Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Στις ρωγμές της αυταρχικής «δημοκρατίας» ανθίζει η ελπίδα

«Είμαστε υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της ΝΔ στη Βουλή. Αλλά πόσο δημοκρατία είναι η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» του; «Είμαστε όλοι επαγγελματίες…», δήλωσε ο ομοϊδεάτης του Γεωργιάδη, πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ. Η δημοκρατία, συνεπώς, των Γεωργιάδη-Ρούτε δεν είναι μία δημοκρατία των πολιτών αλλά μία δημοκρατία των «επαγγελματιών της πολιτικής», των ειδικών.

Η ανιδιοτελής συμμετοχή στα κοινά αντικαταστάθηκε από την «επαγγελματοποιημένη δημοκρατία», όπου η πολιτική ασκείται από «ειδικούς τεχνοκράτες», ενώ οι πολίτες και οι πολιτικοί θεσμοί επεξεργασίας και έκφρασης των αιτημάτων της κοινωνίας θεωρούνται άχρηστοι. Τα αιτήματα της κοινωνίας διαμορφώνονται πλέον μέσα από τους μηχανισμούς των δημοσκοπικών ερευνών χωρίς την οργανωμένη έκφραση των πολιτών (δηλαδή τα κόμματα και τα συνδικάτα). Τα πολιτικά κόμματα και οι άλλοι φορείς πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι πλέον κελύφη αδειανά. Έτσι πραγματοποιείται ο περίφημος «δημοκρατικός ελιτισμός», που δεν θεωρεί σπουδαίο το ζήτημα της συμμετοχής των πολιτών στις επιλογές που αφορούν τη ζωή τους. Ο λαός ως πολιτικό σώμα θεωρείται όχι απλά «ανώριμος», αλλά ά-χρηστος. Αν είναι όμως έτσι, πώς συντελείται η ένταξη των πολιτών στην κοινωνία, τι τους παρέχει ταυτότητα και τι τους συνέχει; Εδώ εμφανίζεται η χρησιμότητα της εκπαίδευσης, της πληροφόρησης και του «φόβου», του φόβου για τον «άλλο», τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον έγχρωμο, τον διαφορετικό. Η ταυτότητα καθορίζεται -για την ακρίβεια ετεροκαθορίζεται- από τον «άλλο». Η κοινωνία αρμολογείται μέσω του φόβου, συνιστώντας μία σύγκλιση φοβισμένων ανθρώπων. Το πολιτικό σύστημα και τα μίντια είναι αυτά που τροφοδοτούν με συνεχείς δόσεις φόβου. Όταν ο φόβος δεν είναι ικανός να λειτουργήσει αδρανοποιητικά, όταν υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που διαφεύγουν από το φοβικό περιβάλλον, τότε ενεργοποιείται η καταστολή. Σε όλες σχεδόν τις «επαγγελματοποιημένες δημοκρατίες» οι δυνάμεις καταστολής είναι αυτές που ενισχύονται πιο πολύ. Επίσης, ενισχύονται οι «ειδικοί της νομιμοποίησης», οι μιντιακοί διανοούμενοι, και οι λεγόμενοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η ενίσχυση της αστυνομίας και η τακτοποίηση εκατοντάδων δημοσιογράφων καθώς και η οικονομική (σκανδαλώδης) ενίσχυση των φιλοκυβερνητικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η κυριαρχία επί της πνευματικής παραγωγής(παιδεία, διανόηση) από τη μια πλευρά, και η κατασταλτική βία από την άλλη, είναι οι δύο συνιστώσες της χειραγώγησης του πληθυσμού, οι δύο όψεις της παραβολικής «μετα-δημοκρατίας» του Γεωργιάδη, του Ρούτε, του Χρυσοχοΐδη, του Όρμπαν και του Τραμπ, είναι οι δύο πόλοι της αιώρησης: του «ήπιου» και του «βίαιου βοναπαρτισμού».

Στη δημοκρατία του «βοναπαρτισμού», δηλαδή του αυταρχισμού, η διάκριση των εξουσιών είναι ένα ψεύδος, καθώς, όπως είδαμε, η διακυβέρνηση γίνεται μέσω επικοινωνιακών μηχανισμών, ενώ δεν υπάρχει η πραγματικά ανεξάρτητη λειτουργία των άλλων θεσμών. Όπως αποκαλύπτει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν,  η σύγχρονη «δημοκρατία» έχει διαβρώσει τους θεσμούς και τους κοινωνικούς κανόνες στους οποίους στηρίζεται η «σχετική ισότητα» και τους έχει αντικαταστήσει από ένα δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Στην υπόθεση επί παραδείγματι της Novartis, στο εσωτερικό της δικαιοσύνης είχαμε δύο διαφορετικές δικαστικές προσεγγίσεις. Το ποια πλευρά είχε δίκιο, επιλύθηκε με «πολιτικό τρόπο» και όχι δικανικό. Η άποψη των προσκείμενων στο κόμμα που νίκησε στις εκλογές του 2019, επικράτησε! Οι αντίθετοι διώκονται. Εξάλλου, όταν η ανώτατη ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία, για ποια διάκριση των εξουσιών μιλάμε;

«Το δίκτυο θεσμών με οσμή μαφίας», που περιγράφει ο Κρούγκμαν, προμηθεύει στους υπάκουους πολιτικούς με τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας(θέσεις σε πανεπιστήμια, ή σε μεγάλες εταιρείες). Αντιθέτως, διώκουν και υπονομεύουν τους ανυπάκουους. Οι ίδιοι θεσμοί συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων και ακτιβιστών που θα εκλαϊκεύουν και θα ενισχύουν αντιλήψεις όπως για την ανάγκη μείωσης των μισθών και των συντάξεων, ή για την ανάγκη ελάφρυνσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων, της πάταξης της εγκληματικότητας που οφείλεται δήθεν στους μετανάστες, της ανευθυνότητας των αλληλέγγυων, του άβατου των Εξαρχείων κ.ά. Οι «κάτω» θα πρέπει να πειθαρχούν, όχι με μία συνειδητή αλλά με μία ασυνείδητη πειθαρχία μέσω της διαμόρφωσης νέων ή ενίσχυσης παλιών στερεότυπων και του «φόβου».  Αυτή η «δημοκρατία» θέλει έναν «πολίτη» ιδιώτη, ένα νευρόσπαστο, μια μαριονέτα, ένα είδος άσκεφτου "νοικοκύρη" που τσακίζει το κεφάλι του Ζακ, έναν ηλίθιο φασίστα, έναν ρατσιστή μπάτσο που κόβει την ανάσα του Φλόιντ.

Ο Λέστερ Θόροου, εδώ και χρόνια έγραφε ότι η περίφημη «κοινοβουλευτική δημοκρατία» είναι ολιγαρχία και όχι δημοκρατία καθώς στις εκλογές ψηφίζουν μόνο οι πλούσιοι, οι οποίοι αγοράζουν τα πακέτα των ψήφων των «κάτω». Εργοδότες και στην Ελλάδα κατευθύνουν τους υπαλλήλους τους να ψηφίζουν συγκεκριμένους πολιτικούς. Από την πλευρά του ο Πωλ Κρούγκμαν θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά. Ο «νέος νιτσεϊσμός», σύμφωνα με τον Χάμπερμας, τείνει να αποδομήσει όλα τα κριτήρια και να δείξει ότι η πολιτική «αναλώνεται αποκλειστικά σε βρώμικες υποθέσεις», ενισχύοντας την απαξίωσή της. Αυτό επαυξάνεται από το γεγονός της οικονομικής κυρίως εξάρτησης των πολιτικών από το επιχειρείν. Το «μαύρο πολιτικό χρήμα» αλλά και η έλλειψη συνείδησης εκ μέρους των πολιτικών για το άδικο του πράγματος είναι το μέγα σκάνδαλο της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η επίλυση του ζητήματος της διαφθοράς με την αντικαστάσταση των πολιτικών από τους ειδικούς τεχνοκράτες και την "επαγγελματοποιημένη δημοκρατία", είναι μία απροσχημάτιστη και ανοιχτή ολιγαρχία, είναι μία κατάργηση της δημοκρατίας και της ανιδιοτελούς ενεργού συμμετοχής στα κοινά.

Η σύγχρονη δημοκρατική αντίσταση

Γι' αυτό οι πολίτες που δεν έχουν ακόμα αποχαυνωθεί, κυρίως οι νέοι, τα βλέπουν όλα αυτά και αρνούνται να συμμετάσχουν στο πανηγύρι των εκλογών. Αυτό δείχνει το μεγάλο ποσοστό της αποχής παντού. Οι πολίτες αρνούνται τους επαγγελματίες της πολιτικής και το στημένο παιγνίδι τους. Κάποιοι μιλούν για το τέλος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ότι η πραγματική δημοκρατία δεν είναι ουτοπία. Άλλοι επαναφέρουν το αρχαίο δικαίωμα στην Ισηγορία και άλλοι θεωρούν ότι εισερχόμαστε στην εποχή της «αυτοοργανωμένης δημοκρατίας» που διαδέχεται την αντιπροσωπευτική. Όλα αυτά είναι θέσεις, οι οποίες απλώς φανερώνουν το «όχι» στη μεταδημοκρατία, στη δημοκρατία δίκην προσομοίωσης, την ολιγαρχία με δημοκρατική μάσκα, όπου βιομήχανοι και πολιτικοί διαπραγματεύονται τα πακέτα των ψήφων, είναι η απάντηση στην «δημοκρατία» απάτη των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη, Ρούτε και λοιπών.
Και ιδού, βλέπω, τον Κώστα και τα άλλα παιδιά, ακούω τον Βασίλειο στο Βόλο να φωνάζει «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα», ακούω τη φωνή από τη ζούγκλα της Λακαντόνα να λέει «Ακόμη και αν χάσουμε, θα νικήσουμε...», κοιτάζω τη Γιάννα, την Ελένη, την Αθηνά, τη Μαρία καθώς αγκαλιάζουν τρυφερά τα προσφυγόπουλα, κι αισθάνομαι το κύμα που φουσκώνει, την ΕΛΠΙΔΑ που ανθίζει. Γι' αυτό λέως να μην αφήσουμε τους «σερίφηδες» του Χρυσοχοΐδη, του Γεωργιάδη, του Μητσοτάκη να μαραγκιάσουν την ελπίδα. Να μην αφήσουμε τη σιδερόφρακτη «δημοκρατία» τους να κόψει την ανάσα στην ελπίδα. Η ελπίδα αυτή διαμορφώνει ήδη νέες πολιτικές δομές, τις οποίες  νοηματοδοτεί άλλοτε με την αλληλεγγύη και άλλοτε με την οργή. Διατηρεί ζωντανό το πνεύμα της αντίστασης που «είναι η πρώτη βάση όλων των δημοκρατιών», όπως λέει ο καθηγητής Μπ. Μπαντί (Le Monde). Εδώ ο ξένος, ο πρόσφυγας κι ο μετανάστης, εδώ η γυναίκα, εδώ οι ΛΟΑΤΚΙ, εδώ οι Ρομά, εδώ οι άνεργοι και οι άστεγοι, εδώ όλοι οι απόκληροι «αποφυσικοποιούν» την αδικία που υφίστανται και σηκώνονται από τα γόνατα και ΠΟΛΕΜΟΥΝ για Δικαιοσύνη και Ισότητα. Γι’ αυτό θέλουν να εξαφανίσουν τα ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Γιατί εκεί οι νέοι βιώνουν σήμερα κομμάτια της Ουτοπίας. Εκεί στις καταλήψεις που θέλει να «κλείσει» ο Χρυσοχοΐδης, υπάρχει Αλληλεγγύη, Αγάπη, Σκέψη, Τέχνη, Τραγούδι, Χορός, Ποίηση, ΖΩΗ! Εδώ μ’ ένα «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα» η  Κοινωνία των Φόβων ακυρώνεται και μια νέα ιδρύεται, μια κοινωνία της Ευαισθησίας και της Ενσυναίσθησης. Εδώ στις ρωγμές της Αυταρχικής «Δημοκρατίας» βρίσκει καταφύγιο η φαντασία και ο αναστοχασμός της δημοκρατίας και μαζί και του εαυτού μας, η ελπίδα...


Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Πίσω από την αντιπαράθεση για την εγκληματικότητα, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία

Κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής διαμαρτυρίας στο Λος Άντζελες αυτήν την εβδομάδα, η αστυνομία χτύπησε ένα άτομο με αναπηρία, το πέταξαν κάτω από την αναπηρική του καρέκλα, και στη συνέχεια την έσπασαν. Απάνθρωπο, βάρβαρο. Ένα πελώριο γιατί δημιουργήθηκε και πάλι. Τι κινεί άραγε όλη αυτή τη βαρβαρότητα; Ποιος δημιουργεί αυτές τις ανθρωποκτόνες μηχανές; Τα "κλειδιά" της απάντησης είναι δύο λέξεις: Αφροαμερικανός, στερεότυπα. Ο ανάπηρος είναι Αφροαμερικανός. Και οι μπάτσοι διέπονται από τα στερεότυπα για τον "εγκληματία μαύρο" με τα οποία τους τροφοδοτούν.

Το θέμα της "εγκληματικότητας" είναι βασικό στην ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης για την προεδρία των ΗΠΑ. Και στην Ελλάδα ήταν από τα κυρίαρχα ζητήματα στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Στις ΗΠΑ, το πρόβλημα της εγκληματικότητας είναι οι Αφροαμερικανοί, εδώ είναι οι μετανάστες. Εκεί ενισχύεται ο ρατσισμός, εδώ η ξενοφοβία.   

 Διαβάζω σήμερα(18.7.2020) στο τουίτερ το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ: "Ο διεφθαρμένος Joe Biden θέλει να ακυρώσει την αστυνομία μας. Μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις, αλλά όταν κοιτάς τη συμφωνία του με τον Crazy Bernie (σ.σ. Σάντερς) και άλλα πράγματα, αυτό θέλει να κάνει. Θα καταστρέψει την Αμερική!" Και ακόμα: "Το έγκλημα είναι αχαλίνωτο στη Μινεάπολη αυτή τη στιγμή. Υπάρχει ανομία… οι εγκληματίες έχουν το θάρρος να κάνουν ό,τι θέλουν. Υπαίθριες πωλήσεις ναρκωτικών, ένοπλη βία, ληστείες, επιθέσεις - γίνονται σχεδόν κάθε 20 λεπτά. Ο Τζο Μπάιντεν δεν θα καταδικάσει αυτήν την τρέλα!" https :// t.co/i1Uuym8HCL

Από την πλευρά φίλου του Μπάιντεν διαβάζουμε επίσης στο τουίτερ: "Ο Joe Biden θέλει να δώσει στην αστυνομία περισσότερη χρηματοδότηση από εσάς. Θέλει να τους δώσει 300 εκατομμύρια δολάρια περισσότερο ώστε να μπορούν να εκπαιδεύονται καλύτερα. Ωραία προσπάθεια, αλλά ο Μπάιντεν δεν είναι «ριζοσπάστης», ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθείτε.". Ο ρατσισμός και η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, η άγρια αστυνομική βία και αυθαιρεσία τίθενται εκτός δημόσιας συζήτησης. Η "εγκληματικότητα" αντιμετωπίσζεται με τους όρους της δεκαετίας του 1970, τότε που ο Ρίτσαρντ Νίξον έθεσε για πρώτη φορά ως βασικό το ζήτημα της «εγκληματικότητας» στην προεκλογική αντιπαράθεση για την προεδρία των ΗΠΑ. Ο Νίξον κήρυξε τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», τον οποίο πραγματοποίησε κυριολεκτικά ο Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του 1980 και συνέχισε ο Τζορτζ Μπους. Ουσιαστικά στόχος ήταν οι Αφροαμερικανοί και δευτερευόντως οι λατίνοι. Γέμισαν οι φυλακές. Υπεύθυνοι για την εγκληματικότητα θεωρήθηκαν οι μαύροι. Οι χρήστες του κρακ τιμωρούνταν υπέρμετρα αυστηρά (σε σχέση με την κοκαΐνη των λευκών πλουσίων). 

Δεν είναι οι πρώτη φορά. Τα στερεότυπα ότι οι Αφροαμερικανοί είναι άγριοι, υπάνθρωποι, βιαστές, εγκληματίες δημιουργήθηκαν αρχικά με την 13η Τροπολογία(νόμος στο Σύνταγμα των ΗΠΑ). Όταν καταργήθηκε η δουλεία ο πλούσιος βιομηχανικός βορράς τροφοδοτήθηκε με τα γερά και φτηνά εργατικά χέρια των πρώην δούλων του Νότου. Αλλά και ο Νότος δεν έμεινε έτσι. Η 13η Τροπολογία προέβλεψε μία διευθέτηση μέσω της «επανασκλαβοποίησης». Η δουλεία, λοιπόν, καταργήθηκε στις ΗΠΑ «εκτός κι αν ασκείται ως ποινή του εγκλήματος εκ του οποίου ο συμβαλλόμενος θα πρέπει να έχει καταδικαστεί δεόντως». Τέσσερα εκατομμύρια δούλοι απέκτησαν την ελευθερία τους πλην των «κακοποιών». Έτσι, γέμισαν οι φυλακές με «εγκληματίες» μαύρους με ψεύτικες ή ασήμαντες κατηγορίες, ενώ δαιμονοποιήθηκε στην κοινή γνώμη το πρότυπο του μαύρου αρσενικού ως εν δυνάμει βιαστής, κλέφτης και δολοφόνος.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι βιαστές ήταν οι λευκοί. «Το δέρμα μου έχει το χρώμα του βιασμού. Το λεγόμενο «café au lait» χρώμα είναι η ζωντανή μνήμη των νόμων, πρακτικών και αξιών του Παλαιού (ρατσιστικού) Νότου. Είμαι μια μαύρη, Νότια γυναίκα και οι άμεσοι λευκοί άνδρες πρόγονοί μου, ήταν όλοι βιαστές. Η ίδια μου η ύπαρξη είναι ένα λείψανο της δουλείας και του Jim Crow.» γράφει η Αμερικανίδα ποιήτρια Caroline Randall Williams, απευθυνόμενη σ' εκείνους που θέλουν να τιμήσουν την κληρονομιά του ρατσισμού, σε όλους εκείνους που υπερασπίζονται τα μνημεία των δουλοκτητών, όπως ο Τραμπ. «Αν θέλουν μνημεία, εδώ είναι το σώμα μου που είναι ένα ίχνος αυτής της ιστορίας. Το δέρμα μου είναι μαρτυρία»!, λέει η ποιήτρια.(άρθρο στους New York Times).

Γέμισαν λοιπόν οι φυλακές με μαύρους για να στηρίξουν και πάλι ως «κατάδικοι» αυτή τη φορά την οικονομία του Νότου. Και αυτό συνεχίζεται. Σήμερα στις ΗΠΑ όπου κατοικεί το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ποσοστό των φυλακισμένων αντιστοιχεί στο 25% των ανθρώπων που βρίσκονται στις φυλακές όλου του πλανήτη. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο εξηγεί το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ «13th» της αφροαμερικανίδας Έιβα Ντουβερνέ (δες και το άρθρο του Κωνσταντίνου Καϊμάκη, Documento 12.6.2020).

Εκεί μπορεί να καταλάβει κανείς μέσα από ποια διαδικασία είναι δυνατόν κάποιος να σε πείσει ότι είσαι μέλος μια κατώτερης φυλής και ότι στο DNA σου είναι εγγεγραμμένη η εγκληματικότητα. Ναι, ακόμα και οι μαύροι πίστεψαν ότι είναι όντως «εγκληματίες»! Οι μηχανισμοί διαμόρφωσης των στερεοτύπων, το σχολείο, αλλά κυρίως ο κινηματογράφος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ήδη σε πλήρη ανάπτυξη.

Γούντροου Ουίλσον

Ο Ουόλτερ Λίπμαν, ο πατέρας της πολιτικής διαφήμισης, ήταν αυτός που επέστησε την προσοχή στη σημασία των προπαγανδιστικών τεχνικών για τον έλεγχο των μαζών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και ο Έντουαρντ Μπερνέις (από τους ιδρυτές της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων) που μαζί με τον Λίπμαν ανήκαν στην επίσημη ομάδα προπαγάνδας του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον. Η περίφημη αυτή Επιτροπή για τη Δημόσια Ενημέρωση του Ουίλσον πέτυχε να μετατρέψει τους ειρηνόφιλους Αμερικανούς που ήταν αντίθετοι στον Α παγκόσμιο πόλεμο «σε μια ορδή φανατικών κατά της Γερμανίας»(δες και το βιβλίο Homo Americanus, 2008).

Το ίδιο συνέβη και με τη διαμόρφωση του στερεότυπου του «κακού μαύρου» μέσω του φιλμ «Η γέννηση του έθνους» του Ντέιβιντ Γκρίφιθ που κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες το 1915. Ο Γούντροου Ουίλσον είδε την ταινία σε ιδιωτική προβολή και δήλωσε ότι «πρόκειται για την Ιστορία γραμμένη με αστραπές». Ο Γκρίφιθ βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Τόμας Νίξον «The Clansman» ενισχύοντας ουσιαστικά την προϋπάρχουσα αρνητική εικόνα του αμερικανού μαύρου με λεπτομέρειες εξευτελιστικές (ένας μαύρος προσπαθεί να βιάσει μια λευκή η οποία επιλέγει να πηδήξει στο κενό βρίσκοντας τραγικό θάνατο) ενώ ο σκηνοθέτης θεωρήθηκε υπεύθυνος για την αναγέννηση της Κου Κλουξ Κλαν.

Τα στερεότυπα εναντίον των Αφροαμερικανών αναπαράγονται μέχρι σήμερα. Ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, όπως αναφέρεται στο νοκιμαντέρ «13η Τροπολογία», αφού είδε ότι το θέμα της εγκληματικότητας είναι κρίσιμο για την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης για την προεδρία, πλειοδότησε σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της αστυνομίας και την πάταξη της εγκληματικότητας. Όπως είδαμε στο διάλογο στο «τουίτερ» μεταξύ Τραμπ και της πλευράς Μπάιντεν, η αντιπαράθεση συνεχίζεται στη βάση της «εγκληματικότητας». Ο Μπάιντεν λέει ότι θα ενισχύσει οικονομικά την αστυνομία και θα επενδύσει στην εκπαίδευσή της. Ο Τραμπ επενδύει στην "αστυνομία μας" και επιτίθεται στους "εγκληματίες", τον «όχλο», δηλαδή στους μαύρους, που προκαλούν την "ανομία".

Εκεί δεν έχουν Εξάρχεια, έχουν την Μινεάπολη. Εδώ δεν έχουμε «μαύρους», έχουμε μετανάστες. Για του θανάτους στις φτωχές συνοικίες από τον κορονοϊό δεν μιλάει κανείς. Για την καλπάζουσα ανεργία κανένας. Οι ουρές στις τράπεζες τροφίμων και τα συσσίτια είναι αόρατα. Το μοναδικό σημαντικό πρόβλημα είναι η… εγκληματικότητα.

Η συμπεριφορά, λοιπόν, των λευκών αστυνομικών απέναντι στους μαύρους έχει ως αφετηρία τα στερεότυπα και τις συστημικές πολιτικές που τα ενισχύουν. Έτσι, φθάνουμε στην αστυνομοκρατία και στα εγκλήματα, όπως στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, και όχι μόνο. Έτσι φθάνουμε στο θάνατο του Βασίλη Μάγγου...

*Δείτε το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ "!3η Τροπολογία" στο Netflix


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Ο άταφος μετανάστης, μνημείο της σύγχρονης ύβρεως

Μια φωτογραφία που φιλοξενεί η ιταλική εφημερίδα La Repubblica εγκαλεί τον πολιτισμό και την ανθρωπιά μας. Μια φωτογραφία μας «βλέπει» και μας οικτίρει.

Σε αυτή, απεικονίζεται το πτώμα ενός μετανάστη ανάσκελα, το οποίο έχει εν μέρει καλυφθεί από φουσκωτή βάρκα και το οποίο βρίσκεται στη θάλασσα εδώ και τουλάχιστον δυο εβδομάδες, χωρίς να το έχει ανασύρει κανείς.

Όχι, δεν είναι ο αρχαίος Πολυνείκης, ο αδερφός της Αντιγόνης, που ο σύγχρονος Κρέοντας της εξουσίας τον αφήνει άταφο. Είναι ένας πρόσφυγας, που ο Κρέοντας της ξενοφοβίας και της αδιαφορίας τον αφήνει εκεί ως μνημείο-στίγμα του δυτικού πολιτισμού του 21ου αιώνα.

«Κανείς δεν θέλει να προσφέρει μια αξιοπρεπή ταφή στον άνθρωπο αυτό. Η ΜΚΟ Seabird έστειλε τέσσερα επείγοντα, προειδοποιητικά μηνύματα, αλλά οι ακτοφυλακές της Ιταλίας, της Μάλτας και της Λιβύης, τα αγνόησαν. Το πτώμα του άτυχου μετανάστη βρίσκεται ακόμη στη θάλασσα, έρμαιο των κυμάτων», γράφει μια οργάνωση.

Και λες δεν είναι δυνατόν να χρειάζεται πάλι μια Αντιγόνη για να σπάσει ο κύκλος της απανθρωπιάς, για να μας βγάλει από τον αρμόβουρκο της παροξυσμικής αδιαφορίας, από την «α-μετροέπεια», που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «ύβρι».

Είκοσι πέντε αιώνες μετά το δράμα της Αντιγόνης φαίνεται ότι βρισκόμαστε υπό την καταλυτική επιρροή της Ισμήνης. Η ύβρις έχει αντικατασταθεί από τον χαρακτηρισμό «γραφικός», η αλληλεγγύη θεωρείται ίδιο των «περίεργων» και των «διαταραγμένων». Αυτός ο τρόπος αποκλεισμού απορρέει από την αντιπαράθεση αντιφατικών κοινωνικών παραστάσεων, τις οποίες εκφράζουν αντίστοιχα ο αιρετικός και ο εκπρόσωπος της τάξης, ο αλληλέγγυος της Λέσβου και της Λαμπεντούζα και από την άλλη πλευρά ο «νοικοκύρης» του Σαλβίνι, του Άδωνη και του Μηταράκη, αυτός που σπρώχνει τους πρόσφυγες στη θάλασσα, που τους ξηλώνει τα παγκάκια για να μην έχουν ν’ ακουμπήσουν, που τους κάνει έξωση, που τους λιώνει το κεφάλι...

Ο θεσμικά αμφισβητίας, αποτολμά να παλέψει μόνος επαληθεύοντας και πάλι, με μια συμβολική πράξη, τις αρχές του θεσμού που οι πρακτικές έχουν ποδοπατήσει. Ο άνθρωπος αυτός, παρόμοια με την Αντιγόνη, τελεί υπό πλήρη αμετροέπεια, μια αμετροέπεια που δεν ερμηνεύεται πια στην εποχή μας ως «ιεροσυλία», αλλά σαν κρούσμα της «παράνοιάς» του. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη της πλειοψηφίας της «νοικυρεμένης» κοινωνίας που εκφράζεται πολιτικά από τη Δεξιά σε όλες τις εκφάνσεις της και τον ξενοφοβικό, ρατσιστικό της λόγο. Από την άλλη πλευρά είναι οι αλληλέγγυοι και οι αλληλέγγυες, οι σύγχρονες Αντιγόνες, αυτές που ταΐζουν γάλα τα προσφυγόπουλα και βοηθούν τις προσφύγισσες στη Νοταρά, αυτοί και αυτές που με τη συμπεριφορά τους αμφισβητούν μαζί με την κοινωνική πραγματικότητα και την αναπαράστασή της, την ιδέα που έχουν οι «νοικοκυραίοι» για τον εαυτό τους. Γι αυτό οι τελευταίοι μαζί με τους θεσμικούς προστάτες τους, τους τσακίζουν όπου τους βρουν… Γιατί γνωρίζουν οι σύγχρονοι Κρέοντες ότι η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να κατασταλεί, αλλιώς θα ανατρέψει την κυρίαρχη «τάξη και το νόμο» της, την εγωπάθεια και τον άκρατο ατομικισμό.

Ο ετερόδοξος, όπως η Αντιγόνη, είναι σήμερα ο «αλληλέγγυος» που θέτει την αξία μιας ιδεώδους αρχής ως πηγή του νοήματος της ζωής του και την οποία αντιπαραθέτει σε πλειοψηφικές πρακτικές που την εξευτελίζουν. Η ετεροδοξία εισηγείται πάντα μια ηθική διάσταση εντός του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου και αρνείται το διαζύγιο ανάμεσα στο πρέπει και στο είναι. Και για τούτο μία όντως δημοκρατική κοινωνία έχει συμφέρον να δίνει χώρο στον «άτοπο λόγο» των αιρετικών της. 

Όμως, το πτώμα του άτυχου μετανάστη συνεχίζει να επιπλέει στη θάλασσα άταφο, μνημείο της σύγχρονης "ύβρεως"…      

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Για τον Μπίλι: «Κι ας μην νικήσουμε ποτέ. Θα πολεμάμε πάντα»

«Κι ας μην νικήσουμε ποτέ. Θα πολεμάμε πάντα.» Αυτή η φράση του Βασίλειου Μάγγου συνιστά τρόπο σκέψης και ζωής ενός ελεύθερου ανθρώπου. 

Γιατί σε αυτή την μεταηρωική εποχή κάθε άνθρωπος οφείλει να αποτινάξει το φόβο και να μετατραπεί σε υποκείμενο. Στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος», κύριος του εαυτού του είναι εκείνος που δεν φοβάται να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του, που είναι πρόθυμος να πεθάνει για την ελευθερία του. Αντίθετα, ο σκλάβος τρέμει για τη ζωή του και δέχεται, προκειμένου να παραμείνει ζωντανός, το καθεστώς του δούλου. Η δράση είναι η θεραπεία για κάθε είδους φόβο. Όπου ως δράση εννοούμε την Κίνηση προς το αντικείμενο του φόβου.

Το ζήτημα της ελευθερίας του πολίτη, λοιπόν, είναι σήμερα επίκαιρο όσο ποτέ. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ο καθηγητής David Runciman (άρθρο στην The Gaurdian) θεωρεί ότι «οι μεγαλύτερες ερωτήσεις σε οποιαδήποτε δημοκρατία είναι πάντα για το πώς θα ασκούν οι κυβερνήσεις τις εξαιρετικές εξουσίες που τους δίνουμε. Και πώς θα ανταποκριθούμε όταν τις εφαρμόσουν». Αυτά μπορεί να ήταν μέχρι τώρα θεωρητικά ζητήματα, αλλά τώρα τα ζούμε, επισημαίνει ο Runciman. Και συνεχίζει: Σήμερα, όπως έγραφε ο Χόμπς, «η εξουσία του πολιτικού καθεστώτος είναι να έχει τη δύναμη ζωής και θανάτου πάνω στους πολίτες. Ο μόνος λόγος που θα μπορούσαμε να δώσουμε σε κάποιον αυτή την εξουσία είναι επειδή πιστεύουμε ότι είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τη συλλογική μας ασφάλεια. Αλλά σημαίνει επίσης ότι αναθέτουμε αποφάσεις για τη ζωή και το θάνατο σε ανθρώπους που τελικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε.» Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο, ο έλεγχος της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας. Αυτό δεν αφορά μόνο την δράση των δυνάμεων της κρατικής καταστολής, αλλά και την «αυθαιρεσία της ατομικής πολιτικής κρίσης». Όταν δηλαδή ένας πολιτικός, όπως ο Χρυσοχοΐδης, ή ο Τραμπ και ο Μπολσονάρου, δεν «βλέπει» την πραγματικότητα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, όταν η κρατική βία στην πιο άγρια μορφή της θεωρείται κανονικότητα, τότε "μπάτσοι-δολοφόνοι" θα σκοτώνουν παντού: στη Χιλή, στο Παρίσι, στη Μινεάπολη, στο Χονγκ Κονγκ, στο Βόλο, στην Αθήνα...

Γι' αυτό «Ο αγώνας… κατά της αυταρχικής σκληρότητας θα διαμορφώσει το μέλλον όλων μας. Είμαστε πολύ μακριά από τον τρομακτικό και βίαιο κόσμο από τον οποίο ο Χομπς προσπάθησε να ξεφύγει σχεδόν πριν από 400 χρόνια. Αλλά ο πολιτικός μας κόσμος είναι ακόμα αυτός που Χομπς θα αναγνώριζε», σημειώνει ο Runciman.

Συνεπώς, ο αγώνας κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας είναι αγώνας για τη δημοκρατία και τον κόσμο μας, την ίδια την κοινωνία και τη ζωή μας. Και όπως έγραφε ο Βασίλειος Μάγγος, ο ίδιος ο αγώνας, ανεξάρτητα από την έκβασή του, δίνει περιεχόμενο και ποιότητα στη ζωή του καθενός.

Γι’ αυτό: «Κι ας μην νικήσουμε ποτέ. Θα πολεμάμε πάντα.» 


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ο Άδωνις κι ο Κώστας, η ντροπή και η ελπίδα...

«Κώστα, Κώστα, πέρασες Νομική Αθήνας, ρε»! Η φωνή του πατέρα του Κώστα Καλαμπόκα, την ώρα που οι δυνάμεις της κρατικής βίας τον μετέφεραν σιδεροδέσμιο στα δικαστήρια της Ευελπίδων, διέλυσε το αφήγημα της δεξιάς. Απέδειξε ότι τα παιδιά που διαδηλώνουν, τα παιδιά που αγωνίζονται, που είναι αλληλέγγυα στον πόνο των προσφύγων και των απελπισμένων, τα παιδιά των Εξαρχείων, τα παιδιά της συντροφικότητας και του «Εμείς», δεν είναι "ότι κι ότι", δεν είναι κάποιοι «αποτυχημένοι», είναι οι «άριστοι», της πραγματικής και όχι της αγορασμένης «αριστείας». Αυτή η γεμάτη περηφάνια φωνή του πατέρα του Κώστα τους στοίχειωσε. Γι' αυτό βγήκε σήμερα ο γνωστός αδιάντροπος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για να αποδομήσει την ηθική νίκη του Κώστα και να μιλήσει για «ντροπή»! «Πήγε –λέει- ο άλλος και του είπε ότι πέρασε στη Νομική αντί να του πει ότι ντρόπιασε το σπίτι μου».

Μιλάει για ντροπή ο Άδωνις Γεωργιάδης, αυτός που δήλωσε, ενώ δεκάδες μετανάστες πνίγονταν στο Ιόνιο, «…πόσο καλά προετοιμασμένοι είναι που γνώριζαν ότι λειτουργεί και το 112 και πήραν τηλέφωνο.»! Μιλάει για ντροπή αυτός που έλεγε ότι «Έχουμε πέσει θύματα ομαδικής προσπάθειας αλλοίωσης της χώρας(σ.σ. από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες!)…».

Αυτός που πουλάει βιβλία, δεν διάβασε ποτέ τον Ν. Καζαντζάκη, ο οποίος έλεγε, πως ντροπή είναι «Αν έστω και ένα παιδί σε κάποια άκρη του κόσμου πεθαίνει από την πείνα ή από τον πόλεμο…». Ότι ντροπή είναι αν ένα παιδί πνίγεται στη Μεσόγειο, επειδή οι ομοϊδεάτες νεοφιλελεύθεροι του κ. Γεωργιάδη, θέλουν να κάνουν πολέμους με σκοπό την πώληση όπλων, την εκμετάλλευση των πόρων, για το κέρδος. Ότι ντροπή είναι η ανεργία, η άγρια εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η ματαίωση των ονείρων των νέων, ότι ντροπή είναι μια ζωή που έχει δύο χρονολογίες με μία παύλα ανάμεσα. Αυτή τη ντροπή δεν την ξέρει ο Γεωργιάδης, αυτός γνωρίζει μόνο «νοικοκυραίους», αυτό είναι το ακροατήριο, οι ψηφοφόροι του.

Η «ντροπή», όμως, δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Ο Λακάν χρησιμοποίησε τον όρο «Hontologie» συνενώνοντας τη λέξη honte, η οποία στα γαλλικά σημαίνει ντροπή, με το φιλοσοφικό όρο «ontologie», που σημαίνει οντολογία, για να καταδείξει ότι η ντροπή είναι ένα κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων, είτε γιατί όντως μας βλέπουν αρνητικά είτε γιατί εμείς το φανταζόμαστε. Μοιάζει πολύ με την ενοχή αλλά η ενοχή προέρχεται από την αίσθηση της παραβίασης, ενώ η ντροπή είναι σύγκρουση του εγώ με το υπερεγώ. Και τα δύο, όμως, είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιήθηκαν δυστυχώς ως παιδαγωγικά «εργαλεία», με άσχημα πολύ συχνά αποτελέσματα. Ο θεσμός της οικογένειας -και του σχολείου- έκανε χρήση των συναισθημάτων αυτών ως μέσο για να επιβάλλει την εξουσία στα μέλη της. Αυτά ξέρει ο Γεωργιάδης, αυτά τα παρωχημένα «παιδαγωγικά εργαλεία» αναφέρει. Η ντροπή λοιπόν είναι ο μπάτσος στο κεφάλι των παιδιών, των μαθητών, των γυναικών, των "αμαρτωλών", των φτωχών.

Αλλά να, έρχεται η στιγμή που η αντίληψη αυτή ανατρέπεται. «Οι άνθρωποι καταριούνται τον αμαρτωλό», έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, κι όμως «δεν είναι ο αμαρτωλός που είναι η ντροπή μας, αλλά ο ηλίθιος. Δεν υπάρχει καμιά άλλη αμαρτία πέρα απ’ την ηλιθιότητα».

Ο Μπένγιαμιν συνδέει τη ντροπή με τη φτώχεια και την εξέγερση. «Η φτώχεια δεν είναι ντροπή», γράφει, «Ωστόσο τον φτωχό τον ντροπιάζουν. Το κάνουν, και τον παρηγορούν μ’ αυτή τη φρασούλα… εκείνο το βάναυσο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω».  

Η ντροπή τέλος, σύμφωνα με τον Λακάν, αποτελεί  προϊόν ενός καπιταλιστικού λόγου. Ενεργοποιεί την πράξη της εξέγερσης και αποδεικνύει ότι το υποκείμενο υπάρχει. Ντρέπομαι, άρα υπάρχω, υπάρχω άρα εξεγείρομαι. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με τον Κώστα Καλαμπόκα και τους άλλους νέους, την ελπίδα αυτής της κοινωνίας…


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Ιδού η «τυφλή βία» και ο φασισμός κ. Μητσοτάκη

Ναι, είναι φασισμός «η τυφλή βία» κ. Μητσοτάκη. Και είναι «τυφλή βία» το πισώπλατο χτύπημα ενός πολίτη από το όργανο «του νόμου και της τάξης» σου. Είναι «τυφλή βία» οι τόνοι χημικών και οι άγριοι ξυλοδαρμοί αδιακρίτως, από τα ΜΑΤωμένα όργανα της τάξης σου. Ναι, είναι φασισμός, κ. πρωθυπουργέ, να αρπάζεις μικρά προσφυγόπουλα δίκην ομήρων για να υποχρεώσεις τις μανάδες τους να μπουν στις αστυνομικές κλούβες. Είναι φασισμός και απανθρωπιά να πετάς στο δρόμο πρόσφυγες και να ξηλώνεις τα παγκάκια της πλατείας για να μην βρουν ν’ ακουμπήσουν οι ξεριζωμένοι. Είναι φασισμός τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μόρια, στην Αμυγδαλέζα και τα κρατητήρια-κολαστήρια στα αστυνομικά τμήματα και την Πέτρου Ράλλη. Είναι φασισμός να εκδικείσαι τον Βασίλη Δημάκη και τώρα τον Αθ. Κυριαζή επειδή θέλουν να ξεφύγουν, να αλλάξουν, να μορφωθούν. Είναι φασισμός η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, ο μισός μισθός με ολόκληρη και ανασφάλιστη δουλειά, είναι φασισμός η ανεργία, οι νέοι που συνεχίζουν να ξενιτεύονται για να βρουν εργασία, οι συνταξιούχοι που περιμένουν χρόνια τη σύνταξη και ελπίζουν να την πάρουν πριν πεθάνουν. Είναι υποκρισία να χειροκροτείς τους γιατρούς και τους νοσηλευτές στα δύσκολα και είναι φασισμός όταν δεν τους πληρώνεις της εφημερίες, ενώ φροντίζεις να «ρουπώσεις» με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ τα φερέφωνά σου.

Είναι φασισμός να πετάς στο δρόμο ηλικιωμένους ανθρώπους και να αποκαλείς «τραμπούκους και δολοφόνους» τους νέους και τις νέες που μπαίνουν μπροστά, που τους συμπαραστέκονται με τον αγώνα, το κορμί και τη ζωή τους, δεχόμενοι τις άγριες και εφ' όρου ζωής τιμωρητικές συνέπειες του αστυνομικό-φασιστικού κράτους σου.

Φασισμός είναι η κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων και η επί της ουσίας απαγόρευση της διαμαρτυρίας και των διαδηλώσεων.

Ο πιο ακραίος φασισμός, σήμερα, είναι αυτός των κυρίαρχων ελίτ που θέλουν την Ελλάδα και τον κόσμο ένα απέραντο Μπούχενβαλντ, εκεί όπου οι άνθρωποι δεν πέθαιναν στους θαλάμους αερίων αλλά στα καταναγκαστικά έργα. Γιατί είναι φασισμός το πρεκαριάτο, η επισφαλής εργασία, η ουμπεροποιημένη οικονομία και η στρατιωτικοποιημένη κοινωνία. Το είδαμε στη Χιλή, το βλέπουμε στο Χονγκ Κονγκ, στο Παρίσι, παντού. Αυτόν τον φασισμό δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει ο «ηρωισμός της λογικής», τον οποίο επικαλούνταν για την αντίστοιχη κρίση του 1935 ο γερμανός φιλόσοφος Ε. Χούσερλ, αλλά η καρδιά. Και οι νέοι και οι νέες έχουν «καρδιά» και βγαίνουν στους δρόμους, μπαίνουν μπροστά από τα ματ που κάνουν εξώσεις ηλικιωμένων, συμπαραστέκονται στους ξεριζωμένους και τους ανέστιους, στους περιττούς του κανιβαλικού καπιταλιστικού κυρίαρχου μοντέλου, δημιουργούν συλλογικότητες και τις αντιστάσεις του «Εμείς» απέναντι στην ακραία ατομικότητα, τον κακοήθη ναρκισσισμό, την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος, αυτό που οι "νεοδεξιοί" του κ. Μητσοτάκη προσπαθούν να επιβάλλουν.

Ο πληθωρισμός από υπερβολικό εαυτό, από υπερδιόγκωση του Εγώ, από υπερσυσσώρευση και υπερκατανάλωση, από άγρια ναρκισσιστική ατομικότητα, που καταλήγει στον αυτισμό και στον αντίστοιχο υπερ-εθνικισμό, είναι το αξιακό πρότυπο της «νέας δεξιάς». Η απάντηση σ’ αυτό το αξιακό μοντέλο είναι μία νέα συλλογικότητα, συνδυασμένη με έναν νέο ουμανισμό και μια νέα αγωνιστική αλληλεγγύη. Αυτή είναι η διαφορά της αριστερής από τη δεξιά αλληλεγγύη. Η πρώτη είναι αγωνιστική και πολιτική, που ανυψώνει τον ταπεινωμένο, ενώ η "δεξιά αλληλεγγύη" είναι εκείνη η ατομική συμπόνια του φιλόπτωχου ταμείου της ενορίας που ταπεινώνει τον λήπτη και διαφθείρει τον δωρητή.

Με άλλα λόγια, ο δημοκρατικός τόπος που ενώνει στον κοινό στόχο της καταπολέμησης της ανεργίας, της πείνας, των πολέμων, που οδηγούν στους ξεριζωμούς, και όλων των άλλων κοινωνικών αδικιών, είναι ο πολιτικός τόπος της κοινής δράσης των προοδευτικών δυνάμεων και των αντιφασιστών, εκεί όπου υφαίνεται πιο αποτελεσματικά το αίσθημα του εαυτού μας με το αίσθημα του άλλου, εκεί όπου εξαλείφεται ο μεγάλος φόβος και ανασυστήνεται ο χαμένος εαυτός, το θρυμματισμένο πρόσωπο του άνεργου, του απόκληρου, του πρόσφυγα, του επισφαλώς εργαζόμενου. Για να υπάρξει, όμως, ο πολιτικός τόπος της κοινής δράσης απαιτείται ένα κοινό πολιτικό πλαίσιο, που θα επιτρέπει τη δημιουργία πραγματικών και διαρκών αποτελεσμάτων και συνεπώς την ολοκλήρωση της «ανθρωπιάς» μας.



Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Ο Μπολσονάρου, ο Τραμπ, οι εκλογές στις ΗΠΑ και τα καρπούζια που ακούν Μπετόβεν

Η πραγματικότητα έκλεισε το στόμα του Μπολσονάρου. Εξαερώθηκαν ο φασιστικός ανορθολογισμός, οι συνομωσιολογίες και η ακροδεξιά «τυφλότητα», για την οποία οι 65.000 νεκροί στη Βραζιλία λόγω του κορονοϊού δεν ήταν παρά... εφεύρημα των «εχθρών», των αντιπάλων του νεοφιλελευθερισμού και της οικονομίας, δηλαδή των αριστερών! Αίφνης οι «αόρατοι» νεκροί από τις φαβέλες, οι περιττοί, οι άχρηστοι, τα σκουπίδια «φωτίστηκαν» από τους προβολείς των συστημικών μίντια. Μόνο ο Τραμπ επιμένει. «Είναι πολλοί οι νεκροί γιατί κάνουμε πολλά τεστ» λέει. Έτσι, ό,τι έχει απομείνει από φαιά ουσία «καίγεται».

Αν τα συστημικά μίντια δεν λογοκρίνουν την είδηση "σκεπάζοντάς τη" με άλλες ειδήσεις του τύπου «Τα καρπούζια ωριμάζουν καλύτερα ακούγοντας Μότσαρτ και Μπετόβεν», τότε μπορεί να καταδειχθεί η γελοιότητα και να ακούσουμε και κάποιες σοβαρές αναλύσεις. Γιατί ούτε ο Μπολσονάρου ούτε ο Τραμπ είναι "τρελοί". Είναι στην υπηρεσία της παράνοιας αλλά είναι εντελώς ορθολογικοί. Ό,τι λέει και κάνει ο Τραμπ είναι απολύτως μελετημένο. Δεν κάνει τίποτα χωρίς σχεδιασμό κι ας φαίνεται αυθόρμητο ή ότι προέρχεται από «ναρκισσιστική του διαταραχή»! 

Η νέα δημοσκόπηση του Gallup σχετικά με την πολιτική κατάσταση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, δείχνει δύο πράγματα, γράφει ο αναλυτής του CNN:

1) Την απόφασή του να ενισχύσει την πολιτική σύγκρουση, εστιάζοντας στην αφαίρεση των μνημείων. Αυτό έχει συσπειρώσει την εκλογική του βάση.

2) Αυτή η απόφαση, όμως, αποστασιοποίησε έτι περαιτέρω τους ανεξάρτητους(μη ρεπουμπλικανούς) και άλλους ψηφοφόρους τους οποίους χρειάζεται απεγνωσμένα ο Τραμπ για να έχει μια πραγματική ευκαιρία να κερδίσει τη δεύτερη θητεία.

Με την όξυνση της πολιτικής σύγκρουσης, περισσότεροι από 9 στους 10 (91%) Ρεπουμπλικάνοι έφθασαν να εγκρίνουν την διακυβέρνηση Τραμπ. Εδώ παρατηρείται μία αύξηση της συσπείρωσης των ρεπουμπλικανών από το 85% που είχε στην τελευταία δημοσκόπηση του Gallup, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές Ιουνίου. Για να το πετύχει αυτό ο Τραμπ άλλαξε στρατηγική(εξαιτίας της ελεύθερης πτώσης του) εγκαταλείποντας την διεύρυνση και αναζήτηση ανεξάρτητων στηριγμάτων, στραφόμενος στη συγκράτηση της εκλογικής του βάσης. Γι’ αυτό άρχισε να μιλάει ασταμάτητα εναντίον της ανομίας και των αναρχικών διαδηλωτών μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, ενώ συγχρόνως άρχισε να απευθύνει εκκλήσεις για την υπεράσπιση της «κληρονομιάς μας», να επιτίθεται στην φιλελεύθερη ορδή (ριζοσπάστες αριστερούς αποκαλεί τους Δημοκρατικούς!) που προτίθενται να καταστρέψουν ό, τι έκανε την Αμερική μεγάλη, που θέλουν να εξαλείψουν «την ιστορία μας, (και) να δυσφημίσουν τους ήρωές μας, να διαγράψουν τις αξίες μας και να καταστρέψουν τα παιδιά μας»(Ομιλία 3 Ιουλίου στο Όρος Ρούσμορ). 

Κι ενώ ο Τραμπ συγκρατεί τους δικούς του, δεν κερδίζει από τις άλλες πλευρές τα κρίσιμα ποσοστά που θα του επιτρέψουν να νικήσει.

Αυτό που κάνει ο Τραμπ αυτή τη στιγμή - κρίνοντας από τους αριθμούς του Gallup - είναι ότι διεξάγει μια πολύ αποτελεσματική κύρια εκστρατεία. Εδραιώνει τη βάση του χρησιμοποιώντας το φόβο και τις ρατσιστικές αναφορές (υπεροχή λευκών κ.ά.), αλλά χάνει αυτούς που έχει ανάγκη για να κερδίσει, τους «ανεξάρτητους». Στις εκλογές του 2016 κέρδισε επειδή οι άνθρωποι -συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων, ακόμη και ορισμένων Δημοκρατών - ήθελαν να αλλάξουν σελίδα. Η αλλαγή αυτή, γράφει ο αναλυτής του CNN, δεν έγινε. Η ικανότητα του Τραμπ να την κάνει θεωρείται πολύ μειωμένη. Επίσης, η εκλογική βάση του Τραμπ δεν είναι αρκετά μεγάλη για να του δώσει μια δεύτερη θητεία. Το ποσοστό έγκρισής του στη νέα δημοσκόπηση του Gallup είναι μόλις 38% - κοντά στο πιο χαμηλό σημείο (35%) της προεδρίας του. Οι προηγούμενοι πρόεδροι που είχαν ποσοστά έγκρισης παρόμοια με του Τραμπ δεν κέρδισαν δεύτερη θητεία.

Με απλά λόγια: Ο Τραμπ μπορεί να έχει ποσοστό έγκρισης 90% μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και να χάσει - ενδεχομένως με μεγάλη διαφορά - στις 3 Νοεμβρίου εάν τα ποσοστά του στους ανεξάρτητους (και τους Δημοκράτες) παραμένουν εκεί που είναι σήμερα. Αυτή τη στιγμή, στην πραγματικότητα, αυτό είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα.

Ο κακοήθης ναρκισσισμός του Τραμπ

Ο Sander Thomaes, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, είναι πολύ ευχαριστημένος με τον Τραμπ. «Τον χρησιμοποιώ συχνά κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μου. Η έρευνά μου επικεντρώνεται κυρίως στον ναρκισσισμό. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τον Τραμπ: είναι ένας πρωτότυπος ναρκισσιστής», λέει. Αυτός ο εμπειρογνώμονας του ναρκισσισμού μπορεί να στοιχηματίσει για το τι θα συμβεί αν ο Τραμπ κερδίσει τις εκλογές. Ή ακόμα πιο ενδιαφέρον: τι θα συμβεί στον Τραμπ, αν χάσει.

Ο Τραμπ προσφέρει μερικά χαρακτηριστικά του κλασικού ναρκισσιστή. Μια μεγαλοπρεπή αυτο-εικόνα. Ένα πολύ διογκωμένο εγώ. Έχει συνεχή ανάγκη προσοχής. Μια μεγάλη επιθυμία να τον θαυμάσουν. Και αν αυτός ο θαυμασμός λείψει ή τον χαρακτηρίσουν ναρκισσιστή, που είναι ακόμη χειρότερο, τότε χτυπάει στο σωρό. Εδώ οφείλεται η έλλειψη πειθαρχίας και η εκρηκτικότητά του, που φθάνει στο σημείο να τον γελοιοποιεί.

«…ο ναρκισσιστής (θεωρείται) καλός ηγέτης. Είναι το παράδοξο της ναρκισσιστικής ηγεσίας. Είναι παράδοξο γιατί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο ναρκισσιστής σχεδόν πάντα θα απορριφθεί από τους άλλους. Επειδή αποδεικνύεται ότι ο ναρκισσιστής δεν έχει ηγετικές ιδιότητες και σκέφτεται τον εαυτό του υπερβολικά συχνά, όχι για το δημόσιο συμφέρον, όχι για το συλλογικό καλό. Και πάντα περιαυτολογεί. Αυτό κάνει και ο Τραμπ: υπερεκτιμά τον εαυτό του.». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Γκράχαμ συμβουλεύει τον Τραμπ «να λειτουργεί πολιτικά και όχι προσωπικά»!  

 Οι πολιτικοί αναλυτές φοβούνται μια δεύτερη θητεία του Τραμπ, καθώς θεωρείται άκρως επικίνδυνος ακόμα και να κηρύξει πυρηνικό πόλεμο. Αντίθετα, για τους ειδικούς της ψυχολογίας το ενδιαφέρον έγκειται στην ενδεχόμενη ήττα του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές. «Γνωρίζουμε ότι οι ναρκισσιστές που αποτυγχάνουν, θα χτυπήσουν τους άλλους. Τα παιδιά το κάνουν κυριολεκτικά. Οι ναρκισσιστές κατηγορούν τους άλλους για τις αποτυχίες τους… Δεν είναι ασυνήθιστο να λένε τα πιο φρικτά πράγματα για τους αντιπάλους τους, αφού έχουν χάσει ή όταν υποστούν κριτική. Τι θα συμβεί, λοιπόν, αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές; Πώς θα νιώσει; «Νομίζω ότι, όταν είναι μόνος του στον Πύργο του ο Τραμπ, θα αμφιβάλλει πάρα πολύ. Μην ξεχνάτε: ένας ναρκισσιστής θέλει να σκέφτεται για τον εαυτό του με θετικό τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πετυχαίνουν πάντα σ’ αυτό. Εάν ένας ναρκισσιστής αποτυγχάνει, θα βλέπει συχνά ένα πλήγμα στην αυτοεκτίμηση του.» Η πραγματικότητα ενός ναρκισσιστή, αποτελείται από νικητές και ηττημένους. Εάν χάσει, ενώ παρακολουθεί ολόκληρος ο κόσμος, αυτό θα έχει μεγάλο αντίκτυπο σε αυτόν.

 Μια πολιτική προσέγγιση

Πέρα από τις ναρκισσιστικές παρορμήσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι άνους, ξέρει ότι χάνει. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει φτάσει ο ίδιος σε αυτήν τη ζοφερή συνειδητοποίηση τις τελευταίες ημέρες, όπως πολλοί άνθρωποί του είπαν στην POLITICO 2. Κι αυτό εν μέσω πλήθους κακών δημοσκοπήσεων και προειδοποιήσεων από ορισμένους από τους πιο ένθερμους συμμάχους του ότι πρόκειται να είναι πρόεδρος μιας θητείας.

Ο Τραμπ υφίσταται αυτό που οι συνεργάτες του περιγράφουν ως τη χειρότερη περίοδο της προεδρίας του, η οποία αμαυρώνεται από μία εκτεταμένη κριτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και των ταραχών για την αστυνομική βία εναντίον των Αφροαμερικανών. Η προεκλογική εκστρατεία του στην Οκλαχόμα το περασμένο Σαββατοκύριακο, η πρώτη του από τον Μάρτιο, ήταν μια μεγάλη ήττα καθώς απέτυχε να γεμίσει το γήπεδο.

Σε μια εύκολη συνέντευξη με οικοδεσπότη στο φιλικό Fox News, τον Sean Hannity, την Πέμπτη, οι τρομοκρατημένοι σύμβουλοί του τον άκουσαν να απαντάει χωρίς αυτοπεποίθηση για τους στόχους μιας δεύτερης θητείας και σιωπηρά να παραδέχεται ότι μπορεί να χάσει όταν είπε ότι ο Τζο Μπάιντεν θα είναι «πρόεδρος σας, επειδή μερικοί άνθρωποι δεν με αγαπούν, ίσως».

Ο Τραμπ, γράφει ο  Alex Isenstadt στο Politico, έχει χρόνο να ανακάμψει και το πολιτικό περιβάλλον θα μπορούσε να βελτιωθεί γι 'αυτόν. Όμως, έχει πρόβλημα γιατί δεν έχει «μπούσουλα» και ο ίδιος υπονομεύει επανειλημμένα τον εαυτό του. Εδώ υπεισέρχονται οι ψυχολόγοι και οι ειδικοί του «μεγαλοπρεπούς ναρκισσισμού» και οι συγγραφείς όπως ο Σκοτ Φιντζέραλντ.

Ο Τραμπ βρίσκεται μπροστά σε μια από τις χειρότερες εκλογικές ήττες σε προεδρικές εκλογές, δήλωσε ο πρώην πολιτικός σύμβουλος του Τραμπ, Σαμ Νάνμπεργκ, ο οποίος παραμένει υποστηρικτής του.

Ο Nunberg επισήμανε ότι οι εθνικές δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιήθηκαν από το CNBC και τους New York Times/Siena την περασμένη εβδομάδα, δείχνοντας ότι ο Τραμπ βρίσκεται κάτω από το 40% έναντι του Μπάιντεν.

Εάν τα ποσοστά του Τραμπ διαμορφωθούν στις 35 ποσοστιαίες μονάδες τις επόμενες δύο εβδομάδες, πρόσθεσε ο Νάνμπεργκ, τότε «Θα αντιμετωπίσει ρεαλιστικά την απώλεια της επανεκλογής του και ο πρόεδρος θα πρέπει να επανεξετάσει έντονα αν θέλει να συνεχίσει να είναι ο προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών».

Στα παρασκήνια, ο Τραμπ και η ομάδα του κάνουν προσπάθειες για να διορθώσουν την πορεία τους. Την εβδομάδα μετά την προεκλογική συγκέντρωση στην Τάλσα, ο πρόεδρος παραδέχτηκε ότι είναι πίσω.  Ο γαμπρός του Τραμπ, Jared Kushner, ο οποίος επιβλέπει την εκστρατεία από τον Λευκό Οίκο, αναμένεται να διαδραματίσει ακόμη πιο ενεργό ρόλο.

Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις δεν έχουν ηρεμήσει τους Ρεπουμπλικάνους σχετικά με τις προσωπικές επιδόσεις του προέδρου. Ο οικοδεσπότης του Fox News και ο αγαπημένος του Τραμπ, Τάρκερ Κάρλσον εξέδωσε μια οξεία προειδοποίηση στην εκπομπή του αυτή την εβδομάδα ότι ο πρόεδρος «θα μπορούσε κάλλιστα να χάσει αυτές τις εκλογές». Ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας Lindsey Graham, ένας άλλος στενός σύμμαχος του Τραμπ, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι ο πρόεδρος πρέπει να κάνει τον αγώνα «περισσότερο πολιτικό και λιγότερο προσωπικό».

Η ομάδα του Τραμπ επιμένει ότι το ποσοστό του προέδρου θα βελτιωθεί καθώς αυξάνει τις δημόσιες εμφανίσεις του και εντείνει τις επιθέσεις του εναντίον του Μπάιντεν. Οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην εκστρατεία λένε ότι έχουν δύο κύρια σημεία επίθεσης εναντίον του Μπάιντεν: Πρώτον ότι υποστηρίζει τους φιλελεύθερους που θέλουν να καταργήσουν το νόμο και την τάξη, και δεύτερον ότι είναι ανεπαρκής για την Ουάσιγκτον.

Η διαφημιστική τηλεοπτική εκστρατεία έχει ξεκινήσει και σ’ αυτή χρησιμοποιούνται τα πάντα, ακόμη και η ψυχική καταλληλότητα! [...]

Οι βετεράνοι της πρώτης προεδρικής εκστρατείας του Τραμπ παρομοιάζουν τη σημερινή του κατάσταση με το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2016, όταν τον έπληξαν μια σειρά από σκάνδαλα - από την κριτική του για μια οικογένεια Gold Star έως την επίθεσή του σε έναν ομοσπονδιακό δικαστή μεξικανικής καταγωγής.

Τότε, όπως και τώρα, λένε οι παλιοί σύμβουλοί του, ο Τραμπ είχε μια πολύ άσχημη πτώση των ποσοστών του. «Υπήρξε παρόμοια ανησυχία το 2016 και αν επαληθεύονταν, η Χίλαρι Κλίντον θα ήταν στο Λευκό Οίκο αυτήν τη στιγμή. Ο Τζο Μπάιντεν είναι ο πιο αδύναμος υποψήφιος των Δημοκρατικών σε μια γενιά και τον προσδιορίζουμε με αυτόν τον τρόπο», δήλωσε ο εκπρόσωπος της εκστρατείας του Τραμπ, Τίμ Μουρτάου. «Είμαστε τέσσερις μήνες από την ημέρα των εκλογών και στο τέλος θα είναι μια σαφής επιλογή μεταξύ του απίστευτου ρεκόρ του Προέδρου Τραμπ και του μισού αιώνα αποτυχίας του Τζο Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον»

Ακόμα, οι σύμβουλοι του Τραμπ αναγνωρίζουν ότι η καταστροφή του Μπάιντεν θα απαιτήσει ένα επίπεδο πειθαρχίας που δεν επιδεικνύει ο τωρινός ένοικος του λευκού Οίκου. Έκαναν έκκληση στον Τραμπ - ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τον λογαριασμό του στο Twitter για να επιτεθεί στους επικριτές από τον οικοδεσπότη του MSNBC Joe Scarborough μέχρι τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Τζον Μπόλτον - να σταματήσει να επικεντρώνεται σε πρακτικές που δεν έχουν σημασία για τους ψηφοφόρους.

Το χαμηλό προφίλ του Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της πανδημίας τον έκανε πολύ πιο δύσκολο για τον Τραμπ, ανέφεραν οι σύμβουλοί του…

Η ψυχική ακαταλληλότητα του Τραμπ

Αν και τα κύρια μέσα ενημέρωσης αρνήθηκαν σε μεγάλο βαθμό να μιλήσουν ανοιχτά για το διαταραγμένο μυαλό του Τραμπ, μια ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας το έλεγε. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, τρεις ψυχίατροι έγραψαν στον τότε Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα προειδοποιώντας τον για τα ευρέως αναφερόμενα συμπτώματα ψυχικής αστάθειας του Τραμπ που τους οδήγησαν να αμφισβητήσουν την καταλληλότητά του για το αξίωμα. Μάλιστα, από τη στιγμή που ο Τραμπ ορκίστηκε πρόεδρος, ο ένας εξ αυτών, ο ψυχίατρος του Γέιλ Μπάντι Λι ηγείται μιας ομάδας επαγγελματιών ψυχικής υγείας που κάνει μια συντονισμένη εκστρατεία για να ευαισθητοποιήσει σχετικά με τους κινδύνους που δημιουργεί η παθολογική ψυχική κατάσταση του Τραμπ.

Σύμφωνα με Ίαν Χιουζ (Συγγραφέα και ανώτερο ερευνητς στο MaREI Center, University College Cork) ο όρος στον οποίο συγκλίνουν αυτοί οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας για να εξηγήσουν το ευρύ φάσμα μη φυσιολογικών συμπεριφορών του Τραμπ είναι μια διαταραχή γνωστή ως κακοήθης ναρκισσισμός. Ενώ τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του Τραμπ παρουσιάζονται από τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, δεν έχει γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια για να συνδεθούν και να εξηγηθούν τα συμπτώματα αυτά με βάση την υποκείμενη παθολογική κατάσταση. Ωστόσο, η κατανόηση του επικίνδυνου μυαλού του Τραμπ απαιτεί από εμάς να ενώσουμε τις κουκίδες μεταξύ των διαφόρων πτυχών των ακραίων συμπεριφορών του. Ιδιαίτερα τον ναρκισσισμό του, την παράνοιά του και την ανικανότητά του να δεχτεί την πραγματικότητα.

Ακραία ναρκισσιστική συμπεριφορά

Άτομα με παθολογικό ναρκισσισμό βλέπουν τους άλλους ως «υποδεέστερα όντα» που αξίζουν να αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση, μια περιφρόνηση που βελτιώνεται μόνο στο βαθμό που αυτά μπορούν να αποβούν καθοριστικής σημασίας για τον ναρκισσιστή (να είναι ψηφοφόροι του).

Ένα σύνολο «κουκκίδων» που απεικονίζει την περιφρόνηση του Τραμπ για τους άλλους ως «υποδεέστερα όντα» είναι η περιφρόνησή του απέναντι στις γυναίκες, τους μετανάστες και τους αλλοδαπούς, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τους μη λευκούς Αμερικανούς. Για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, οι επιθέσεις του Τραμπ σε γυναίκες δημοσιογράφους είναι συνεχείς και μακροχρόνιες. Αυτή η συμπεριφορά έχει νόημα δεδομένου ότι η ναρκισσιστική παθολογία του τον αναγκάζει να δει τις γυναίκες ως κατώτερες. Κάθε γυναίκα (ιδιαίτερα μια μη λευκή γυναίκα) που θέτει μια «ατελή» ερώτηση προσβάλει την «ανωτερότητά» του. Η προσαρμοσμένη του απάντηση σε αυτήν την παραβίαση της… φυσικής τάξης είναι οργή και περιφρόνηση. Εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει ένας έντονος «ψυχολογισμός», καθώς παραβλέπεται η «ιδεολογική» νομιμοποίηση-αιτιολόγηση της στάσης «ανωτερότητας» μέσα από ρατσιστικές, σεξιστικές, ομοφοβικές και άλλες θεωρήσεις. Υπάρχει συνεπώς μια τροφοδότηση της ναρκισσιστικής προσωπικότητας με ανάλογες ιδεολογικές επενδύσεις ανωτερότητας(των λευκών κ.ά.).

Ο παθολογικός ναρκισσισμός εξηγεί επίσης δύο άλλες «πλευρές» στη συμπεριφορά του Τραμπ, δηλαδή τη σκληρότητα και την εγκληματική του τάση. Η σκληρότητα είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Τραμπ, είναι ένα κεντρικό θέμα των συγκεντρώσεων του Τραμπ και, όπως έγραψε ο Adam Sewer, είναι αναμφισβήτητα η μόνη πραγματική, αυθεντική απόλαυση του Τραμπ. Έτσι εξηγείται η εικόνα της «κατάρρευσής του» μετά την αποτυχημένη πολιτική συγκέντρωση στο στάδιο της Τάσλα. Ο σκληρός πυρήνας του ναρκισσισμού του τσακίσθηκε. Στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο, οι πολιτικές μετανάστευσης του Τραμπ είναι σαφή παραδείγματα αυτής της σκληρότητας, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής του για τον διαχωρισμό των παιδιών μεταναστών από τις οικογένειές τους στα σύνορα, την εντολή του για απέλαση των 800.000 «ονειροπόλων» που ήρθαν στις ΗΠΑ ως παιδιά και το σχέδιό του να τερματίσει ένα πρόγραμμα που ανέστειλε την απέλαση για μετανάστες που πάσχουν από ανίατη ασθένεια σε χώρες όπου δεν υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες.

Η «εγκληματικότητα» του Τραμπ αντικατοπτρίζει επίσης τη ναρκισσιστική του εκτίμηση για τον εαυτό του ως «ειδικό ον». Αυτό το είδαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού όταν πολλές φορές θέλησε να επισκιάσει τους ειδικούς και συγκρούσθηκε πολλές φορές μαζί τους. Ανάλογη στάση είχαμε και από τον φίλο του πρόεδρο της Βραζιλίας Ζ. Μπολσονάρου. Εδώ, αν και πολλοί θεωρούν ότι και ο Μπολσονάρου είναι ναρκισσιστής, το ζήτημα αφορά στην επιλογή της Υγείας ή της Οικονομίας. Αν θα πρέπει δηλαδή να συνεχιστεί η καραντίνα που θα κοστίσει στις επιχειρήσεις, ή θα πρέπει να σταματήσει με κόστος δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτική επιλογή. Οι συνωμοσιολογίες και οι άλλες μυθολογίες των οπαδών του Τραμπ και του Μπολσονάρου απλώς επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν αυτή την επιλογή.  

Οξεία παράνοια

Τα άτομα με οξεία παράνοια χαρακτηρίζονται από μια κοσμοθεωρία που βλέπει τους άλλους ως εγγενώς αναξιόπιστους, μαζί με μια αμετάβλητη πεποίθηση ότι οι άλλοι είναι εκεί έξω για να τους βλάψουν. Γι’ αυτό ο Έλληνας πρωθυπουργός φρόντισε να δηλώσει κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ουάσινγκτον ότι «εμείς είμαστε αξιόπιστοι»!

Οι παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας αποτελούν εξέχον χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του Τραμπ. Ως πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει στη διάθεσή του τα συστήματα πληροφοριών και γνώσεων της ισχυρότερης χώρας του κόσμου, αλλά ξανά και ξανά, έχει αποδείξει ότι είναι ψυχολογικά ανίκανος να δεχτεί αυτά που του λένε. Η ψυχοπαθολογία του Τραμπ σημαίνει ότι οι πληροφορίες νοημοσύνης που δεν αντιστοιχούν στην κοσμοθεωρία του απλά δεν μπορούν να υποστούν επεξεργασία. Διαχωρισμένος από την ικανότητα να ελέγχει την πραγματικότητα γύρω του, ο εσωτερικός του κόσμος είναι γεμάτος από συνωμοσίες χωρίς γεγονότα, αλλά οι οποίες απλώς ταιριάζουν με τις συναισθηματικές του ανάγκες.

Η παραμορφωμένη, παρανοϊκή άποψη του Τραμπ για την πραγματικότητα διαμορφώνει τις πολιτικές του, κυρίως την εξωτερική πολιτική. Ένας παθολογικά παρανοϊκός ηγέτης αναμένεται να απομακρυνθεί από τις συμμαχίες καθώς τις θεωρεί εγγενώς αναξιόπιστες και να επιδιώξει να οχυρώσει την επικράτειά του ενάντια σε εσωτερικές και εξωτερικές απειλές. Οι κύριες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ είναι συνεπείς με την ακραία παράνοια. Οι επιθέσεις του Τραμπ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ βασίζονται στην παρανοϊκή πεποίθηση ότι τέτοιες συμμαχίες δεν μπορούν να είναι άξιες εμπιστοσύνης και θα χρησιμεύουν μόνο για να εξαφανίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σχέση του Τραμπ με τους βίαιους αυταρχικούς ηγέτες(Μπολσονάρου, Ερντογάν κ.ά.) είναι επίσης σύμφωνη με την ερμηνεία ότι αυτοί είναι πιο συντονισμένοι με τη ναρκισσιστική και παρανοϊκή κοσμοθεωρία του Τραμπ, σε αντίθεση με τους «αδύναμους» ηγέτες των μεγάλων δημοκρατικών συμμάχων της Αμερικής.

Ναρκισσιστική φαντασία

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό του κακοήθους ναρκισσισμού είναι ίσως το πιο επικίνδυνο.  Οι ηγέτες αυτοί τείνουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως παγκόσμιες προσωπικότητες ικανές να κάμπτουν την ιστορία στη θέλησή τους και υιοθετούν απλοϊκές παθολογικές φαντασιώσεις για την αναμόρφωση του κόσμου με βάση τη δική τους διαταραγμένη εικόνα. Αυτό συνέβαινε για παράδειγμα, με τον Χίτλερ, ο παθολογικός ναρκισσισμός τροφοδότησε το όραμά του για τη Γερμανία που έπρεπε να «καθαριστεί» από τα «μικρόβια» των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των ξένων και των Εβραίων. 

Το περίγραμμα μιας τέτοιας πιθανής φαντασίας μπορεί να διακριθεί έτσι: Ο Τραμπ πιστεύει σαφώς ότι ο κόσμος είναι ένα επικίνδυνο και απειλητικό μέρος, ότι οι συμμαχίες είναι προδοτικές και ότι μόνο ισχυρά έθνη που στέκονται μόνα τους μπορούν να επιβιώσουν. Φαίνεται να πιστεύει ότι σε αυτόν τον επικίνδυνο κόσμο ο «ανώτερος» λευκός, χριστιανικός πολιτισμός απειλείται υπαρξιακά από «εισβολή» «κατώτερων» πολιτισμών, κυρίως μη λευκών ανθρώπων, του Ισλάμ και της Κίνας. Οι πολιτικές του συνάδουν με ένα όραμα ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ πρέπει να «καθαρίσουν» τον εαυτό τους από τους μετανάστες, να ενισχύσουν τη στρατιωτική τους δύναμη και να αναζητήσουν νέες συμμαχίες με «ισχυρές» δυνάμεις στη θέση των «αδύναμων» εθνών με τις οποίες είναι σήμερα ευθυγραμμισμένος.

Οι πολιτικές του συνάδουν με την πεποίθηση ότι η Αμερική πρέπει επομένως να επιδιώξει τη διάλυση των συμμαχιών της με το ΝΑΤΟ και τους μικρούς συμμάχους της στην Ανατολική Ασία, μαζί με τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να δημιουργήσει μια νέα και ισχυρότερη συμμαχία με τη λευκή, χριστιανική Ρωσία. Μια συμμαχία των ΗΠΑ και της Ρωσίας, θα είχε υπό έλεγχό το 92% των παγκόσμιων πυρηνικών όπλων… Με βάση αυτή την παθολογική ναρκισσιστική φαντασία, ο Ντόναλντ Τραμπ θα γίνει «Βασιλιάς του Κόσμου».

Εδώ ισχύει η Όουτς… που γράφει πως οι Χίτλερ, Τραμπ και άλλοι δεν είναι τρελοί. Είναι στην υπηρεσία της παράνοιας αλλά απόλυτα ορθολογικοί (δες σχετικό άρθρο στο arti).

1)Albert H. Teich / Shutterstock.com

2)από άρθρο του Alex Isenstadt https://www.politico.com/news/2020/06/27/Τραμπ-losing-2020-election-342326


Naomi Klein: «Μην αφήσετε τους γίγαντες του διαδικτύου να πάρουν τον έλεγχο της ζωής μας!»


«Καθώς ο κορονοϊός συνεχίζει να σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά, οι εταιρείες τεχνολογίας εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να επεκτείνουν την εμβέλεια και την ισχύ τους», γράφει η Naomi Klein σε ένα εκτενές άρθρο της στο The Intercept, που αναδημοσιεύει η βρετανική εφημερίδα The Guardian.

Στις 6 Μαΐου, για μια φευγαλέα στιγμή κατά τη διάρκεια της καθημερινής «ενημέρωσης για τον κορονοϊό» από τον κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Andrew Cuomo, τα απαίσια στοιχεία που έχουν γεμίσει τις οθόνες μας για εβδομάδες έδωσαν τη θέση τους σε αυτό που έμοιαζε με ένα χαμόγελο. Η αιτία του συγκρατημένου χαμόγελου ήταν μια εμφάνιση σε βίντεο του πρώην γενικού διευθυντή της Google, Έρικ Σμιντ, ο οποίος έκανε παρέμβαση στην συνέντευξη Τύπου του κυβερνήτη προκειμένου να ανακοινώσει ότι μόλις ανέλαβε την αποστολή να διαμορφώσει το μετα-Covid μέλλον της Νέας Υόρκης [το επίκεντρο της επιδημίας Covid-19 στις Ηνωμένες Πολιτείες], με έμφαση στη συστηματική ολοκλήρωση της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς της τοπικής ζωής.

«Η προτεραιότητα, είπε ο Σμιντ, είναι η τηλεϊατρική, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση και η υψηλή ταχύτητα ... Πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις που μπορούμε να προτείνουμε τώρα, να τις εφαρμόσουμε το συντομότερο δυνατό και να χρησιμοποιήσουμε αυτή την τεχνολογία για τη βελτίωση της κατάστασης.»...

Την προηγούμενη μέρα, ο Andrew Cuomo είχε ανακοινώσει μια παρόμοια συνεργασία με το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέητς, με στόχο τη δημιουργία ενός «διασυνδεδεμένου εκπαιδευτικού συστήματος». Ο Andrew Cuomo εξήγησε ότι η πανδημία άνοιξε «ένα ιστορικό παράθυρο για την ολοκλήρωση και την προώθηση των ιδεών [του Μπιλ Γκέητς]», τον οποίο αποκάλεσε «οραματιστή». «Όλα αυτά τα κτίρια, όλες αυτές οι αίθουσες διδασκαλίας, τι νόημα έχουν με όλη αυτή την τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας;» ρώτησε ρητορικά.

Πείραμα...

Χρειάστηκε λίγος χρόνος, αλλά αυτό που μοιάζει με την πανδημική εκδοχή της «στρατηγικής του σοκ» αρχίζει να διαμορφώνεται [σ.σ. σύμφωνα με τη «στρατηγική σοκ», οι καπιταλιστές επωφελούνται από μεγάλες καταστροφές για να περάσουν εξαιρετικά νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις]. Ας την ονομάσουμε «Ψηφιακή Νέα Συμφωνία» [σ.σ. όπως το μοντέλο του «Νιου Ντηλ» του Προέδρου Ρούσβελτ που ξεκίνησε το 1933 μετά την κρίση του 1929, και την «Πράσινη Νέα Συμφωνία», που υποστηρίζει σήμερα ένα μέρος των Αμερικανών Δημοκρατικών]. Πολύ πιο τεχνολογικό από οτιδήποτε έχουμε δει μετά από προηγούμενες καταστροφές, το μοντέλο στο οποίο πηγαίνουμε πλησίστιοι, ενώ το μακελειό συνεχίζεται, παρουσιάζεται αυτούς τους μήνες φυσικής απομόνωσης όχι ως κάτι κακό αλλά ως κάτι καλό (για τη διάσωση των ζωών).

Ο Anuja Sonalker, γενικός διευθυντής της Steer Tech, μιας εταιρείας με έδρα το Μέρυλαντ που σχεδιάζει λογισμικό αυτόματης στάθμευσης, συνοψίζει ως εξής την κατάσταση: «Υπάρχει μια ξεκάθαρη τρέλα για ανέπαφες τεχνολογίες. Οι άνθρωποι αντιπροσωπεύουν έναν βιολογικό κίνδυνο. Ενώ το μηχάνημα όχι.»

Είναι ένα μέλλον στο οποίο τα σπίτια μας δεν θα είναι ποτέ ξανά εντελώς ιδιωτικοί χώροι, αλλά θα λειτουργούν επίσης, χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, ως σχολείο, ιατρικό γραφείο, γυμναστήριο και, εάν το κράτος το διατάξει, και ως φυλακή. Προφανώς, για πολλούς από εμάς, το σπίτι ήταν ήδη μια επέκταση του γραφείου και του χώρου διασκέδασης, ακόμη και πριν από την πανδημία, ενώ η παρακολούθηση των κρατουμένων σε ένα ανοιχτό περιβάλλον [χάρη στο ηλεκτρονικό βραχιόλι] ήταν γενικευμένη. Το γεγονός παραμένει ότι, κάτω από την επίδραση της φρενίτιδας λόγω της πανδημίας, όλες αυτές οι τάσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν μια ιλιγγιώδη επιτάχυνση.

«Ένα μέλλον στο οποίο για τους προνομιούχους, σχεδόν τα πάντα θα φτάνουν σπίτι τους με delivery, είτε εικονικά μέσω του streaming και της cloud τεχνολογίας, είτε κυριολεκτικά μέσω οχημάτων χωρίς οδηγούς ή μέσω drones για να "διαμοιραστούν" ακολούθως στην οθόνη μιας διαμεσολαβητικής πλατφόρμας. Ένα μέλλον όπου δεν θα γίνονται αποδεκτά ούτε τα μετρητά ούτε οι πιστωτικές κάρτες (με την πρόφαση του ελέγχου των ιών) και που δεν θα υπάρχει παρά μόνο ελάχιστη κυκλοφορία μέσων μαζικής μεταφοράς και ακόμα λιγότερη ζωντανή τέχνη».  

«Ένα μέλλον που, όπως μας λένε, θα λειτουργεί με καύσιμο την "τεχνητή νοημοσύνη", αλλά στην πραγματικότητα θα στηρίζεται στα δεκάδες εκατομμύρια ανώνυμων εργατών, στριμωγμένων σε αποθήκες, σε "κέντρα πληροφορίας", σε εργοτάξια συντονισμού και εποπτείας ψηφιακού περιεχομένου, σε ηλεκτρονικά sweatshops, σε ορυχεία λιθίου, σε βιομηχανικές φάρμες και σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας κρέατος, όπου θα μένουν απροστάτευτοι από τις ασθένειες και από την υπερ-εκμετάλλευση. Ένα μέλλον όπου κάθε μας κίνηση, κάθε μας λέξη και κάθε μας σχέση θα είναι ανιχνεύσιμη και εκμεταλλεύσιμη ως πληροφορία από ένα σύστημα που θα έχει προκύψει από μια άνευ προηγουμένου διαπλοκή ανάμεσα στο κράτος και στους γίγαντες της τεχνολογίας». «Αν όλα αυτά δεν μοιάζουν τόσο ανοίκεια, είναι επειδή, πριν από την πανδημία, αυτό ακριβώς το γεμάτο ψηφιακές εφαρμογές μέλλον μας το πουλούσαν στο όνομα της ευκολίας και της εξατομίκευσης...».  

«Αυτό όμως συνέβαινε στο αρχαίο παρελθόν, δηλαδή μέχρι και τον Φεβρουάριο. Σήμερα, όλες οι προηγούμενες ανησυχίες μας έχουν σκεπαστεί από ένα παλιρροϊκό κύμα πανικού, καθώς αυτή η ξαναζεσταμένη δυστοπία έχει μπει σε ταχεία διαδικασία rebranding και μας σερβίρεται πλέον με την υπόσχεση ότι αυτές οι τεχνολογίες είναι ο μόνος τρόπος να ασφαλίσουμε τις ζωές μας από τις επιδημίες». «Τώρα, εν μέσω αυτής της σφαγής, αλλά και εν μέσω του φόβου και της αβεβαιότητας για το μέλλον που έχει σπείρει η πανδημία, είναι ξεκάθαρο ότι οι εταιρείες αυτές έχουν διαπιστώσει πως τώρα είναι η στιγμή για να αποκτήσουν αντίστοιχη εξουσία με εκείνη που απολαμβάνουν οι Κινέζοι ανταγωνιστές τους, οι οποίοι έχουν την πολυτέλεια να λειτουργούν απερίσπαστοι από ενοχλήσεις όπως οι δημοκρατικοί θεσμοί και τα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα». 

Τα συμφέροντα του Έρικ Σμιντ

Όλα περιστρέφονται γύρω από τον Ερικ Σμιντ. Πολύ πριν τον Covid-19, ο Eric Schmidt διεξήγαγε μια επιθετική εκστρατεία λόμπινγκ και επικοινωνίας με στόχο την προώθηση του οράματος της κοινωνίας «Black Mirror» για το οποίο έλαβε εντολή εφαρμογής από τον Andrew Cuomo. Στην καρδιά αυτού του οράματος βρίσκεται η στενή σχέση μεταξύ του κράτους και μιας χούφτας από γίγαντες της Silicon Valley – που θα αναλάβουν με μεγάλο κέρδος τα δημόσια σχολεία, τα νοσοκομεία, τα ιατρικά γραφεία, την αστυνομία και το στρατό…

Είναι ένα όραμα που ο Σμιντ προώθησε ως πρόεδρος του Συμβουλίου Καινοτομίας στην Άμυνας, το οποίο συμβουλεύει το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ σχετικά με την αυξημένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στον στρατό, καθώς και ως πρόεδρος της ισχυρής Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας για την Τεχνητή Νοημοσύνη(NSCAI), που συμβουλεύει το Κογκρέσο για την «πρόοδο στην τεχνητή νοημοσύνη…» με στόχο την αντιμετώπιση των «εθνικών και οικονομικών αναγκών ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού κινδύνου». Και τα δύο διοικητικά συμβούλια είναι γεμάτα με ισχυρούς διευθύνοντες συμβούλους της Silicon Valley και ανώτερα στελέχη εταιρειών όπως η Oracle, η Amazon, η Microsoft, το Facebook και φυσικά, οι πρώην συνάδελφοι του Σμιντ στην Google.

Ο Σμιντ εξακολουθεί να κατέχει περισσότερα από 5,3 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετοχές της Alphabet (μητρική εταιρεία της Google), καθώς και μεγάλες επενδύσεις σε άλλες εταιρείες τεχνολογίας… Ο κύριος σκοπός των δύο διοικητικών συμβουλίων στα οποία προΐσταται ο Σμιθ είναι να απαιτήσουν εκθετικές αυξήσεις των κυβερνητικών δαπανών για έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη και σε υποδομές τεχνολογίας όπως το 5G - επενδύσεις που θα ωφελούσαν άμεσα τις εταιρείες στις οποίες ο Σμιντ και άλλα μέλη αυτών των συμβουλίων έχουν εκτεταμένες συμμετοχές.

Πρώτα σε κλειστές παρουσιάσεις σε βουλευτές και ύστερα σε άρθρα και συνεντεύξεις, το επιχείρημα του Σμιντ είναι ότι από τη στιγμή που η κινεζική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να δαπανήσει απεριόριστα χρήματα για την κατασκευή της υποδομής παρακολούθησης υψηλής τεχνολογίας, επιτρέποντας παράλληλα σε κινεζικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, όπως η Alibaba, η Baidu και η Huawei να κερδίζουν από τις εμπορικές εφαρμογές, η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει να καταρρεύσει. (Ο ανταγωνισμός με την Κίνα χρησιμοποιείται από τους κολοσσούς της Σίλικον Βάλεϊ για την απορρόφηση κρατικού χρήματος στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής πληροφορικής). […]

Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, ωστόσο, η NSCAI επισημαίνει την προθυμία της Κίνας να προωθήσει τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στον τομέα της μαζικής παρακολούθησης και τη συλλογή δεδομένων ως τον λόγο που της παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η παρουσίαση επισημαίνει την «ρητή κυβερνητική υποστήριξη και συμμετοχή της Κίνας, π.χ. στην ανάπτυξη αναγνώρισης προσώπου»… [σ.σ. «Η επιτήρηση» είναι στην πρώτη θέση της ιεράρχησης]

Η μητρική εταιρεία της Google, Alphabet, προωθούσε το ακριβές όραμα μέσω του τμήματος Sidewalk Labs, επιλέγοντας ένα μεγάλο μέρος του Τορόντο ως μοντέλο «έξυπνης πόλης». Αλλά το έργο στο Τορόντο σταμάτησε μετά από δύο χρόνια αδιάκοπης διαμάχης σχετικά με τον τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων που θα συλλέγει η Alphabet, την έλλειψη προστασίας της ιδιωτικής ζωής και τα αμφισβητήσιμα οφέλη για την πόλη στο σύνολό της. […]

Τώρα, εν μέσω της σφαγής αυτής της συνεχιζόμενης πανδημίας, και της αβεβαιότητας για το μέλλον, αυτές οι εταιρείες βλέπουν ότι ήρθε η στιγμή για να εξαλείψουν τη δημοκρατική δέσμευση. Να έχουν το ίδιο είδος δύναμης με τους Κινέζους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι έχουν την πολυτέλεια να λειτουργούν χωρίς να παρεμποδίζονται από τα εργατικά ή τα πολιτικά δικαιώματα.

Να είμαστε σαφείς, η τεχνολογία είναι σίγουρα ένα βασικός τρόπος με τον οποίο πρέπει να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία τους επόμενους μήνες και χρόνια. Το ερώτημα είναι: αυτή η τεχνολογία θα υπόκειται στους κανόνες της δημοκρατίας και της δημόσιας εποπτείας, ή θα υπόκειται στην κατάσταση εξαίρεσης, χωρίς να μπορούμε να θέσουμε κρίσιμα ερωτήματα για το πως θα διαμορφώσουν τη ζωή μας τις επόμενες δεκαετίες; Ερωτήσεις όπως για παράδειγμα: αν πράγματι βλέπουμε πόσο κρίσιμη είναι η ψηφιακή συνδεσιμότητα σε περιόδους κρίσης, θα πρέπει αυτά τα δίκτυα και τα δεδομένα μας να βρίσκονται πραγματικά στα χέρια ιδιωτικών παικτών όπως η Google, η Amazon και η Apple; Εάν τα κράτη πληρώνουν τόσο μεγάλο μέρος, δεν θα πρέπει το κοινό να τα κατέχει και να τα ελέγχει; Εάν το Διαδίκτυο είναι απαραίτητο για τόσα πολλά στη ζωή μας, όπως είναι σαφές, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία μη κερδοσκοπική δημόσια υπηρεσία;

Μετά την δημοσιοποίηση της νέας συνεργασίας της πολιτείας της Νέας Υόρκης με το Ίδρυμα Γκέιτς, ο Andy Pallotta, πρόεδρος της ένωσης εκπαιδευτικών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, αντέδρασε άμεσα λέγοντας πως «Αν θέλουμε να επαναπροσδιορίσουμε την εκπαίδευση, ας αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την ανάγκη για περισσότερους κοινωνικούς λειτουργούς, συμβούλους ψυχικής υγείας, νοσηλευτές σχολείων, μαθήματα εμπλουτισμού των τεχνών, προχωρημένα μαθήματα και μικρότερα μεγέθη τάξεων...». 

Το ζήτημα δεν είναι εάν τα σχολεία πρέπει να αλλάξουν ενόψει ενός εξαιρετικά μεταδοτικού ιού για τον οποίο δεν έχουμε ούτε θεραπεία ούτε εμβόλιο. Όπως κάθε ίδρυμα όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε ομάδες, θα αλλάξουν. Το πρόβλημα, όπως πάντα σε αυτές τις στιγμές συλλογικού σοκ, είναι η απουσία δημόσιου διαλόγου σχετικά με το πώς θα πρέπει να μοιάζουν αυτές οι αλλαγές και ποιος πρέπει να ωφεληθεί – οι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας ή οι σπουδαστές;

Οι ίδιες ερωτήσεις πρέπει να τεθούν για την υγεία… πρέπει να διεξαγάγουμε μια συζήτηση βασισμένη σε στοιχεία σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δαπάνης δημόσιων πόρων στην τηλε-υγεία…

Σε κάθε περίπτωση, αντιμετωπίζουμε πραγματικές και δύσκολες επιλογές μεταξύ επενδύσεων σε ανθρώπους και επενδύσεων σε τεχνολογία. Επειδή η βάναυση αλήθεια είναι ότι, ως έχουν τα πράγματα, είναι απίθανο να κάνουμε και τα δύο… Δημόσια σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και διαμετακόμιση αντιμετωπίζουν υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον τους. Εάν οι εταιρείες τεχνολογίας κερδίσουν την άγρια ​​εκστρατεία τους για την εξ αποστάσεως μάθηση, την τηλεϋγείας, τα 5G και τα οχήματα χωρίς οδηγό - η Screen New Deal τους - απλά δεν θα απομείνουν χρήματα για επείγουσες δημόσιες προτεραιότητες, όπως η Πράσινη Νέα Συμφωνία που χρειάζεται ο πλανήτης μας επειγόντως.

 Αντιθέτως:

Η τεχνολογία μας παρέχει ισχυρά εργαλεία, αλλά δεν είναι κάθε λύση τεχνολογική. Και το πρόβλημα είναι η ανάθεση βασικών αποφάσεων σε άντρες όπως οι Bill Gates και Schmidt που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν μπορεί να επιλύσει η τεχνολογία.

Για αυτούς, και για πολλούς άλλους στη Silicon Valley, η πανδημία είναι μια χρυσή ευκαιρία να λάβουν όχι μόνο την ευγνωμοσύνη, αλλά την σεβασμό και την εξουσία που αισθάνονται ότι στερήθηκαν..

Αποσπάσματα από The Guardian ( The Intercept)

Επιμέλεια artinews

Ο ΤΡΑΜΠ, ο ΜΑΣΚ, το διαδίκτυο και ο "νέος φασισμός"

«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπ...