνει, λοιπόν, τον
Καραπάνο και τον Παχύ; Ο κοινός στόχος επέκτασης στην βόρειο Ήπειρο και ο
βασιλιάς. Προς το τέλος του βίου του, πάντως, φαίνεται να αυτονομείται και πάλι
ο Παχύς έναντι του Καραπάνου, ο οποίος ως πραγματικός χαμαιλέων (αφού πήγε με
τον Κουμουνδούρο, τον Τρικούπη, τον Δηληγιάννη, ύστερα έκανε δικό του κόμμα) γίνεται
βασιλικός και στη συνέχεια βενιζελικός, ενώ ο Παχύς παραμένει αταλάντευτα
βασιλικός. Δεν πρέπει να λησμονούμε και τις εσωτερικές αντιθέσεις στο παλάτι
μεταξύ του Γεωργίου και του διαδόχου Κωνσταντίνου, δηλαδή των αγγλόφιλων και
των γερμανόφιλων.
Όλα τα παραπάνω
επιδιώκουν να δείξουν ότι στην Άρτα μεταφέρεται με έναν ιδιότυπο τρόπο η
σύγκρουση των «πάνω» στο Λαύριο και στην πρωτεύουσα. Υπό μία άλλη οπτική, οι
βασιλικοί μεταφέρουν τη σύγκρουση στο γήπεδο του αντιπάλου, δηλαδή στα
τσιφλίκια του Καραπάνου, τα οποία μαζί με τα τσιφλίκια του Ζωγράφου στη
Θεσσαλία αγοράζονται το 1873, όταν έχουν ξεσπάσει ήδη τα «Λαυρεωτικά»! Η στροφή του Α.
Συγγρού προς την Ελλάδα και το Λαύριο όσο και των Καραπάνου, Ζωγράφου και άλλων
οφείλονται στην χρηματοπιστωτική κρίση που πλήττει το 1873 την Αγγλία, την
Ιταλία και τη Γερμανία, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι ήδη υπό χρεοκοπία.
Επρόκειτο, άραγε, για μία εσωτερική αντίθεση
του κεφαλαίου, ή για τη σύγκρουση δύο διαφορετικών τρόπων παραγωγής, του
φεουδαρχικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο; Κάτι τέτοιο, όπως είπαμε, δεν ισχύει.
Τόσο ο Συγγρός όσο και ο Καραπάνος αλλά και ο Παχύς είναι «πολυμορφικοί» επιχειρηματίες αστοί, καθώς είναι μέτοχοι στα μεταλλεία
Λαυρίου, τζογάροντας άγρια στο χρηματιστήριο, έχουν τράπεζες, είναι δηλαδή
νόμιμοι τοκογλύφοι, και κατέχουν και μεγάλες εκτάσεις γης, κυρίως ως τσιφλίκια
αλλά και ως γη την οποία εμπορεύονται. Κατά συνέπεια, η οικονομία
χαρακτηρίζεται από ένα συνονθύλευμα φεουδαλικών και εμποριο-βιομηχανικών
στοιχείων που συγκεντρώνονται στα ίδια πρόσωπα.
[1] Μη χάνεσαι τομ. 3, Αρ.
398, 1883: Στον «ισολογισμό του 1882» ο Καλιβάν σημειώνει πως «ο χρηματιστικός
κόσμος το μελανώτερον σημείον αυτού έχει το Λαύριον… Οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι
έφαγον τους μικρούς, πέντε εκατομμύρια εληστεύθησαν εκ της αγοράς μας, και η
Εταιρία των Μεταλλουργείων απεδείχθη και πάλιν η τυχοδιωκτικοτέρα των
Εταιρειών…». Και ο αστός Παχύς συνεπώς δεν ήταν καλύτερος από τον Κ. Καραπάνο
με τον οποίο ενδεχομένως να συναντήθηκαν στο χρηματιστήριο. Εξάλλου, όπως
επισημάναμε, ο Καραπάνος δεν ήταν ένας απλός τσιφλικάς, αλλά ένας πολυμορφικός
αστός, όπως λέγονται κομψά οι τυχοδιώκτες-χρυσοκάνθαροι της εποχής.
[2] Σύμφωνα με την απογραφή
του 1881 στην Άρτα καταγράφηκαν 20.736 ανεπάγγελτοι(ανήλικοι, υπερήλικες και
γυναίκες) ήτοι το 67,2%, 4.061, μαθητές 1373(4%), γεωργούς(κολίγοι,
μπαστενούχοι, ελεύθεροι!) ήτοι 13,3%, εργάτες 767(2,43%), οικιακοί υπηρέτες
437(1,4%), ποιμένες 983(3,1%), αγωγιάτες 238(0,76%), επιστήμονες 57(0,19%) και
1703 βιοτέχνες(5,5%), 429 έμπυρους(1,4%), 126 κτηματίες(0, 4%). Το 1920 οι
γεωργοί ανέρχονται στο 21%, οι κτηνοτρόφοι 5,2%, οι ψαράδες 0,4% και οι
ανεπάγγελτοι 56,2%.
[3] Μη χάνεσαι, τομ. 3, Αρ.
398, 1883
[4] Σύμφωνα με την ίδια
εφημερίδα «Η σημαία των απεργιών ήρθη πρώτον εκ των τυπογραφείων… την
ηκολούθησαν οι ραπτεργάται… κατόπιν οι υποδηματοποιοί… και όλων των
βιομηχανικών εργοστασίων του Πειραιώς… Την εργατικήν αυτήν κίνησιν ουδείς
πολιτευόμενος ανέλαβεν υπό την προστασίαν του…». Αυτό καθιστά σαφές ότι η
εργατική τάξη δεν είχε πολιτική εκπροσώπηση, ήταν δηλαδή πολιτικά αποκλεισμένη
και γι’ αυτό μπορούσε να εκφράσει ολόκληρη την κοινωνία.
[5] Εμπρός 15/3/1913
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου