«Έλα, εγώ είμαι… Έχεις δουλειά;
–Όχι, γιατί τι έγινε;
–Τίποτα σοβαρό… Να εδώ, χάζευα στο facebook κι έπεσα πάνω σ’ ένα like που έκανες…
–Σε τι;
–Παιδί μου, δεν ήσουν στο facebook πριν λίγη ώρα;
–Ε ναι… Και;
–Και έκανες like, λέω, σε μια φωτογραφία που σου άρεσε…
–Ε και; Τι θες να πεις ρε Κατερίνα, δε σε καταλαβαίνω.
–Εγώ; Τίποτα… Απλώς, σχόλια κάνω. Καλά, το like το προσπερνάω κι ας μην το έχεις κάνει ποτέ σε μένα. Την καρδούλα, ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί την κόλλησες δίπλα; Σε εκφράζει;
–Ρε κοπέλα μου, να με τρελάνεις θες μεσημεριάτικα; Με πήρες τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου κάνεις παρατήρηση, επειδή έβαλα μια καρδούλα δίπλα σ’ ένα like που έκανα; Ήμαρτον!
–Αααα, ήμαρτον ε; Κάτσε να κάνω κι εγώ like λοιπόν με καρδούλες σε γνωστούς, να δούμε θα σ’ αρέσει; Γιατί δεν διάλεξες στο κάτω κάτω ένα άλλο ανθρωπάκι; Τόσες επιλογές σου είχε. Η καρδούλα εκφράζει καλύτερα τα συναισθήματά σου;
–Ε, εντάξει… τα ‘χεις παίξει! Μιλάς σοβαρά τώρα, πως σε πείραξε η καρδούλα;
–Ναι πολύ σοβαρά. Γιατί δεν μου δίνεις, όμως, μια εξήγηση και το προσπερνάς έτσι; Περιμένω…
–Ρε Κατερίνα, ηρέμησε! Τα έχουμε πει αυτά… δεν μου αρέσει να κάνουμε like ο ένας στον άλλον, τι θες τώρα; Να μας κοροϊδεύει ο κόσμος ότι κάνουμε like μεταξύ μας; Γιατί εσύ, μου κάνεις όταν ανεβάζω τίποτα; Σου έχω κάνει ποτέ παράπονα;
–Εγώ κύριε, δεν σου κάνω, γιατί μου το έχεις απαγορέψει ρητά. Κατάλαβες;
–Εντάξει, κατάλαβα. Τι θες τώρα από μένα, δεν έχω καταλάβει…
–Τίποτα και συγνώμη για την ενόχληση. Καλή συνέχεια να έχεις στα like σου, κι άλλη φορά, να είσαι πιο προσεκτικός στις επιλογές σου γιατί τις βλέπουν κι άλλοι […]
–Εντάξει Κατερινάκι. Σ’ αφήνω, θα τα πούμε μετά λοιπόν…
–Αν με βρεις σπίτι κύριε, μετά, καλώς… Αλλιώς, θα σου γράψω στο facebook σε ποια τοποθεσία θα βρίσκομαι για να ‘ρθεις να με βρεις.
–Κατερίνα…
–Μην ανησυχείς, με μήνυμα inbox θα στο στείλω αφού έχεις πρόβλημα.
–Κατερίνα…
–Γεια σου Γιωργάκη. Και μην ξεχάσεις, να περάσεις απ’ τη μαμά σου να πάρεις τα πλυμένα, γιατί αύριο, δεν θα έχεις τι να φορέσεις καρδιά μου. Καλή συνέχεια…»*.
Οι βραχυπρόθεσμες εγκρίσεις του αντίχειρα, τα λάικ, οι καρδιές, τα οκ, δημιουργούν μια πλαστή αίσθηση αξίας και αλήθειας, ενισχύουν τον προσωπικό ναρκισσισμό και αυξάνουν τον λεγόμενο «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Ένα ασήμαντο πράγμα μεγεθύνεται και θεωρείται μείζον, μία ελάχιστη διαφωνία εκλαμβάνεται ως διαφωνία «αρχής».
Οι νέοι και οι νέες αιωρούνται συχνά μεταξύ της ανάγκης για αγάπη και της επιθυμίας για ανεξαρτησία, γράφει η ψυχίατρος Hiriyoyen**. Θέλουν να είναι ελεύθεροι/ες, ζώντας συγχρόνως τον έρωτα και το σεξ με τρόπο έντονο και παθιασμένο. Στα ζευγάρια, αυτοί/ες θέλουν να κρατήσουν την πλευρά του προνομιούχου. Κατά την αναζήτηση του έρωτα, περισσότερο από τη δημιουργία μιας σχέσης, διερευνούν πρωτίστως τους εαυτούς τους, αναζητώντας την πλέον δυνατή βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους. Αλλά όταν πάσχουν από υπερβολικό εαυτό δεν αφήνουν χώρο για τον άλλο/η. Πολύ συχνά, ο έρωτας τοποθετημένος στο κέντρο της σχέσης δεν είναι παρά ένας «ναρκισσιστικός έρωτας», που θα επιτρέψει την προσωπική «άνοιξη» του ενός ή της μιας, κυρίως του άνδρα που για να μείνει ελεύθερος εφευρίσκει τις δικές του αξίες, όπως επί παραδείγματι η «πολυγαμία», όπου αγαπάμε, χωρίς το φόβο της εξάρτησης.
Τα νέα ζευγάρια είναι σήμερα πιο επικεντρωμένα στην αυτονομία τους. Οι νέες γυναίκες τολμούν πλέον να εκδηλωθούν και οι νέοι άντρες αποδέχονται (όχι εύκολα) να μοιραστούν τα καθήκοντα και τη φροντίδα των παιδιών. Βρισκόμαστε ωστόσο απέναντι σε ένα παράδοξο: Από τη μία πλευρά, η ζωή εις «διπλούν» (ως ζεύγος) φαίνεται ότι είναι ένα καταφύγιο απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου, από την άλλη πλευρά, όμως, το διαζύγιο έχει καταστεί μπανάλ και συμβαίνει πολύ πιο συχνά απ’ ότι παλιότερα. Δεσμευόμαστε αλλά για μία ορισμένη διάρκεια. Εάν ο άλλος μας ικανοποιεί, ανανεώνουμε τη δέσμευση, αλλά όταν δεν μας ικανοποιεί, απομακρυνόμαστε τάχιστα. Τα ζευγάρια εξυπηρετούνται από τον/την παρτενέρ όπως από ένα «αντικείμενο» που το «πετάμε» όταν δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ή κρίνεται «χαλασμένο». Η προσωπική ζωή όπως και η επαγγελματική γίνονται αποσπασματικές. Όπως το εξηγεί ο Σ. Μπάουμαν***, η μείωση της κοινωνικότητας οξύνθηκε και επιταχύνθηκε από την τάση, που προκαλεί ο κυρίαρχος καταναλωτικός πολιτισμός, «να χαρακτηρίζουμε τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις ως καταναλωτικά αντικείμενα και να τις κρίνουμε, όπως τα αντικείμενα, ανάλογα με την ευχαρίστηση που μπορούν να προσφέρουν, και με όρους του τύπου «αξίζουν τα λεφτά τους»»!
Ο καθένας αυτοπροωθείται ως "εικόνα-προϊόν", που έχει αξία, κρύβοντας τις αδυναμίες του είτε πειράζοντας δόλια τις φωτογραφίες ή το βιογραφικό του. Οι σχέσεις του είναι χρησιμοθηρικές και ο ένας μετασχηματίζεται σε όργανο για την ικανοποίηση των αναγκών του άλλου. «…Και μην ξεχάσεις, να περάσεις απ’ τη μαμά σου να πάρεις τα πλυμένα, γιατί αύριο, δεν θα έχεις τι να φορέσεις καρδιά μου…», λέει η χολωμένη Κατερίνα στον Γιώργο που την «απάτησε» με ένα like που έκανε σε μία άλλη γυναίκα! Συνεπώς, αυτό που μοιάζει να είναι μια αληθινή συνάντηση, είναι μια συνάντηση ποσοτικοποιημένων ωφελειών, είναι η συνάντηση δύο προσώπων κρυμμένων πίσω από τις μάσκες κοινωνικών κανόνων, δύο νάρκισσων, που βλέπουν τους άλλους ωφελιμιστικά. Είναι ανίκανοι να αγαπήσουν και να σεβαστούν τους άλλους γι' αυτό που είναι, γιατί ο βασικός λόγος της σχέσης τους είναι αυτή να ανεβάσει την προσωπική τους εικόνα(αξία). Οι ερωτικές ή φιλικές σχέσεις τους συνάπτονταν μόνο στη λογική της επίτευξης στόχων ή για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης. Στην ερωτική σχέση ο άλλος πρέπει να είναι εξαρτώμενος. Ο Νάρκισσος δεν αποδέχεται τη δέσμευση που θα τον ενέπλεκε σε μία ορισμένη εξάρτηση και συνεπώς σε κατάσταση αδυναμίας. Τα παιδιά συνιστούν ένα είδος εξάρτησης και αποφεύγονται.
Ερωτικά ο/η Νάρκισσος λέει φοβερά λόγια και δίνει απίστευτες υποσχέσεις, δημιουργεί στον/στην παρτενέρ την ψευδαίσθηση ότι είναι μοναδικός/ή, και τον κάνει να πιστεύει στο απόλυτο έρωτα. Δυστυχώς δεν πρόκειται για μία αμοιβαία σαγήνη, όπου ο καθένας φροντίζει τον άλλο, αλλά για μία ναρκισσιστική σαγήνη που επιδιώκει να γοητεύσει τον άλλον/η, και συγχρόνως να τον παραλύσει. Πολύ γρήγορα ο παρτενέρ δυσαρεστείται, καθώς ο Νάρκισσος δεν είναι πια περιποιητικός και εμπλέκεται ελάχιστα στη σχέση. Ο Νάρκισσος δεν είναι ικανός να είναι τρυφερός και στοργικός, γιατί αυτό που θέλει κυρίως είναι να ασχολούνται μαζί του και να τον ανεβάζουν. Ο σύντροφος του Νάρκισσου είναι εκεί για να τον θαυμάζει, να τον στηρίζει και να τον ευχαριστεί, χωρίς να απολαμβάνει καμία προσοχή ο ίδιος/ια. Αγαπούν αυτούς που προσθέτουν στην αγάπη που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Ο Νάρκισσος βγαίνει με πλούσιες γυναίκες ή γυναίκες «τρόπαια»(νέες και πολύ όμορφες), επιδεικνύοντας έτσι τα πλούτη του. Επίσης, η Νάρκισσος βγαίνει με επώνυμους άνδρες για να ανεβάσει την αξία της εικόνας της με ποσοτικούς όρους.
Κάποιος έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει έναν αλγόριθμο πρόβλεψης της προοπτικής μιας ερωτικής σχέσης, ποσοτικοποιώντας τις πολλαπλές αβεβαιότητές της και με την ελπίδα ότι η αγάπη θα άκουγε τους… αριθμούς. Τελικά το μόνο που προέκυψε ήταν ο ιστότοπος γνωριμιών Nanaya, που αποφέρει κέρδη μόνο στον δημιουργό του.
Με τη χρήση των αλγορίθμων απομονώνονται και λαμβάνονται υπόψη μόνο «τα ποσοτικά μετρήσιμα μεγέθη», ενώ ό,τι δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί θα βρεθεί έξω από τη σφαίρα του πραγματικού. Όμως, η «μαθηματική γλώσσα», αντί να εκφράζει τον απέραντο πλούτο της φύσης και την ποικιλία των συγκινήσεων και του έρωτα, εκφράζει εν τέλει το «πυθαγόρειο φάντασμα», σύμφωνα με το οποίο ένας εκ γενετής κωφάλαλος μπορεί να απολαύσει μια μουσική εξετάζοντας την παρτιτούρα της. Τα συναισθήματα, τα βιώματα και οι μεταφυσικές αγωνίες, ο έρωτας και η ομορφιά έγιναν παγωμένα σύνολα ημιτόνων, λογαρίθμων και τριγώνων, για να εξοβελιστούν, τελικά, στο χώρο των αυταπατών από τη, «φυσικο-μαθηματικής νοοτροπίας», φιλοσοφία του Καρτέσιου, κατά την οποία ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει μόνο «με την παρότρυνση της νόησης»!
Όμως, η αγάπη δεν είναι ούτε εμπορική ανταλλαγή αναγκών ούτε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που θα προσπορίσει κέρδη στους εταίρους, ούτε πολύ περισσότερο μία σύμβαση μεταξύ δύο ναρκισσιστών. Η αγάπη, όπως σημειώνει ο Alain Badiou, «Είναι μια κατασκευή που αναγκάζει τους συμμετέχοντες να ξεπεράσουν τον ναρκισσισμό. Για να διαρκέσει η αγάπη κάποιος πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του... Απαιτεί δουλειά... Η αγάπη είναι τόσο συνάντηση όσο και κατασκευή. Είναι ένα σχέδιο συν-κατασκευής. Είναι η γέννηση της συν-δυνατότητας. Είναι μια διαδικασία αλήθειας». Ένα πράγμα που ο Πλάτωνας είδε σωστά, λέει ο Badiou, ήταν ότι θεώρησε την αγάπη ως εμπειρία αλήθειας. Η αγάπη ανάγεται σε μια διαφορετική εμπειρία αλήθειας, δηλαδή στην αλήθεια ενός κόσμου που βιώνεται «από τη σκοπιά των δύο παρά του ενός». Για τον Badiou, η αγάπη είναι μια διαρκής αναζήτηση της αλήθειας. Αυτή η αναζήτηση αρχίζει με την τυχαία συνάντηση, ένα γεγονός που αλλάζει για πάντα τα δύο άτομα, είναι η διαρκής επανεφεύρεση της ζωής (δύο ζωές γίνονται μια ζωή που είναι ακόμα δύο ζωές).
Οι σχέσεις μπορεί να λήξουν, αλλά η αγάπη που μοιραστήκαμε με ένα άτομο θα διαρκέσει για πάντα, λέει ο Μπαντιού. Η αγάπη, ωστόσο, είναι μια πολύ βίαιη, οδυνηρή και αγωνιώδης διαδικασία. Δεν είναι συνώνυμη της ειρήνης. Ο εγωισμός είναι ο πραγματικός εχθρός της, ενώ αντίθετα, πρώτη προϋπόθεση για την υψηλότερη μορφή της αριστοτελικής αγάπης είναι η αγάπη του εαυτού. Χωρίς εγωιστική βάση, κανείς δεν μπορεί να επεκτείνει τη συμπάθεια και την αγάπη προς τους άλλους, λέει ο Αριστοτέλης. Δηλαδή, μόνο αν σας αρέσει ο εαυτός σας και αισθάνεστε ασφαλείς στον εαυτό σας, θα έχετε πολλή αγάπη για να δώσετε στους άλλους. Ή, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, "Όλα τα φιλικά συναισθήματα για τους άλλους είναι μια επέκταση των συναισθημάτων ενός ανθρώπου για τον εαυτό του." Ως διαδικασία αλήθειας ο έρωτας βρίσκεται κοντά στην πολιτική. «Η ερωτική ευτυχία», λέει ο Μπαντιού, «είναι η απόδειξη πως ο χρόνος μπορεί να φιλοξενήσει την αιωνιότητα. Μια τέτοια απόδειξη είναι ο πολιτικός ενθουσιασμός όταν συμμετέχουμε σε μια επαναστατική δράση». Και στον έρωτα και στην πολιτική έχουμε επίσης συμβάντα, διακηρύξεις, πίστη. Αν ο έρωτας είναι η κατασκευή του Δύο, «η πολιτική δράση καθιστά αλήθεια αυτό για το οποίο είναι ικανό το συλλογικό. Παραδείγματος χάρη είναι ικανό για ισότητα; Είναι ικανό να ενσωματώσει το ετερογενές; Να σκεφτεί πως δεν υπάρχει ένας μόνο κόσμος;»****
«Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει αγάπη», λέει ο Έρμαν Έσσε***** και παραθέτει το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, το Ασχημόπαπο, που έχει ως ερμηνευτικό κλειδί την αναζήτηση του εαυτού. Όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη, όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί. Όταν δινόμαστε ενεργά σε κάτι, δε μένει χώρος για ανησυχία. Αν ασχολούμαστε με τον άλλο, αντί να ανησυχούμε, θα εξοικονομήσουμε πολύτιμη ενέργεια, που τη σπαταλάμε φτιάχνοντας καταστροφικά σενάρια. Ίσως η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στην αγάπη που αναφέρει ο Έσσε και στο πώς την αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι ο τρόπος που μιλάμε γι’ αυτή. Ενδυόμαστε συνήθως τον κτητικό έρωτα. Όμως η τέχνη του αγαπάν είναι κάτι πολύ πιο ευρύ.
Μπορούμε να δούμε τις απόψεις του Έσσε συμπληρωματικά με τις απόψεις άλλων διανοητών. Ο Έριχ Φρομ έγραφε: «Η αγάπη είναι η μόνη ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης». Είναι πρωτίστως τέχνη: «Η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν' αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη. Αν πραγματικά αγαπώ έναν άνθρωπο, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον «σ’ αγαπώ», πρέπει να είμαι ικανός να πω «αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου...»******.
Εν κατακλείδι, όπως λέει ο Μπαντιού, η αγάπη είναι παράλληλα κι ένα πολιτικό γεγονός. Η αγάπη μπορεί να είναι ένα σημείο αντίστασης απέναντι στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη γιατί ο καπιταλισμός θέλει να επικεντρωθούμε ναρκισσιστικά στον εαυτό μας με τρόπο που να είναι παντελώς ασύμβατος με την αγάπη.
* Αφήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη, (απόσπασμα) στο Fb
** Hiriyoyen, Les Narcisse
*** Σ. Μπάουμαν, Ρευστοί καιροί
**** Αλέν Μπαντιού, Έρωτας και επανάσταση, artinews.gr
***** Άλλαν Πέρσυ, ’Eσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας, μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα, Εκδόσεις Πατάκη, 2013
***** Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1978, σελ. 11, 15-16.