«Να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγό βαστούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν», Ρήγας Φεραίος.
Αν κάποιος διατύπωνε την απορία, τι εννοούσε ο Ρήγας όταν μιλούσε για απελευθέρωση από τους "λύκους" "Χριστιανούς και Τούρκους", θα αντιμετωπιζόταν με την φοβερή υποψία του αναθεωρητή της πραγματικής ιστορίας.
Αλλά ποια είναι η πραγματική ιστορία και ποιος ο μύθος; Μήπως ήρθε η ώρα να αναστοχαστούμε την ιστορία χωρίς τις φαλκιδεύσεις που επέβαλε η ανάγκη διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας του νεοσύστατου κράτους; Μήπως μια νέα ανάγνωση της ιστορίας θα μας επιτρέψει να ξανασκεφτούμε και να εξηγήσουμε ό,τι συνέβη και ό,τι μας συμβαίνει ακόμη και σήμερα; Μήπως θα πρέπει να δούμε ότι οι Έλληνες δεν ήταν όλοι «σκλάβοι» και πως η διαμόρφωση των βαλκανικών κρατών δεν ήταν παρά η διάσπαση του Ορθόδοξου Μιλέτ (το δεύτερο ισχυρότερο από τα έξι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας); Μήπως πρέπει να ξαναδούμε την ιστορία μας, όντας πια απελευθερωμένοι από τις προκαταλήψεις και τις ιδεολογικές μας «άμυνες»;
Κάποιοι θα μπορούσαν να απαντήσουν θετικά στο πασιφανές, κάποιοι άλλοι όμως για λόγους πολιτικούς και ιδεολογικούς θα επιμείνουν στη συντήρηση των μύθων. Προσωπικά πιστεύω ότι η αναζήτηση της αλήθειας θα μας συμφιλιώσει με τον εαυτό μας, θα μας απελευθερώσει από τα αχρείαστα πια ζωτικά μας ψεύδη, θα μας αλαφρώσει από τα βαρίδια του παρελθόντος και από κάτι που δεν είμαστε, θα μας κάνει πιο πλούσιους καθώς οι τέσσερις αιώνες "σκλαβιάς" δεν ήταν μια πολιτισμική «μαύρη τρύπα», μία άγραφη σελίδα, ένα κενό της ιστορίας, αλλά μια πλούσια πολιτιστική παρακαταθήκη, την οποία κακώς αρνούμαστε. Να ξαναδούμε, λοιπόν, την Ανατολή (όπως καλούσε κι ο Ελύτης) απαλλαγμένοι από την ενοχική ενδοβολή του δυτικού βλέμματος(οριενταλισμός)...
Έλληνες και Τούρκοι στον ίδιο ζυγό;
Το βιβλίο «Ένδοξη δουλεία» της Κατερίνας Μυστακίδου (εκδόσεις Κέδρος) παραπέμπει στον Βολταίρο που, όταν η Ευρώπη μαστιζόταν από τους θρησκευτικούς πολέμους, έλεγε «Δες τε το μεγάλο Τούρκο. Καλύτερα να έχεις πολλές θρησκείες παρά μία». Ο Βολταίρος αναφερόταν στον τρόπο δόμησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την αναγνώριση όλων των θρησκειών και την απόδοση σ’ αυτές θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών, έτσι ώστε καμία να μην μπορεί να αποκτήσει τόση ισχύ ώστε να επιχειρήσει να ελέγξει την κεντρική εξουσία.
Σύμφωνα με την Μυστακίδου, οι Έλληνες δεν ήταν όλοι δούλοι των Οθωμανών. Αντιθέτως, μία μερίδα τους όπως οι Φαναριώτες ήταν μέρος του κατεστημένου της Υψηλής Πύλης. Η συγγραφέας παραθέτει στην εισαγωγή της πως «η σχέση Ελλήνων Ορθοδόξων και Οθωμανών μουσουλμάνων ήταν αμφίδρομη, αμφίσημη και σαφώς διαφορετική για τους Φαναριώτες απ’ ό,τι για τους Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης –Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιους- και τους Ελλαδίτες». Με άλλα λόγια, υπήρχε μία οριζόντια κοινωνική, οικονομική (και πολιτική) διαστρωμάτωση στα διάφορα μιλέτ και κάθε στρώμα είχε αμφίδρομη σχέση με το θρησκευτικά ομόλογό του.
Η συνύπαρξη των διαφόρων «μιλέτ» ήταν ειρηνική και το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» ήταν το δεύτερο πιο πολυάριθμο μετά το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά ο τρόπος διαμοιρασμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Συνεπώς, «η σύγχρονη Ελλάδα παρακολούθησε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούσα η ίδια ένα από τα βασικά συνθετικά κομμάτια της». Όπως ακριβώς και η Τουρκία. Μόνο που η ταύτιση των μουσουλμάνων με τους Τούρκους επέφερε στη συλλογική συνείδηση την ταύτιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Τουρκία, η οποία παρά το ότι δημιουργήθηκε ως σύγχρονο έθνος-κράτος μετά την Μικρασιατική καταστροφή, θεωρήθηκε κληρονόμος της. Πάνω σ' αυτή την "κληρονομιά" βασίζεται η αξίωση της σημερινής ηγεσίας της Τουρκίας για αποκατάσταση του αυτοκρατορικού οθωμανικού παρελθόντος της!
Υπ’ αυτή την έννοια η συγγραφέας μέμφεται την αποποίηση εκ μέρους της Ελλάδας του οθωμανικού της παρελθόντος, για το γεγονός ότι «δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών», για την έλλειψη προνοητικότητας στην εθνική μας ιστορία, ώστε βρίσκοντας προσεκτικά τις ισορροπίες να οικειοποιηθεί το μέρος της οθωμανικής κληρονομιάς που της αναλογεί.
Η Μυστακίδου υποστηρίζει την άποψή της ότι δεν είναι όλοι οι Έλληνες σκλάβοι υπό τον οθωμανικό ζυγό, αναφέροντας τον Πατριάρχη και τους Οθωμανούς χριστιανούς (κατά το αντίστοιχο των Οθωμανών μουσουλμάνων) που «είχαν πρωτεύοντα ρόλο στη δυναστεία των Οθωμανών και υπηρέτησαν κυρίως τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος». Πρόκειται για τους Φαναριώτες και «τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης» που αποτελούσαν «μέρος του μηχανισμού της Υψηλής Πύλης» (οσποδάροι, υπουργοί Εξωτερικών κ.ά.). Ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν και την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»!).
Η θέση της Μυστακίδου αποτυπώνεται σαφώς και ευκρινώς σε μία υποσημείωση στη σελίδα 20 και 21: «Ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής των διαφόρων εθνοτήτων, είτε ως μουσουλμάνοι βεζίρηδες από το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία είτε ως χριστιανοί Φαναριώτες οσποδάροι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην εθνική τους ιστορία όλοι οι Βαλκάνιοι τήρησαν την ίδια στάση. Απλώς ανέφεραν τους άξιους συμπατριώτες τους χωρίς να γίνει καμία διασαφήνιση ότι η άρχουσα τάξη των Οθωμανών αποτελούνταν και από τους «υπόδουλους λαούς»»! Στην πραγματικότητα οι λαοί, ακόμα και οι Τούρκοι, ήταν υπόδουλοι των «από πάνω» όλων των μιλέτ.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί θεωρούνται συλλήβδην «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας, θεωρώντας τους χριστιανούς ως μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Με άλλα λόγια, έχουμε σύμφωνα με τη συγγραφέα την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από τους δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός. Αλλά και ο διαχωρισμός των βαλκανικών λαών με βάση τη θρησκεία και τη γλώσσα είναι αμιγώς οθωμανικοί διαχωρισμοί.
Βέβαια, παρά τις διακρίσεις, στην προσέγγιση της Μυστακίδου δεν αναπτύσσεται η διαφορά μεταξύ των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ούτε και οι διαφορές του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών με την Ελληνική Επανάσταση. Αντιθέτως, αναπτύσσονται οι σχέσεις των Φαναριωτών με τη Ρωσία και η φιλοδοξία των πρώτων «να ηγηθούν μιας ορθόδοξης αυτοκρατορίας η οποία έπρεπε να κληρονομήσει την οθωμανική, χωρίς όμως να αλλάξει τη δομή των βαλκανικών λαών και τη δική τους κυρίαρχη θέση»(άρα η Μεγάλη Ιδέα χρονολογείται από τον 18ο αιώνα). Η εστίαση στους Φαναριώτες εκπληρώνει την υπόθεση εργασίας ότι οι Ελληνο-ορθόδοξοι ήταν μέρος του οθωμανικού συστήματος. Όμως, αποφεύγονται οι γενικεύσεις και επισημαίνονται οι αποχρώσεις, όπως για τον ρόλο μέρους των Φαναριωτών στο νεοελληνικό «Διαφωτισμό».
Εν συμπεράσματι, έχουμε μία κατεύθυνση από τους Φαναριώτες για την Ορθόδοξη αυτοκρατορία και μία ελλαδίτικη προσέγγιση(των ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών) που κινούνταν είτε στο πλαίσιο των Βαλκανίων (Ρήγας) είτε στο αυτονομιστικό πλαίσιο της νότιας Ελλάδας(λόγω και των εκεί αυτόνομων περιοχών).
Ο Καραπάνος
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πως η Θεσσαλία και η Άρτα περιήλθαν μετά την απελευθέρωσή τους το 1881 σε Έλληνες που ανήκαν στην άρχουσα τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήτοι στον έμπορο, τραπεζίτη και προμηθευτή του οθωμανικού στρατού Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφο και το γαμπρό του, ακόλουθο της πρεσβείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Παρίσι, χρηματιστή, τραπεζίτη, αρχαιολόγο (ανακάλυψε το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης με τον μηχανικό Μινέικο), τσιφλικά και υπουργό Κωνσταντίνο Καραπάνο! Οι «Έλληνες αγάδες(τσιφλικάδες)» θεωρήθηκαν αγριότεροι των Οθωμανών μουσουλμάνων! Μάλιστα, ένα ολόκληρο χωριό, το Πέτα Άρτας, επιχείρησε μετά την απελευθέρωση (1881) να μετακινηθεί στο «τούρκικο» εξαιτίας της βάρβαρης συμπεριφοράς των ανθρώπων του τσιφλικά Καραπάνου. Βέβαια, και από την πλευρά του "τούρκικου" ο Καραπάνος διαφέντευε!
Η προσέγγιση της ταξικής διαστρωμάτωσης των διαφόρων θρησκευτικών μιλέτ και η οριζόντια ανταγωνιστική κυριαρχία μας άρχουσας διαθρησκευτικής ελίτ, παραπέμπει σε αυτό που τονίσαμε πιο πάνω, δηλαδή στην ανάγκη αναστοχασμού της οθωμανικής μας ιστορίας που μένει «άγραφτη» ή μάλλον διαγραμμένη από τον γενικό αφορισμό της «σκλαβιάς». Με άλλα λόγια, οι «από κάτω» Έλληνες ήταν σκλάβοι τόσο στους Οθωμανούς όσο και στους χριστιανούς Έλληνες, που ήταν μέλη της άρχουσας τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Το ίδιο ίσχυε και για τους «από κάτω» Οθωμανούς μουσουλμάνους, αυτούς που ο Ρήγας αποκαλεί «Τούρκους». Συνεπώς, οι «λύκοι» ανήκουν σε όλα τα μιλέτ, είναι η διαθρησκευτική και πολυεθνοτική ελίτ, όπως αντίστοιχα είναι και οι υπό «τον ζυγό».
Ο Δαμιανός Μέγης, το 1864, είναι εκείνος που θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με του Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Η Μεγάλη Ιδέα είναι αυτή που θα συνέξει όλους τους Έλληνες, τους «από πάνω» και τους «από κάτω» (τους Φαναριώτες, τους αστούς της Μ. Ασίας αλλά και τους βασανισμένους Ελλαδίτες). Εδώ, η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η θέση αυτή εξέφραζε και τους Φαναριώτες που ήθελαν την αλλαγή εκ των έσω, δηλαδή μία Ορθόδοξη Αυτοκρατορία που διαδεχθεί την Οθωμανική. Ο ρόλος των Φαναριωτών, τελικά, θα κρυφτεί στην «μαύρη τρύπα» των 400 χρόνων σκλαβιάς. Έτσι, ο χρόνος της Ανατολής, ένας ολόκληρος πολιτισμός θα απωθηθεί και θα δαιμονοποιηθεί. Η όποια προσπάθεια ανάσυρσης της απώθηση και αναστοχασμού της ιστορίας θα πυροδοτεί εμφύλιες αντιπαραθέσεις, καθώς θα αποκαλύπτει την ιστορική ταξικότητα της δουλείας, θα ξεσκίζει το πέπλο των μύθων και της «επιφαινόμενης» ιστορίας. Όμως, μόνο με τον αναστοχασμό της ιστορίας θα σταματήσει ο κύκλος του αίματος…
Τι ζητούν οι βάρβαροι;
Το μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Τι ζητούν οι βάρβαροι;» βασίζεται σ’ ένα πραγματικό περιστατικό, τον «ματωμένο γάμο», που οι εμπλεκόμενοι βαλκανικοί λαοί αφηγούνται με τρόπο που να εξυπηρετεί τη διαχείριση της βαλκανικής κληρονομιάς υπό την ηγεμονία τους. Η ιστορική αλήθεια είναι η εκδοχή που νικάει (καταβροχθίζοντας) την άλλη, αλλά και η επιβολή μια συγκεκριμένης εικόνας που επιβάλλει το ευρωπαϊκό βλέμμα (αυτή η ισχυρότερη και ευρύτερη πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία και κατ' επέκταση ηγεμονία επί των ιστορικών "αληθειών").
Στα Βαλκάνια, «οι άνθρωποι πνίγονται, πνίγονταν πάντα, φυλακισμένοι σε μια φυσαλίδα του χρόνου που τους καταδικάζει να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα τον κύκλο του ίδιου κανιβαλικού δράματος […] το χυμένο αίμα δεν έθρεψε τίποτε άλλο από τα σαπρόφυτα».
Και ο Κούρτοβικ προτείνει τον αναστοχασμό (την λεγόμενη «κρυσταλλική μνήμη») πάνω στην ιστορία, αρνούμενος τη «θερμή μνήμη», αυτή που αφηγείται το ιστορικό παρελθόν σαν ζωντανό μύθο. Γιατί η μνήμη είναι ύπουλο πράγμα, όπως συμβαίνει με όσους «σβαρνίζουν τους τάφους μας για να σπείρουν καινούργιο σπόρο στο χωράφι τους, αλλά βουλιάζουν μέσα τους» (σελ. 296).
Η γνώση της ιστορικής αλήθειας, αλλά και η τέχνη, που προτείνει την εκ-σταση (από-σταση από το κατασκευασμένο), καθώς και η βίωση των κοινών πολιτιστικών τελετουργιών μπορεί να γίνει το «φάρμακο» που θα αποκαταστήσει τα τραύματα που προκάλεσε το ψέμα, επιφέροντας τη συμφιλίωση…