Ο Γ. Παχύς εφέρετο καταγόμενος από πλούσια οικογένεια της Ηπείρου και ελογίζετο έμπορος που αγόρασε το 1875 από τον τραπεζίτη Κάρολο Μερλέν το τσιφλίκι Κουτσικάρι (Κορυδαλλός, Αιγάλεω). Γενικά, κατείχε μία περιοχή που εκτείνονταν από τον Άγιο Αντώνιο Αμφιάλης έως τη Λεωφόρο Αθηνών(Καβάλας), αφού μετά τον γάμο του με την Αιμιλία Σκουζέ συνενώθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης. Πληροφορίες τον θέλουν να κατοικεί στο γνωστό και σήμερα «παλατάκι», στο Χαϊδάρι, που ήταν προικώο της συζύγου του Αιμιλίας Σκουζέ[1], της γνωστής οικογένειας «επί των τιμών» της βασιλικής αυλής[2]. Πέρα από αυτά, που είναι φήμες περισσότερο παρά διασταυρωμένες πληροφορίες, εκείνο που είναι βεβαιωμένα γνωστό, πριν τη μεγάλη σύγκρουση Καραπάνου-Παχύ στην Άρτα, είναι πως το 1860 ο δεύτερος υπέβαλε αίτημα προς την κυβέρνηση για την παραχώρηση των «σκωριών» του Λαυρίου. Είναι, συνεπώς, ο πρώτος που θέλησε να ενεργοποιήσει τα αρχαία μεταλλεία. Η κυβέρνηση, όμως, πριν απαντήσει, έστειλε στο Λαύριο τον άρτι αφιχθέντα στην Ελλάδα, Ανδρέα Κορδέλλα[3] για να αποφανθεί για την αξία των «σκωριών». Ο Κορδέλλας αποφαίνεται ότι η εκμετάλλευση θα είναι ιδιαίτερα επικερδής και γι’ αυτό θα έπρεπε να μείνουν στην κατοχή του ελληνικού κράτους. Ο Παχύς θα επιμείνει με δύο ακόμη αιτήσεις, μία προς την ελληνική κυβέρνηση και μία προς τη Νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Η απάντηση που έλαβε ήταν παρελκυστική, καθώς τον παρέπεμπε στην κοινότητα Κερατέας ως καθ’ ύλην αρμόδια. Εκείνος θα επιμείνει και θα υποβάλλει και νέα αίτηση προς την κοινότητα Κερατέας[4].
Το 1863 έρχεται στην Ελλάδα ο ιταλικής καταγωγής Ι. Β. Σερπιέρης, ο οποίος υποβάλλει ομοίως αίτηση καμίνευσης των «σκωριών», χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση. Κατόπιν τούτου στρέφεται προς τον Γ. Παχύ, ο οποίος είχε λύσει ένα μέρος των γραφειοκρατικών προβλημάτων και της αρνητικής στάσης της κυβέρνησης, παίρνοντας με το μέρος του τους κατοίκους της Κερατέας. Έτσι, Σερπιέρης και Παχύς ιδρύουν το 1864 την πρώτη μεταλλευτική-μεταλλουργική εταιρεία της Λαυρεωτικής με έδρα τη Μασσαλία, την «Roux et CO» με ιδρυτικά μέλη τον Helarion Roux, που ενεργεί για λογαριασμό της τράπεζας Roux Fraissinet, τον E. Serpieri –του οίκου J.B.Serpieri et Bouquet- και μόνο Έλληνα[5]τον Γ. Παχύ. Ο Γ. Παχύς συνεπώς είναι η γέφυρα του ξένου κεφαλαίου με την Ελλάδα και ειδικά με τα μεταλλεία Λαυρίου.
Το σημαντικό, όμως, εδώ είναι ότι με το βασιλικό διάταγμα 23/8/1867 παραχωρούνται στην εταιρεία οι εκτάσεις της Καμάριζας και της Συντερίνης. Με άλλο βασιλικό διάταγμα της 3/12/1868 επικυρώνεται η παραχώρηση των εκτάσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία εύνοια του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς την «Εταιρεία», καθώς «Εκατοντάδες ‘’βασιλικά στρέμματα’’ χαρίστηκαν στον Σερπιέρη»[6]. Κι αυτό κατά την περίοδο που ο βασιλιάς συγκρούεται με την κυβέρνηση, παύοντας την κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Αλλά και ο διάδοχος του τελευταίου, Επ. Δεληγιώργης, που εκείνη την εποχή διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο είτε ως πρωθυπουργός είτε ως υπουργός είναι αντιμοναρχικός, καθώς είναι αυτός που φυλακίσθηκε για την απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Αμαλίας, ενώ συνέβαλε σημαντικά στην εκδίωξη του Όθωνα. Το ίδιο αντιδυναστικός ήταν και επί Γεωργίου Α΄[7]. Έτσι, το Λαύριο ως χώρος ανάπτυξης της ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας θα γίνει το πεδίο σύγκρουσης μοναρχικών και κοινοβουλευτικών, καθώς οι κυβερνήσεις θα επιδιώξουν να βρουν την εταιρεία να παραβιάζει τη σύμβαση με το Δημόσιο, επειδή τη θεωρούν φιλικά διακείμενη προς το βασιλιά.
Για την ακρίβεια, στις 6/6/1870 ο υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός Θ. Δηληγιάννης θα δώσει εντολή ελέγχου της Εταιρείας από τον επιθεωρητή Π. Βουγιούκα και τον τελώνη Πειραιώς Γ. Οικονόμου. Ο έλεγχος αφορούσε στο αν και κατά πόσο φορτώνονται στα πλοία υλικά για τα οποία δεν είχε δοθεί άδεια και συγχρόνως να ελέγξουν τις ορυκτολογικές εργασίες. Οι Βουγιούκας και Οικονόμου συνέταξαν έκθεση(19/6/1870) στην οποία ανέφεραν πως από την περιοχή που παραχωρήθηκε στην Εταιρεία το 1867 και το 1868 εξάγονται μεταλλειούχα χώματα, για τα οποία δεν έχει δοθεί σχετική άδεια. Το όλο θέμα αφορούσε τις περίφημες «εκβολάδες», δηλαδή τα υπολείμματα των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν πάνω και όχι κάτω από το έδαφος και τα οποία σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ανήκουν στο κράτος καθώς «ο θειούχος μόλυβδος των εκβολάδων μετετράπη με την επίδραση της υγρασίας και του αέρα σε ανθρακικό μόλυβδο». Ο Δεληγιώργης θα συστήσει στις 31 Ιουλίου 1870 επιτροπή από τους Δ. Σκαλιστήρη, Α. Χρηστομάνο και άλλους, το πόρισμα των οποίων αποφαινόταν ότι η Εταιρεία είχε υψηλά κέρδη. Είναι η εποχή του διεθνούς διασυρμού από τη σφαγή στο Δήλεση, ενώ στην Αθήνα ένας Βαυαρός χτίζει μπυραρία στους πρόποδες του λόφου του Αρδητού που θα ονομαστεί Μετς σε ανάμνηση της νίκης το ίδιο έτος των Πρώσων εναντίον των Γάλλων στην ομώνυμη γαλλική πόλη.
Το θέμα των μεταλλείων Λαυρίου φαίνεται να επιλύεται με το Νόμο Γ/ «Περί εκβολάδων» της 20ης Μαΐου 1871. Σύμφωνα με αυτόν αναγνωρίζεται το δικαίωμα στο δημόσιο να διαθέτει τις εκβολάδες σε αναδόχους κατόπιν διαγωνισμού. Η οριστική λύση επήλθε με νόμο της 17ης Ιανουαρίου 1877. Πολλοί διερωτώνται, εν οις και ο Ν. Ι. Μοσχονήσιος στη ΣΚΡΙΠ της 18/1/1908 γιατί ο Επ. Δεληγιώργης ενώ άσκησε μία ευφυή πολιτική στο θέμα του Λαυρίου που κατέληξε στις δύο εταιρίες, την ελληνική και την Γαλλοελληνική, τελικά υποχώρησε; Ίσως γιατί ήταν άρρωστος, πέθανε το 1879, ίσως λόγω πολιτικών ισορροπιών. Η πιο ισχυρή εκδοχή είναι η αδυναμία εξαγοράς των μεταλλείων από το κράτος καθώς η αξία τους υπερτιμήθηκε σημαντικά. Έτσι, αναγκάστηκε να δεχτεί τη λύση Συγγρού. Παραδόξως, μία άλλη άποψη (περιοδικό «Κλειώ») θεωρεί ότι ο Επ. Δεληγιώργης είναι φιλοβασιλικός καθώς «Σε πολιτικό επίπεδο η περίοδος 1870-1874 σηματοδοτούσε την προσπάθεια του βασιλιά να εφαρμόσει μια πολιτική ανατροπή της συνταγματικής τάξης. Η κυβέρνηση Δεληγιώργη θεωρήθηκε μέρος του σχεδίου και παρέμεινε στην εξουσία ως το 1874 με τη στήριξη του βασιλιά».
Τελικά από την πρώτη εταιρεία προέκυψαν δύο, η Γαλλοελληνική εταιρεία «τα μεταλλεία Καμαρίζης» και η Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου. Και οι δυο μαζί καθώς και άλλες μικρότερες ενώθηκαν το 1875 στην Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου(Γ.Ε.Μ.Λ.) με καταλύτη τον Α. Συγγρό[8] που έδωσε λύση στην αντιπαράθεση αγοράζοντας από τον Σερπιέρη την Ελληνική Εταιρεία έναντι 11.500.000 και μετοχοποιώντας αμέσως την εταιρεία, που συμμετείχε στη νέα εταιρεία, τη Γ.Ε.Μ.Λ. με τον Συγγρό[9] να κατέχει το 32%, ενώ Σερπιέρης και Παχύς συγκέντρωναν το 28%.
Η σύγκρουση που ήταν πρωτίστως πολιτική (συσχετισμός δυνάμεων Αυλής και Κοινοβουλίου) εξήψε την φαντασία των Ελλήνων, δημιουργώντας την περίφημη «μεταλλομανία» και το κυνήγι του χρυσού αλλά και των μετοχών. Χρηματιστήριο δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα, αλλά αντ’ αυτού λειτουργούσε το καφενείο «Η ωραία Ελλάς», γωνία Ερμού και Αιόλου. Κόσμος και κοσμάκης, μεταξύ των οποίων και ο Εμ. Ροΐδης, επένδυσε στις φήμες για το χρυσάφι που έρεε ποτάμι κάτω από το Λαύριο. Οι περισσότεροι έχασαν τα χρήματά τους. Εκείνοι που κέρδισαν ήταν ο Στεφάνοβικ, ο Ροδοκανάκης, ο Σίνας, ο Ράλλης[10], κυρίως ο Συγγρός αλλά και οι Σερπιέρης, Γ. Παχύς.
[1] Χαρακτηρίζεται femme politique από τη σατιρική εφημερίδα «Μη χάνεσαι». Εκείνο που είναι γνωστό με βεβαιότητα είναι ότι μετέφρασε το «Περί των εν τη Ανατολή γυναικών, Σύγγραμμα της Κομήσσης Δώρας Ιστριάδος… εκδοθέν υπό Χρ. Δούκα».
[2] Η Αιμιλία Σκουζέ το 1894 δεξιώθηκε στο «παλατάκι» τη βασίλισσα Όλγα και όλη την αριστοκρατία της Αθήνας. Το «παλατάκι» ήταν εξοχική κατοικία αρχικά του Όθωνα. Μετά κατοικήθηκε έως το 1886 από τον Τήνιο τραπεζίτη Νικόλαο Νάζο(1813-1888). Στη συνέχεια ιδιοκτήτης του έγινε ο Γεώργιος Θων, επιμελητής των ανακτόρων επί Γεωργίου Α΄.
[3] Στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, 18/1/1908 αναφέρεται ότι στην ιδρυθείσα το 1875 Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (μετά την πρώτη εταιρεία) μετέχουν οι Ι. Σερπιέρης με 18%, Ανδρέας Συγγρός με 32%, Γ. Παχύς 10%, Α. Κορδέλλας 2%, Ιλαρίων Ρου 10%, Β. Μελάς 10%, Ι. Σκαλτσούνης 5% και άλλοι.
[4] Αθ. Μαρκουλή, «Η δημιουργία και εξέλιξη της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου(Γ.Ε.Μ.Λ.) σηματοδοτεί νέες εξελίξεις στον οικονομικό και βιομηχανικό τομέα της Ελληνικής κοινωνίας του 19ου και 20ου αι.», διδακτορική διατριβή ΕΜΠ, Ιούνιος 2008
[5] Η εφημερίδα του Κ. Καραπάνου «Άρτα» αποκαλεί τον Γ. Παχύ «Ιταλό» που έλαβε την ελληνική υπηκοότητα με βασιλικό διάταγμα!
[6] Άρθρο του Κώστα Ε. Μπέη, Λαυρεωτικά με αριθμούς και γεγονότα, Ελευθεροτυπία, 9 Αυγούστου 1982
[7] Να σημειωθεί ότι ο πατέρας του Επ. Δεληγιώργη, ο Μήτρος Δεληγιώργης έγινε βουλευτής με τη βοήθεια της αυλής του Όθωνα! Ο γιος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εκθρόνιση του τελευταίου. Ενώ φέρεται στη συνέχεια εναντίον του Γεωργίου, αλλά μετά γίνεται βασιλικός!
[8] Αυτή την εποχή (περί το 1875) εντάθηκε ο ευρωπαϊκός έλεγχος στο οθωμανικό κράτος γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρέη του. Στα αίτια της χρεοκοπίας περιλαμβάνονται οι μεγάλες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό του στρατού και των συγκοινωνιών. Στο θέμα του εκσυγχρονισμού των συγκοινωνιών θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και ο Κ. Καραπάνος με την απάτη των ιππήλατων τραμ στην Κωνσταντινούπολη.
[9] Ο Ανδρέας Συγγρός ήρθε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη –όπου ονομαζόταν Τσιγγρός- και αποκλήθηκε από τον κόσμο «Λαυριοφάγος» για το ρόλο του στην κατακρήμνυση των μετοχών της εταιρείας Λαυρίου τις οποίες αγόραζαν στη συνέχεια οι άνθρωποί του για ένα κομμάτι ψωμί. Ο Συγγρός ήταν δανειστής του ελληνικού δημοσίου, αγόρασε τσιφλίκια στην Αττική και γύρω από αυτή, σύστησε εταιρίες και ήταν άνθρωπος του βασιλιά. «Λαυριοφάγος» ονομάστηκε από την εφημερίδα «Άρτα» και ο Γ. Παχύς.
[10] Άρθρο της Αναστασίας Λαμπρία «Τα Λαυρεωτικά και το Χρηματιστήριο «Η ωραία Ελλάς»», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7/12/1997: Στην προοπτική των κερδών από τις μετοχές είναι αδύνατο να αντισταθεί ένας λαός που αγαπά τις αποταμιεύσεις και συνάμα τις περιπέτειες» έγραφε από την Αθήνα τον Μάρτιο του 1873 ο γάλλος πρέσβης Ζυλ Φερύ. Ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Μπέρινγκ (προφανώς της οικογενείας της φερώνυμης τράπεζας) διαβεβαίωνε με επιστολή του τον λόρδο Γκράνβιλ, υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, πως τα κοιτάσματα και συνακολούθως οι μετοχές του Λαυρίου «θα κάνουν τον κάθε Ελληνα πλούσιο». Γιώργος Δερτιλής στο Ζήτημα των Τραπεζών (1980): οι εφημερίδες της εποχής με τη ρητορεία τους (διόλου αβαθή εν τούτοις) μεταφέρουν το κλίμα που διαμορφώθηκε από την εντυπωσιακή άνοδο που έφερε πλουτισμό και την ακόμη εντυπωσιακότερη πτώση που προξένησε τον ολοσχερή και οριστικό καταποντισμό των περιουσιών· ο Εμμανουήλ Ροΐδης μέσω της εφημερίδας του, του «Ασμοδαίου», είναι ο δίχως έλεος σχολιαστής (και ο ίδιος άλλωστε είχε καταστραφεί οικονομικά) καθώς και τα Απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού όλα αυτά θα έπρεπε να βρίσκονται στο προσκέφαλο των σημερινών επενδυτών.
Ενα συντομότατο ιστορικό είναι απαραίτητο. Από το 1864 η γαλλική εταιρεία Ρου - Σερπιέρι ανέλαβε την εκμετάλλευση των ορυχείων του Λαυρίου. Προϊόντος του χρόνου προέκυψαν διαφορές μεταξύ της εταιρείας και της κυβερνήσεως Κουμουνδούρου, με κεντρικό σημείο αιχμής τις «εκβολάδες» των υπολειμμάτων των μεταλλευμάτων που βρίσκονταν επί του εδάφους. Οσο υπήρχε η επιμονή κυρίως εκ μέρους του Επ. Δεληγιώργη ότι οι εκβολάδες ήσαν εθνικές και η εταιρεία είχε δικαίωμα μόνο εξορύξεως και όχι εκμεταλλεύσεως των υπέργειων μεταλλευμάτων, άλλο τόσο συνδαυλιζόταν η φημολογία ότι το Λαύριο έκρυβε ποταμούς χρυσού. Η διένεξη οξυνόταν, η εταιρεία απειλούσε ότι θα φέρει τις γαλλικές και ιταλικές κανονιοφόρους, έπεσε η κυβέρνηση και πρωθυπουργός πλέον ο Δεληγιώργης ανέλαβε την επίλυση του ζητήματος. Η φημολογία περί αμύθητου πλούτου εξακολουθεί και η εταιρεία Σερπιέρι βεβαίως δεν έχει κανένα λόγο να βάλει φρένο καθώς κάτι τέτοιο θα μείωνε την τιμή των μετοχών της. Η κυβέρνηση αναζητά αγοραστή των μετοχών της εταιρείας, αυτός ανευρίσκεται κυρίως εις το πρόσωπο του εκ Κωνσταντινουπόλεως τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού και οι μετοχές μεταβιβάζονται εις την τράπεζάν του, την «Τράπεζαν Κωνσταντινουπόλεως». Η νέα μεταλλουργική εταιρεία προχωρεί σε μετοχοποίησή της και τότε μανία απόκτησης μετοχών καταλαμβάνει τους πάντες, ακόμη και τους έχοντες τα μικρότερα βαλάντια. Μετοχές αξίας 200 δρχ. πωλούνται 310 δρχ., περιουσίες φτιάχνονται σε μία νύχτα αλλά ουδείς ασχολείται με το κατά πόσον υπάρχει το ανάλογο αντίκρισμα εντός των μεταλλείων. Οι εγγραφές για την αγορά μετοχών του Λαυρίου αποτελούν τις πρώτες χρηματιστηριακές πράξεις που έγιναν στην Αθήνα. Χρηματιστήριο δεν υπήρχε αλλά υπήρχε το καφενείον «Η ωραία Ελλάς» στη γωνία των οδών Ερμού και Αιόλου, το οποίο εκτελούσε χρέη Χρηματιστηρίου. Η απότομη πυρετώδης άνοδος θα φέρει ακάθεκτο πτώση, οι μέτοχοι καταστρέφονται και αδιάψευστος μάρτυρας είναι το στοιχείο ότι στη διετία 1873-1875 διπλασιάστηκαν οι πτωχεύσεις. Ο Ανδρέας Συγγρός, επιχειρηματίας του 1870 αλλά με χειρισμούς και νοοτροπία που μοιάζει να ανήκει στον 20ό αιώνα και ο οποίος ξεκίνησε με την υπόθεση Λαυρίου την εντυπωσιακή επιχειρηματική του διαδρομή στην Αθήνα, θα είναι ο στόχος, όχι απαραιτήτως και ο ένοχος. Στην εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Συγγρού σημειώνεται: «Ξαφνικά ένα κοινόανίδεο από οικονομικά, και το οποίο μπορούσε συνεπώς εύκολα να παρασυρθεί από λογής καιροσκόπους και κερδοσκόπους, εμπλέκεται σε μια δίνη πολυειδών ψευδαισθήσεων με άμετρες προσδοκίες. Ευκολόπιστοι και καλόπιστοι, αλλά και αφελείς οι Αθηναίοι κυρίως, πιστεύουν ότι είναι δυνατόν μια επιχείρηση αμελημένη εντελώς από την αρχαιότητα, να τους λύσει το οικονομικό πρόβλημα και να μετατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη τη χώρα τους σε γη επαγγελίας. Χωρίς να λάβουν καν υπόψη τους ότι εκείνος που είχε κινήσει όλη την υπόθεση ήταν ένας ξένος επιχειρηματίας, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ταυτίσει τις προσωπικές τουεπιδιώξεις από την επιχείρηση με τις προσδοκίες των Ελλήνων».
Ο Συγγρός, τα Λαυρεωτικά και ό,τι επακολούθησε παρέχουν στον Ροΐδη το έναυσμα και το υλικό για την οξύτερη και καλύτερη σάτιρά του. Στους «Ορισμούς», μέσα από τον «Ασμοδαίο», μαθαίνουμε τι σημαίνουν μεταλλείον και μέρισμα. «Μεταλλείον: Υπόγειος φενάκη». «Μέρισμα: Αρχαία λέξις, μεταπεσούσα εις αχρηστίαν».
Γελοιογραφία του «στρατηλάτη» Συγγρού κοσμεί φυσικά τις σελίδες της εφημερίδας (που άλλωστε είναι γνωστή και για την πληθώρα των αριστουργηματικών γελοιογραφικών πορτρέτων), ενώ η στήλη «Σκνίπες» σημειώνει δίχως έλεος: «Η πλουτολογική επιστήμη εξηκρίβωσε προ πολλού εκ τίνων στοιχείων συνίσταται ο υπό των μεγάλων πλην τιμίων τραπεζιτών και εμπόρων συσσωρευθείς πλούτος. Κατά τας ακριβεστέρας αναλύσεις, τα τάλαντα των Στεφάνοβικ, Ροδοκανάκη, Σίνα, Ράλλη και των τοιούτων συνίστανται εξ ίσων περίπου δόσεων φιλοπονίας, φειδούς, αγχινοίας και τύχης. Υποβαλόντες και ημείς εκ περιεργείας εις τοιαύτην χημικήν ανάλυσιν μίαν λίραν του στρατηλάτου, εύρομεν αυτήν απαρτιζομένην εκ των ακολούθων στοιχείων:
Και αλλού στις «Σκνίπες»: «Η επιχείρησις του Λαυρίου επανήλθεν εις το αρχικόναυτής σημείον, τον πατριωτισμόν. Φιλογενεία κινούμενος ο κ. Α. Τσιγκρόςμετεχειρίσθη τα κεφάλαια ημών, ίνα σώση την Ελλάδα από της ξενικής επεμβάσεως. Οι δε προχθές αναλαβόντες την διεύθυνσιν προτίθενται αντί μερίσματος να προσφέρωσι κατ' έτος εις τους κ.κ. μετόχους την ηθικήν ικανοποίησιν ότι τα χρήματα αυτών χρησιμεύουσιν εις εμψύχωσιν της εθνικής βιομηχανίας. [...] Πολλοί ηπόρησαν τίνι τρόπω συνέλευσις μετόχων εξέλεξεν προχθές συμβούλιον εξ αμετόχων.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου