Πρωτομαγιά. Ημέρα συνυφασμένη με τους αγώνες των
εργαζομένων. Κάποτε, ο ταπεινωμένος και κατακερματισμένος εργαζόμενος έβρισκε
την ισορροπία του, καταφεύγοντας στους οργανωμένους ομοίους του, στο σωματείο.
Εκεί στο συνδικάτο και μέσα από τους αγώνες επανοικειοποιούνταν την απολεσθείσα
αξιοπρέπειά του και έτσι μπορούσε να επανασυστήσει τον εαυτό του. Σήμερα, όμως,
τα συνδικάτα δεν παίζουν το ρόλο της ανάκτησης του χαμένου εαυτού λόγω της
εργασιακής αλλοτρίωσης, ούτε αμφισβητούν την κυρίαρχη πολιτισμική συνθήκη. Η
τελευταία επιβάλλεται από τους φορείς της κουλτούρας του νέου καπιταλισμού(Ρ.
Σένετ), κομίζοντας στον εργασιακό βίο το τέλος της ισόβιας απασχόλησης. Σύμφωνα
με την τελευταία, οι εργαζόμενοι θα πηγαίνουν από δουλειά σε δουλειά,
αλλάζοντας διαρκώς επαγγέλματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν θα υπάρχει μία ενιαία
αίσθηση ταυτότητας ούτε η δυνατότητα βιοαφήγησης, κανένα μακροπρόθεσμο Εγώ,
κανένας εαυτός, καμία μακροπρόθεσμη δέσμευση.
Οι εργαζόμενοι, έμφοβοι και περίκλειστοι στο «σιδερένιο
κλουβί» του Μαξ Βέμπερ, προσπαθούν να αποφύγουν την αρένα και τα λιοντάρια
της ανεργίας. Όλα, ο πόλεμος, ο ιοβόλος θάνατος, ο πόνος, η ανεργία, η πείνα, η
βία, ο φόνος, ο φόβος, η οργή, οι καταστροφές, όλα γίνονται οικεία,
συνηθισμένα, στοιχεία της κυρίαρχης συμβολικής τάξης, γι’ αυτό αδιάφορα.
Σήμερα, ισχύει ό,τι έλεγε πριν πάρα πολλά χρόνια ο Λέων
Τολστόι: «Οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους εργάτες μόνο επειδή
και οι εργάτες επιθυμούν το ίδιο, με αυτούς τους ίδιους τρόπους να εξουσιάζουν
τον αδελφό τους εργάτη. Για τον λόγο αυτόν –επειδή ταυτίζονται μαζί τους
απέναντι στη ζωή- οι εργάτες δεν μπορούν να εξεγερθούν σε μία πραγματική
επανάσταση εναντίον των καταπιεστών τους… (γιατί) μέσα του(σ.σ. στον εργάτη)
υπάρχει η συναίσθηση ότι κι αυτός θα έκανε το ίδιο, ή το κάνει κιόλας έστω σε
μικρότερο βαθμό απέναντι στ’ αδέλφια του…»(Ο Τολστόι, Ελληνικά Γράμματα). Να,
λοιπόν, γιατί χρειάζεται μία αντικαταναλωτική κουλτούρα, μία κουλτούρα
αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, μία κουλτούρα συντροφικότητας, γενικά μια νέα
συμβολική τάξη αξιών και αντιλήψεων ικανή να λειτουργήσει χειραφετητικά και
απελευθερωτικά για τους εργαζόμενους.
Πάντως, οι ηθικές βάσεις της ανθρώπινης δέσμευσης για
την ώρα ελλείπουν. Έχουμε «από-ρομαντικοποιήσει» τις ζωές μας. Η
συγκίνηση, βέβαια, υπάρχει, αλλά είναι στιγμιαία, καθώς περνάμε αμέσως σε κάτι
άλλο: στην καθημερινή μας αγριότητα. Στο πολιτικό πεδίο, η πολιτική ως
εξουσιαστική δύναμη, την οποία υφίστανται οι «κάτω», είναι μια χειραγώγηση από
τους "πάνω", κάτω από τη μάσκα του γενικού συμφέροντος και με τη
χρήση ενός καθολικής φύσεως οργάνου, του κράτους. Αλλά για να χειραγωγήσουν και
να φενακίσουν οι πλανητικοί ή οι εγχώριοι επικυρίαρχοι την υπόλοιπη κοινωνία με
μία ορισμένη ιδεολογία, πρέπει την ίδια στιγμή να φενακίζονται και οι
ίδιοι. Γιατί σε μία κοινωνία ξένωσης η ίδια η κυρίαρχη τάξη βρίσκεται σε
κατάσταση ξένωσης. Η ξένωση(αυτή που ο Μαρξ αποκαλεί «αλλοτρίωση»)
παρουσιάζεται ως ξένωση των θεσμών έναντι της κοινωνίας. Γι’ αυτό οι θεσμοί
αυτονομούνται έναντι της κοινωνίας, όπως σημείωνε ο Καστοριάδης.
Η αυτονόμηση αυτή των θεσμών είναι το πρώτο βήμα
για να καταστεί ένας θεσμός αδιαφανής και φυτώριο διαφθοράς, αφού παύει να
είναι τόπος αντιπαράθεσης των κοινωνικών δυνάμεων και, συνεπώς, επιχείρησης
αλλαγής των συσχετισμών με δημοκρατικό τρόπο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, μπορεί η
πολιτική να γίνει κάτι άλλο από μία τεχνική της εξουσίας; Ναι, στο μέτρο που θα
γινόταν η συνειδητή έκφραση των προσδοκιών και των συμφερόντων της μεγάλης
πλειονότητας των ανθρώπων. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η πάλη των «κάτω» δεν θα
αφορά μόνο την άμυνα των δικών τους συμφερόντων αλλά και την υπεράσπιση ολόκληρης
της κοινωνίας, καθώς θα επιδιώκουν την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο.
Αλλά ποιοι είναι σήμερα οι «κάτω»; Ποιοι είναι αυτοί
που αγωνίζονται για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας; Η αγωνιστική
ευαισθησία και η υπεράσπιση της καθολικότητας κατοικεί στους απόκληρους, στο
πλεονασματικό, υπεράριθμο και διαθέσιμο προς ανάλωση στοιχείο των
αποκλεισμένων, των άνεργων και των ανέστιων, των προσφύγων και των μεταναστών,
των γυναικών και των διαφορετικών, των νέων και των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης. Αυτό το «καταραμένο απόθεμα» εκφράζει τη νέα ριζοσπαστική
καθολικότητα, το Όλον σε αντίθεση με τους «πάνω» που εκφράζουν τους
"λίγους" και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους. Το θέμα, όμως, είναι, αν
μπορεί να υπάρξει η πολιτική οργάνωση και αντίσταση των απόκληρων, αν αυτό το
ιστορικό υποκείμενο θα δράσει "για τον εαυτό του", αν θα πάψει δηλαδή
να σκέφτεται με τον τρόπο των αφεντικών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου