«Είμαστε υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της ΝΔ στη Βουλή. Αλλά πόσο δημοκρατία είναι η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» του; «Είμαστε όλοι επαγγελματίες…», δήλωσε ο ομοϊδεάτης του Γεωργιάδη, πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ. Η δημοκρατία, συνεπώς, των Γεωργιάδη-Ρούτε δεν είναι μία δημοκρατία των πολιτών αλλά μία δημοκρατία των «επαγγελματιών της πολιτικής», των ειδικών.
Η ανιδιοτελής συμμετοχή στα κοινά αντικαταστάθηκε από την «επαγγελματοποιημένη δημοκρατία», όπου η πολιτική ασκείται από «ειδικούς τεχνοκράτες», ενώ οι πολίτες και οι πολιτικοί θεσμοί επεξεργασίας και έκφρασης των αιτημάτων της κοινωνίας θεωρούνται άχρηστοι. Τα αιτήματα της κοινωνίας διαμορφώνονται πλέον μέσα από τους μηχανισμούς των δημοσκοπικών ερευνών χωρίς την οργανωμένη έκφραση των πολιτών (δηλαδή τα κόμματα και τα συνδικάτα). Τα πολιτικά κόμματα και οι άλλοι φορείς πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι πλέον κελύφη αδειανά. Έτσι πραγματοποιείται ο περίφημος «δημοκρατικός ελιτισμός», που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις επιλογές που αφορούν τη ζωή τους. Ο λαός ως πολιτικό σώμα θεωρείται όχι απλά «ανώριμος», αλλά ά-χρηστος. Αν είναι όμως έτσι, πώς συντελείται η ένταξη των πολιτών στην κοινωνία, τι τους παρέχει ταυτότητα και τι τους συνέχει; Εδώ εμφανίζεται η χρησιμότητα της εκπαίδευσης, της πληροφόρησης και του «φόβου», του φόβου για τον «άλλο», τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον έγχρωμο, τον διαφορετικό. Η ταυτότητα καθορίζεται -για την ακρίβεια ετεροκαθορίζεται- από τον «άλλο». Η κοινωνία αρμολογείται μέσω του φόβου, συνιστώντας μία σύγκλιση φοβισμένων ανθρώπων. Το πολιτικό σύστημα και τα μίντια είναι αυτά που τροφοδοτούν με συνεχείς δόσεις φόβου. Όταν ο φόβος δεν είναι ικανός να λειτουργήσει αδρανοποιητικά, όταν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που διαφεύγουν από το φοβικό περιβάλλον, τότε ενεργοποιείται η καταστολή. Σε όλες σχεδόν τις «επαγγελματοποιημένες δημοκρατίες» οι δυνάμεις καταστολής είναι αυτές που ενισχύονται πιο πολύ. Επίσης, ενισχύονται οι «ειδικοί της νομιμοποίησης», οι μιντιακοί διανοούμενοι, και οι λεγόμενοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η ενίσχυση της αστυνομίας και η τακτοποίηση εκατοντάδων δημοσιογράφων καθώς και η οικονομική (σκανδαλώδης) ενίσχυση των φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η κυριαρχία επί της πνευματικής παραγωγής(παιδεία, διανόηση) από τη μια πλευρά, και η κατασταλτική βία από την άλλη, είναι οι δύο συνιστώσες της χειραγώγησης του πληθυσμού, οι δύο όψεις της παραβολικής «μετα-δημοκρατίας» του Γεωργιάδη, του Ρούτε, του Χρυσοχοΐδη, του Όρμπαν και του Τραμπ, είναι οι δύο πόλοι της αιώρησης: του «ήπιου» και του «βίαιου βοναπαρτισμού».
Στη δημοκρατία του «βοναπαρτισμού», δηλαδή του αυταρχισμού, η διάκριση των εξουσιών είναι ένα ψεύδος, καθώς, όπως είδαμε, η διακυβέρνηση γίνεται μέσω επικοινωνιακών μηχανισμών, ενώ δεν υπάρχει η πραγματικά ανεξάρτητη λειτουργία των άλλων θεσμών. Όπως αποκαλύπτει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, η σύγχρονη «δημοκρατία» έχει διαβρώσει τους θεσμούς και τους κοινωνικούς κανόνες στους οποίους στηρίζεται η «σχετική ισότητα» και τους έχει αντικαταστήσει από ένα δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Στην υπόθεση επί παραδείγματι της Novartis, στο εσωτερικό της δικαιοσύνης είχαμε δύο διαφορετικές δικαστικές προσεγγίσεις. Το ποια πλευρά είχε δίκιο, επιλύθηκε με «πολιτικό τρόπο» και όχι δικανικό. Η άποψη των προσκείμενων στο κόμμα που νίκησε στις εκλογές του 2019, επικράτησε! Οι αντίθετοι διώκονται. Εξάλλου, όταν η ανώτατη ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία, για ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε;
«Το δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας», που περιγράφει ο Κρούγκμαν, προμηθεύει στους υπάκουους πολιτικούς με τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις σε πανεπιστήμια, ή σε μεγάλες εταιρείες). Αντιθέτως, διώκουν και υπονομεύουν τους ανυπάκουους. Οι ίδιοι θεσμοί συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και ακτιβιστών που θα εκλαϊκεύουν και θα ενισχύουν αντιλήψεις όπως για την ανάγκη μείωσης των μισθών και των συντάξεων, ή για την ανάγκη ελάφρυνσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων, της πάταξης της εγκληματικότητας που οφείλεται δήθεν στους μετανάστες, της ανευθυνότητας των αλληλέγγυων, του άβατου των Εξαρχείων κ.ά. Οι «κάτω» θα πρέπει να πειθαρχούν, όχι με μία συνειδητή αλλά με μία ασυνείδητη πειθαρχία μέσω της διαμόρφωσης νέων ή ενίσχυσης παλιών στερεότυπων και του «φόβου». Αυτή η «δημοκρατία» θέλει έναν «πολίτη» ιδιώτη, ένα νευρόσπαστο, μια μαριονέτα, ένα είδος άσκεφτου "νοικοκύρη" που τσακίζει το κεφάλι του Ζακ, έναν ηλίθιο φασίστα, έναν ρατσιστή μπάτσο που κόβει την ανάσα του Φλόιντ.
Ο Λέστερ Θόροου, εδώ και χρόνια έγραφε ότι η περίφημη «κοινοβουλευτική δημοκρατία» είναι ολιγαρχία και όχι δημοκρατία καθώς στις εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, οι οποίοι αγοράζουν τα πακέτα των ψήφων των «κάτω». Εργοδότες και στην Ελλάδα κατευθύνουν τους υπαλλήλους τους να ψηφίζουν συγκεκριμένους πολιτικούς. Από την πλευρά του ο Πωλ Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά. Ο «νέος νιτσεϊσμός», σύμφωνα με τον Χάμπερμας, τείνει να αποδομήσει όλα τα κριτήρια και να δείξει ότι η πολιτική «αναλώνεται αποκλειστικά σε βρώμικες υποθέσεις», ενισχύοντας την απαξίωσή της. Αυτό επαυξάνεται από το γεγονός της οικονομικής κυρίως εξάρτησης των πολιτικών από το επιχειρείν. Το «μαύρο πολιτικό χρήμα» αλλά και η έλλειψη συνείδησης εκ μέρους των πολιτικών για το άδικο του πράγματος είναι το μέγα σκάνδαλο της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η επίλυση του ζητήματος της διαφθοράς με την αντικαστάσταση των πολιτικών από τους ειδικούς τεχνοκράτες και την "επαγγελματοποιημένη δημοκρατία", είναι μία απροσχημάτιστη και ανοιχτή ολιγαρχία, είναι μία κατάργηση της δημοκρατίας και της ανιδιοτελούς ενεργού συμμετοχής στα κοινά.
Η σύγχρονη δημοκρατική αντίσταση
Γι' αυτό οι πολίτες που δεν έχουν ακόμα αποχαυνωθεί, κυρίως οι νέοι, τα βλέπουν όλα αυτά και αρνούνται να συμμετάσχουν στο πανηγύρι των εκλογών. Αυτό δείχνει το μεγάλο ποσοστό της αποχής παντού. Οι πολίτες αρνούνται τους επαγγελματίες της πολιτικής και το στημένο παιγνίδι τους. Κάποιοι μιλούν για το τέλος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ότι η πραγματική δημοκρατία δεν είναι ουτοπία. Άλλοι επαναφέρουν το αρχαίο δικαίωμα στην Ισηγορία και άλλοι θεωρούν ότι εισερχόμαστε στην εποχή της «αυτοοργανωμένης δημοκρατίας» που διαδέχεται την αντιπροσωπευτική. Όλα αυτά είναι θέσεις, οι οποίες απλώς φανερώνουν το «όχι» στη μεταδημοκρατία, στη δημοκρατία δίκην προσομοίωσης, την ολιγαρχία με δημοκρατική μάσκα, όπου βιομήχανοι και πολιτικοί διαπραγματεύονται τα πακέτα των ψήφων, είναι η απάντηση στην «δημοκρατία» απάτη των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη, Ρούτε και λοιπών.
Και ιδού, βλέπω, τον Κώστα και τα άλλα παιδιά, ακούω τον Βασίλειο στο Βόλο να φωνάζει «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα», ακούω τη φωνή από τη ζούγκλα της Λακαντόνα να λέει «Ακόμη και αν χάσουμε, θα νικήσουμε...», κοιτάζω τη Γιάννα, την Ελένη, την Αθηνά, τη Μαρία καθώς αγκαλιάζουν τρυφερά τα προσφυγόπουλα, κι αισθάνομαι το κύμα που φουσκώνει, την ΕΛΠΙΔΑ που ανθίζει. Γι' αυτό λέως να μην αφήσουμε τους «σερίφηδες» του Χρυσοχοΐδη, του Γεωργιάδη, του Μητσοτάκη να μαραγκιάσουν την ελπίδα. Να μην αφήσουμε τη σιδερόφρακτη «δημοκρατία» τους να κόψει την ανάσα στην ελπίδα. Η ελπίδα αυτή διαμορφώνει ήδη νέες πολιτικές δομές, τις οποίες νοηματοδοτεί άλλοτε με την αλληλεγγύη και άλλοτε με την οργή. Διατηρεί ζωντανό το πνεύμα της αντίστασης που «είναι η πρώτη βάση όλων των δημοκρατιών», όπως λέει ο καθηγητής Μπ. Μπαντί (Le Monde). Εδώ ο ξένος, ο πρόσφυγας κι ο μετανάστης, εδώ η γυναίκα, εδώ οι ΛΟΑΤΚΙ, εδώ οι Ρομά, εδώ οι άνεργοι και οι άστεγοι, εδώ όλοι οι απόκληροι «αποφυσικοποιούν» την αδικία που υφίστανται και σηκώνονται από τα γόνατα και ΠΟΛΕΜΟΥΝ για Δικαιοσύνη και Ισότητα. Γι’ αυτό θέλουν να εξαφανίσουν τα ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Γιατί εκεί οι νέοι βιώνουν σήμερα κομμάτια της Ουτοπίας. Εκεί στις καταλήψεις που θέλει να «κλείσει» ο Χρυσοχοΐδης, υπάρχει Αλληλεγγύη, Αγάπη, Σκέψη, Τέχνη, Τραγούδι, Χορός, Ποίηση, ΖΩΗ! Εδώ μ’ ένα «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα» η Κοινωνία των Φόβων ακυρώνεται και μια νέα ιδρύεται, μια κοινωνία της Ευαισθησίας και της Ενσυναίσθησης. Εδώ στις ρωγμές της Αυταρχικής «Δημοκρατίας» βρίσκει καταφύγιο η φαντασία και ο αναστοχασμός της δημοκρατίας και μαζί και του εαυτού μας, η ελπίδα...