..ο «ειδικός ανταποκριτής» του «Μη Χάνεσαι» θα σημειώσει: «Επίστευον πάντοτε εν Αθήναις, ότι τους Ηπειρώτας είχε χαυνώσει η μακρά δουλεία. Τους είδον, είδα πολλούς εκ Συρράκου έτι, ελθόντας εις συνάντησίν μου, και η συνάντησις αύτη ήτο δι’ εμέ πολλών συγκινήσεων πρόξενος. Τι να σοι είπω όμως!... ο τύπος της τουρκικής δουλείας παραμένει βαθύτατα εν αυτοίς εγκεχαραγμένος. Αίσθημα δεν λείπει, αλλά λείπει ο άγιος και προς μεγάλα άγων ενθουσιασμός…».
Το γεγονός ότι η «απελευθέρωση» δεν δημιούργησε τον «άγιο και προς μεγάλα άγοντα ενθουσιασμό» αποδίδεται στην ψυχοσύνθεση του δούλου, που συναινεί, αυτή δηλαδή που δημιούργησε η τουρκική δουλεία. Ο δημοσιογράφος δεν αναζήτησε άλλο λόγο. Θα έμενε, μάλιστα, έκπληκτος αν μάθαινε το μέγα πρόβλημα της διάβασης των συνόρων και του οικονομικού στραγγαλισμού των κατοίκων, ότι οι Συρρακιώτες έμειναν εκτός της συμφωνίας απελευθέρωσης και, ακόμη, πως πολλοί κάτοικοι προτιμούσαν την «δουλεία» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ζητώντας επισήμως να επανέλθουν σ’ αυτή παρά να ζουν υπό την απείρως σκληρότερη δουλεία των Ελλήνων τσιφλικάδων τύπου Καραπάνου ή Ζωγράφου και του «βαθέως παρα-κράτους» τους. Για την ακρίβεια «οι Έλληνες αγάδες, που αντικαταστήσανε του Τούρκους αγάδες…» ήταν πολύ χειρότεροι από τους δεύτερους[1].
Μεταφυσικές εξηγήσεις
Η πνευματική δουλεία μπορεί πράγματι να άφησε τα αποτυπώματά[2] της, αλλά η στεναχώρια των Αρτινών είχε πιο σύνθετα αίτια από τη δουλικότητα ή την έλλειψη ενθουσιασμού που είδε ο εξ Αθηνών ανταποκριτής της εφημερίδας «Μη χάνεσαι». Πάντως, σύμφωνα με επιστολή σε γερμανική εφημερίδα της εποχής μαθαίνουμε πως η άποψη των χωρικών για ό,τι τους συνέβαινε οφειλόταν στο ότι «ο βασιλέας και η Παναγία δεν είναι κοντά»! Αυτό διατείνονταν ένας χωρικός που δάρθηκε ανηλεώς από στρατιώτες. Αυτό είναι μία ακόμη απόδειξη της πίστης των χωρικών, που δεν διέκριναν την πολιτική-εγκόσμια εξουσία του βασιλιά από την θρησκευτική πίστη στην Παναγία, σύμφωνα με τη διάκριση των δύο μαχαιρών, την κοσμική της πολιτείας και τη θρησκευτική της Εκκλησίας. Αυτό είναι πράγματι αποτύπωμα της οθωμανικής περιόδου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι κατά την επανάσταση στο Ραδοβίζι της Άρτας, ο Ρεσίτ πασάς απευθυνόταν στους ξεσηκωμένους «ραγιάδες της Σκουληκαριάς» και τους κατηγορούσε ότι αρνήθηκαν την πίστη προς τον «Κραταιότατο Βασιλέα»(σ.σ. εν προκειμένω τον Σουλτάνο) και έγιναν «χαΐνιδες»(επαναστάτες). Η υποταγή συνεπώς στην οθωμανική εξουσία είναι στάση που εναρμονίζεται με τη θεϊκή βούληση. Η αποστασία, αντίθετα, είναι έργο διαβολικό, πράξη που αντιβαίνει στις θεϊκές προσταγές- «σας εσήκωσεν(σ.σ. σας πήρε) ο Θεός την γνώσιν, και εγινήκατε και τρίτην φοράν χαΐνιδες» σημειώνει ο Ρασίτ. Στην επιστολή του Ρασίτ μπορούμε να εντοπίσουμε νοητικά συστήματα και κοσμοεικόνες που συμμερίζονται τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί και οι οποίες νομιμοποιούν την οθωμανική κατάκτηση ως θεϊκή βούληση. Συνεπώς, υπάρχει ένα σύστημα που αναπαρήγαγε τη διαφοροποίηση -το άλλο, το διαφορετικό- για μεγάλη χρονική διάρκεια και ένα σύστημα που αναπαρήγαγε τον κοινό πολιτισμικό χαρακτήρα της ζωής, τις κανονικότητες και την ιεραρχημένη συνύπαρξη των «άλλων» είτε αυτή ήταν μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων είτε μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών είτε μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», του «κατώτερου λαού», όπως τους αποκαλούσε ο Καραπάνος, εξομειώνοντάς τους με τους δούλους της αρχαιότητας! Ό,τι δηλαδή είχε επιβληθεί, εκλογικευθεί και νομιμοποιηθεί κοσμικά και μεταφυσικά-θεολογικά.
Η κοσμική πολιτική εξουσία, συνεπώς, δεν είναι αυτόνομη αλλά αρρύεται τη νομιμοποίησή της εκ Θεού. Αυτή είναι η καθυστέρηση της Ανατολής σε σχέση με την εκκοσμίκευση της πολιτικής εξουσίας στη δυτική Ευρώπη αλλά και «ο κοινός πολιτισμικός χαρακτήρας που συμμερίζονται κατακτητές και κατακτημένοι, καθώς μαζί με τη ζωή τους αναπαρήγαγαν και τις κανονικότητες της αυστηρά ιεραρχημένης συνύπαρξης που είχε επιβληθεί, εκλογικευθεί και νομιμοποιηθεί κοσμικά και θεολογικά»[3].
Τι συνείχε, άραγε, αυτό το κοινωνικό συνονθύλευμα της Ελλάδας και της Άρτας, ποιος ήταν ο συνδετικός ιστός που το αρμολογούσε; Κατά μία άποψη στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η «συμβολική τάξη»(Le Gof) ή το «ιδεολογικό στοιχείο ήταν πρωταρχικό»(S. Amin). Για να το διαπιστώσουμε αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε στο τέλος του 19ου αιώνα και για την ακρίβεια στο καλοκαίρι του 1881, όταν ο ελληνικός στρατός εισήλθε στις «νέες χώρες», ήτοι στις προσαρτηθείσες Θεσσαλία και Άρτα. Στη δεύτερη, οι επευφημίες υπέρ του βασιλιά, όπως καταγράφηκαν στο τηλεγράφημα του υποστράτηγου Σαπουντζάκη προς την κυβέρνηση, προκάλεσαν σάλο στην Πρωτεύουσα. Κι αυτό γιατί μία μερίδα της κοινής γνώμης της «κυρίως Ελλάδος», εκφραζόμενη από την εφημερίδα «Αιών» εξέλαβε τα «Ζήτω» ως «κολακεία (που) πρέπει και αύτη να έχει τα όριά της…»[4]. Για την ακρίβεια ο υποστράτηγος σημείωνε στο τηλεγράφημα ότι «ο στρατός εισήλθεν εις την πόλιν εκείνην εν μέσω πανδήμου ενθουσιασμού, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος. Αδιάκοποι ζητωκραυγαί υπέρ της Α.Μ. του Βασιλέως…». Ολόκληρος διάλογος προκλήθηκε για τα ζήτω υπέρ του βασιλιά, για την κύρια και τη… δευτερεύουσα Ελλάδα!
Στο φύλλο της 10ης Σεπτεμβρίου 1881 η ίδια εφημερίδα φιλοξενεί άρθρο[5] όπου σημειώνεται: «…Ως και άλλοτε παρετηρήσαμεν, η γενεά ημών, μη γνωρίσασα την τουρκικήν κατάκτησιν και την αλλόφυλον τυραννίαν, δεν δύναται να εννοήση, καθ’ όλον το μέγεθος αυτής, την εντύπωσιν, ην η ελληνική σημαία και η απόδοσις εις την ελευθερίαν εμποιεί εις τους κατοίκους των τέως απελευθερωθέντων μερών (sic) της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Λησμονήσαντες δε, μετά μακρών αιώνων δουλείαν και διακοπήν της συνεχείας της αγνής Ελληνικής παραδόσεως, ό,τι ιδίως ανέδειξε και συνεκρότησε τον ελληνισμό, προς ον άλλως τε αι νέαι χώραι ουδέποτε συνεκοινώνησαν καθ’ ολοκληρίαν, εν πνεύματι και εν πολιτισμώ, ούτε ολοκλήρως απεδέξαντο τας πολιτειακάς ιδέας της κυρίως Ελλάδος, της Ελλάδος της Ιστορίας, εις το πρόσωπον δε του Σουλτάνου συνειθίσαντες ν’ ανευρίσκωση την πηγήν και την έκφρασιν της πάσης κυριότητος. Ουδόλως παράδοξον εάν εις τον βασιλέα των Ελλήνων αποδίδωση τιμάς ισοθέους και λατρείαν οι νέοι συμπολίται ημών. Εν τω προσώπω αυτού αναγνωρίζουσι και βλέπουσι την όλην Ελλάδα, χαιρετίζουσι εν αυτώ την πραγμάτωσιν του ονείρου των, να ίδωσι τον Σουλτάνον αντικαθιστώμενον παρά Βασιλέως ιδίου, χριστιανού, Έλληνος(σ.σ. η αντικατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από μία χριστιανική-βυζαντινή ήταν και το όραμα των Φαναριωτών). Τα Ζήτω των χιλιάδων αίτινες υποδέχονται τον Βασιλέα των Ελλήνων, εν Ηπείρω και εν Θεσσαλία, εισιν ειλικρινά…». Απάντηση στο άρθρο αυτό δίνεται από άλλο μεταγενέστερο όπου υπό τον τίτλο «Και σουλτάνος» αναφέρεται σαρκαστικά «Τι μανθάνομεν ήδη; Ότι ο Βασιλεύς των Ελλήνων είναι και Σουλτάνος… και ότι επομένως δύναται να ασκήσει σουλτανικήν εξουσία;». Όλα τα παραπάνω δηλώνουν ότι η εκκοσμίκευση της πολιτικής στην Ελλάδα θα αργήσει και θα αποτυπωθεί στον Διχασμό και τη σύγκρουση του βασιλιά με τον Βενιζέλο.
Στην Ελλάδα, θα έχουμε δύο τύπους κοινωνιών: Πρώτη, αυτή που συνέστησαν οι περιοχές που εξαρχής απετέλεσαν το ελληνικό κράτος και είναι γνωστή ως «Παλαιά Ελλάδα» και η δεύτερη, αυτή που συνέστησαν οι περιοχές που ενσωματώθηκαν αργότερα στο ελληνικό κράτος και αποτέλεσαν την περιφέρειά του καθώς βασίσθηκαν στην τσιφλικάδικη ιδιοκτησία οθωμανικού τύπου και έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός της διαχείρισης της κρατικής εξουσίας-και του κρατικού πελατειακού συστήματος. Πολιτικά, η «παλαιά Ελλάδα» θα ταχθεί στο πλευρό του βασιλιά, ενώ οι αργότερα προσαρτημένες περιοχές θα πάνε στην πλειονότητά τους με τον Βενιζέλο[6].
Πάντως, πίσω από τις περιγραφές διακρίνονται τα σημεία συνοχής και διαφοράς της υπό σύσταση νέας κοινωνίας και του νέου έθνους-κράτους. Αν η πίστη στο σουλτάνο είναι το σημείο συνοχής των διαφόρων μιλέτ-ι, που διέφεραν ως προς το θρήσκευμα, την εθνότητα και τη φυλή, η πίστη σε ό,τι συμβολίζει ο βασιλιάς έρχεται να αντικαταστήσει την αντίστοιχη του σουλτάνου και είναι σύστοιχη με την αντίληψη των φαναριωτών για την αντικατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από μία ελληνική. Επί της ουσίας, ο βασιλιάς έγινε προς στιγμήν (η Μεγάλη Ιδέα και οι αλυτρωτικοί μύθοι που κοινωνήθηκαν στο λαό κυρίως μέσω της Εκκλησίας) το σύμβολο της αλλαγής στην κλίμακα της πολυπολιτισμικής[7] αυτοκρατορίας με την πρωτοκαθεδρία τώρα των χριστιανών αντί των μουσουλμάνων. Ο βασιλιάς –από την εποχή του Όθωνα- θα επιχειρήσει να προσεταιρισθεί τους αγρότες που αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού μέσα από το μύθο του «πατερούλη»(προστάτη) αλλά και ότι δήθεν δεν μπορούσε να παρέμβει υπέρ τους λόγω των διεφθαρμένων ή ανίκανων πολιτικών. Στην πραγματικότητα, όμως, «όποιο κόμμα θα τολμούσε να ακολουθήσει ριζοσπαστική πολιτική θ’ αντιμετώπιζε την προγραφή από τις κυρίαρχες τάξεις και τις ξένες δυνάμεις και τελικά τον πολιτικό εξοστρακισμό του από το στέμμα…»[8].
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επιφέρει μιαν ιδιότυπη εκκοσμίκευση της ελληνικής κοινωνίας, αφού θα στηρίξει τη συνοχή του ελληνικού έθνους σε ορθολογικές και όχι σε μεταφυσικές πίστεις και σύμβολα. Αυτό θα εκδηλωθεί πρακτικά μέσω της σύγκρουσης με τον βασιλιά. Ο Διχασμός, ειδωμένος υπ’ αυτή την οπτική γωνία, αποκτάει πέραν των πολιτικών και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και εκτείνεται όχι μόνο μέχρι τον εμφύλιο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αλλά έως και σήμερα, εκφράζοντας την ανεύρετη σύνθεση ή διάκριση της ορθολογικής και της θρησκευτικής-ανορθολογικής συμβολικής τάξης. Για την ακρίβεια, ο βασιλιάς θα παραμείνει μέχρι τέλους του θεσμού(1974 ή μάλλον έως το 1967) ο κυρίαρχος διαμεσολαβητής της ξενικής εξάρτησης του πολιτικού συστήματος, ενώ θα έχει σε συμβολικό επίπεδο μία ιδιότυπη ταύτιση με το βυζαντινο-χριστιανικό ιδεώδες και τον μεγαλοϊδεατισμό.
Ο Γιώργος Δερτιλής[9] αναφέρεται στη διάσπαση μικροκληρούχων αγροτών σε φιλοβασιλικούς και αντιμοναρχικούς. Η αντίθεση αυτή επικαλύπτει την οικονομική καθώς ο βασιλιάς ή οι κοινοβουλευτικοί λειτουργούν σαν αμορτισέρ απορροφώντας τις κοινωνικές εντάσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα «σταφιδικά» οι γεωργοί ζητούσαν την παρέμβαση του βασιλιά!
Γι’ αυτό ο Δερτιλής αναφέρει την ισχυρή αυτονομία της πολιτικής ζωής από τις οικονομικές, κοινωνικές και ταξικές πραγματικότητες. Η αντίθεση μεταξύ αστών και γαιοκτημόνων δεν έγινε ποτέ ριζική –ήταν «ελάχιστη»- και δεν έγινε ποτέ πολιτική και κομματική διαμάχη, αναπτύσσοντας μια συμμαχία αστών και αγροτών.
Ποιοι είναι οι ιδεολογικοί λόγοι της μη εξανάστασης των αγροτών; Η μακρόχρονη κυριαρχία δημιούργησε την μοιρολατρία της «αναπόφευκτης μοίρας». Επίσης υπήρξε μία σύγχυση μεταξύ οικονομικών και εθνικών καταπιέσεων καθώς ο Τούρκος κατακτητής αποδείχθηκε ηπιότερος στην οικονομία από τον Έλληνα τσιφλικά. Επίσης, η οθωμανική παράδοση του μιλέτ, που δίνει την πρωτοκαθεδρία στη θρησκεία και στην Ορθόδοξη Εκκλησία καθώς και ο εθνικισμός που θα αναπτυχθεί στη συνέχεια θόλωσαν τα όρια ανάμεσα στην κοινωνική διαμάχη και τον θρησκευτικό ή τον εθνικό αγώνα. Στον εθνικό αγώνα μάλιστα έχουμε μία διαταξική συμμαχία, η οποία όμως θα καταλήξει σε δύο εμφυλίους(Διχασμός και 1946-9).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
[1] Φ. Α. Δημητρακόπουλος, «Ο Νεοελληνισμός στη Λογοτεχνία, 19ος -20ος αι.», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1985, σελ. 296
[2] Ο Ανώνυμος αναφέρει την «επανόρθωσιν» των Ελλήνων από τη «διαφθορά των ηθών» και του χαρακτήρος από την Τουρκοκρατία
[3] Ν. Θεοτοκάς, Παράδοση και νεοτερικότητα, Σχόλια για το 21, Τα Ιστορικά, τχ. 17 (Δεκέμβριος 1992), σ. 345-370
[4] Εφημερίδα ΑΙΩΝ, 6 Ιουλίου 1881, επιστολή Ι. Ισιδωρίδη Σκυλίσση(26 Ιουνίου 1881)
[5] Με τίτλο «Ζήτω και ζητώ»
[6] Κοινότητα Κοινωνία και Ιδεολογία, συλλογικό Παπαζήσης, 1990
[7] Ο Βολταίρος αναφερόταν στο «Μεγάλο Τούρκο» και την ανοχή της πολυθρησκευτικότητας (το σύστημα των έξι μιλέτ-ι) ως απάντηση στις αιματηρές ευρωπαϊκές συγκρούσεις με αφορμή τη θρησκεία.
[8] Γιώργος Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-1909, Εξάντας, Αθήνα, 1985, σελ. 144
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου