Ο βιασμός του 12χρονου κοριτσιού από "καθώς πρέπει" νεοδημοκράτες κομματάρχες, ανθρώπους της εκκλησίας, αστυνομικούς και λοιπούς ευυπόληπτους πολίτες, ολοκληρώνεται με τον μιντιακό βιασμό του.
Η παράνομη δημοσιοποίηση της δικογραφίας και οι φωτογραφίες του βιασμένου παιδιού συνιστούν έναν δευτερογενή βιασμό. Δημοσιογράφοι, δικηγόροι, ψυχολόγοι και δικαστές, που συμμετέχουν στο «ριάλιτι», και όλοι όσοι/ες ανεχόμαστε το φρικτό θέαμα, είμαστε συνεργοί στον βιασμό της 12χρονης.
«Η βοσκή των φιλάργυρων αποτελείται από χρήμα κι από περιφρόνηση», έγραφε ο Μπαλζάκ. Η βοσκή των πλούσιων-βιαστών αποτελείται από χρήμα, περιφρόνηση και ναρκισσιστική διαστροφή, συμπληρώνω.
Ο βιασμός είναι μία πράξη επιβεβαίωσης του δικαιώματος του «κυρίου», του δικαιώματος στη ζωή και στο θάνατο των άλλων, των «από κάτω», των αδυνάτων.
Το αφεντικό-βιαστής (πραγματικά ή συμβολικά) θεωρεί ότι οι άλλοι του ανήκουν. Είναι ο κύριος στη ζωή και στο θάνατό τους. Θεωρεί ότι το κορίτσι, όπως κάθε άνθρωπος που η ανάγκη τον έχει καταστήσει αντικείμενο, δηλαδή πιο πράγμα από το πράγμα, «δεν είναι παρά ένα θύμα που συναινεί», και ότι σαν αντικείμενο που είναι, δεν έχει άλλη αξία χρήσης πέρα από αυτή της εκπόρνευσης. Έτσι ως «αντικείμενο-εμπόρευμα» πωλείται στην “αγορά”, στο διαδίκτυο, στους οίκους ανοχής.
Στη συνέχεια η πώληση θα ολοκληρωθεί στα παραδοσιακά μίντια ως φθηνό δραματοποιημένο αφήγημα. Εκεί εκτός από τους φυσικούς βιαστές, ενεργοποιούνται και άλλοι, όπως δικηγόροι, δημοσιογράφοι και συστημικά μίντια που συνεργούν για να ολοκληρωθεί το βασανιστήριο.
Έτσι, το κοριτσάκι με τις σπαραγμένες σάρκες, με παραβιασμένα όλα του τα ανοίγματα, θα αποδοθεί πίσω στην ορυκτή ζωή του, καθώς δεν είναι πλέον αντικείμενο, αλλά πέτρωμα. Η βασανισμένη σάρκα του δεν ανήκει πια στο ανθρώπινο είδος. Η ανθρώπινη διάστασή του έχει πυρποληθεί, έχει γίνει στάχτη, δεν ανατάσσεται.
Η «ηθική των κυρίων» για μία ακόμα φορά επικράτησε. Η ζωή των θυμάτων τους ανήκει, όπως ακριβώς ανήκε η ζωή των θυμάτων στον ντε Σαντ. Μόνο που και οι ίδιοι, όταν «ολοκληρώσουν» την πραγμοποίηση, όταν «ξυπνήσουν» δίπλα στο παιδί που μόλις έχουν βιάσει και έχουν νεκρώσει την ψυχή του, δεν είναι πια άνθρωποι, είναι κτήνη. Ο παθολογικός ναρκισσισμός, η «ηθική του κυρίου», αυτή που μόλις ξέσκισε ένα παιδί, αποκτηνώνει και καταστρέφει και τους ίδιους.
Τελικά, το ισχύον οικονομικό και αξιακό σύστημα, αυτό που παράγει πλούσιους και φτωχούς, ανθρώπους της επιθυμίας κι ανθρώπους της ανάγκης, την «ηθική του κυρίου» και την «ηθική του δούλου», αυτό το σύστημα θα παράγει αδιαλείπτως βιαστές και θύματα, καθώς και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην «περιφρόνηση» και την «μνησικακία».
Η ηθική της δύναμης των «κυρίων» έχει ως πυρήνα της την περιφρόνηση κατά των αδυνάτων. Αλλά και η «μνησικακία» των φτωχών και των απόκληρων δεν είναι παρά ένα είδος απολίτικης περιφρόνησης εναντίον των «από πάνω». Οι μνησίκακοι δεν θέλουν έναν κόσμο χωρίς αφέντες και δούλους, αλλά να γίνουν οι ίδιοι αφέντες στη θέση του αφέντη τους, βιαστές στη θέση του βιαστή τους, καταπιεστές στη θέση του καταπιεστή τους, ρατσιστές στη θέση των ρατσιστών που τους τσάκισαν. Διέπονται, με άλλα λόγια, από την κουλτούρα του «κυρίου». Και για να το πούμε με τα λόγια του Τολστόι: «Οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους εργάτες επειδή και οι εργάτες επιθυμούν το ίδιο, με αυτούς τους ίδιους τρόπους δηλαδή να εξουσιάζουν τον αδελφό τους εργάτη. Για τον λόγο αυτόν –επειδή ταυτίζονται μαζί τους απέναντι στη ζωή- οι εργάτες δεν μπορούν να εξεγερθούν σε μία πραγματική επανάσταση εναντίον των καταπιεστών τους… (γιατί) μέσα του(σ.σ. στον εργάτη) υπάρχει η συναίσθηση ότι κι αυτός θα έκανε το ίδιο, ή το κάνει κιόλας έστω σε μικρότερο βαθμό απέναντι στ’ αδέλφια του… Αν οι εργάτες δεν ήταν το ίδιο καταπιεστές… ζούσαν αδελφικά… θυμούνταν και βοηθούσαν τους άλλους, κανείς δεν θα μπορούσε να τους σκλαβώσει…» (Ο Τολστόι, Ελληνικά Γράμματα).
Ούτε κύριοι ούτε δούλοι, λοιπόν, ούτε θύματα ούτε θύτες, ούτε νάρκισσοι ούτε μνησίκακοι, ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε βιαστές ούτε βιασμένοι.
Στην προοπτική της αγωνιστικής διεκδίκησης του Προσώπου μας, δηλαδή της αξιοπρέπειάς μας, από τους «βιαστές από πάνω», οφείλουμε -κατά πως λέει ο Αλμπέρ Καμύ- να σταθούμε «σε ίση απόσταση από την αθλιότητα και τον ήλιο».