Ο Γεώργιος Παχύς από την πλευρά του επικαλείται την ηθική του συνδρομή στην Επιτροπή των αγροτών το 1873 και με επιστολή του στην εφημερίδα «Αιών» περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τις διοικητικές επεμβάσεις και παρανομίες εναντίον των χωρικών, επισημαίνοντας ότι «η ισχύς των Νόμων δεν αφίκετο μέχρι Άρτης…»[1].
Το καλοκαίρι του 1882 οι συγκρούσεις των καλλιεργητών και των ανθρώπων του Καραπάνου οξύνονται, καταλήγοντας στο φόνο δύο κομποταίων:
«…κατά την 12ην ισταμένου περί ώραν 11ην μ.μ. εν τω χωρίω Κομποτίω, ανήκον τω Κ. Καραπάνου, και κατά την θέσιν Κόπραινα, ρήξεως επελθούσης μεταξύ Κομποταίων τινων και αγροφυλάκων, ένεκα επιθέσεως των πρώτων κατά των δευτέρων… αμυνομένων υπέρ τας εμπεπιστευμένοις αυτοίς ιδιοκτησίας, εφονεύθησαν δύο Κομποταίοι χωρικοί και επληγώθη εις αγροφύλαξ… Μετά το γεγονός τούτο συνελθόντες άπαντες οι χωρικοί περιεκύκλωσαν την αποθήκην του χωρίου, και περιπολούσιν ένοπλοι εις διάφορα μέρη αυτού ζητούντες εκδίκησιν. Ευτυχώς η ταχέως επελθούσα εκεί στρατιωτική δύναμις κατόρθωσε να αποσοβήση τας δυναμένας να επελθώσιν ολεθρίους συνεπείας…»[2]. Σύμφωνα με το συντάκτη της καραπανικής εφημερίδας «Άρτα» το αγροτικό ζήτημα στην ομώνυμη επαρχία, που κατά τη γνώμη των εκδοτών της υποκινήθηκε από τον Παχύ χάριν των ιδιοτελών σκοπών του, ενώ είχε κοπάσει, έχοντας αφεθεί η λύση στους αρμόδιους, αίφνης άρχισε και πάλι να παρουσιάζει την πιο ζοφερή του όψη μετά την άφιξη στην Αθήνα κάποιων χωρικών κατόπιν πρόσκλησης του Γ. Παχύ.
Σημειώνεται στην εφημερίδα του τσιφλικά πως «…χωρικοί και ιδιοκτήται ίστανται απέναντι έτοιμοι οι μεν πρώτοι προς αρπαγήν, οι δε δεύτεροι προς άμυναν της περιουσίας των…»[3]. Η καραπανική εφημερίδα εκφράζει και πάλι την πίστη της στην «ιερότητα της ιδιοκτησίας» και διαμαρτύρεται εκ νέου γιατί η όλη κατάσταση θέλει «παραστήσει την Ελλάδα ως φωλεάν κοινωνιστών…»(οι κοινωνιστές είναι για την εποχή το ισοδύναμο των μετέπειτα κομμουνιστών). Αλλά το προκλητικότερο όλων είναι η προσπάθεια αθώωσης των φονέων των αγροτών με επίκληση της γνωμοδότησης (ημερομηνία 22 Ιουλίου 1881) των Π. Παπαρρηγόπουλου, Ι. Α. Τυπάλδου, Α. Βαλλή, Ιω. Ευκλείδη και Α. Χαλκοκονδύλη. Σύμφωνα με αυτή «Ο Κ. Καραπάνος, ευρισκόμενος εν τη νομή των κτημάτων του, δικαιούται αμυνόμενος να μεταχειρισθεί παν μέσον, μη εξαιρουμένης ουδ’ αυτής της βίας, προς απόκρουσιν των επιθέσεων, δι’ ων τρίτοι ήθελον επιχειρήσει πράξεις προσβαλούσας την νομή του…». Αλλά και για προληπτικούς λόγους μπορεί να ζητήσει ο τσιφλικάς τη συνδρομή της διοικητικής αρχής[4]. Ομοίως με εγκυκλίους του υπουργού Δικαιοσύνης στους εισαγγελείς των πρωτοδικείων Λάρισας, Τρικάλων, Βόλου και Άρτας κατ’ απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δίδεται η εντολή για «…να καταστέλλωνται και να καταδιώκονται πράξεις φέρουσαι τον χαρακτήρα της αυτοδικίας ή άλλων κατά της ιδιοκτησίας αδικημάτων…».
Η εφημερίδα ευχαριστεί το νέο αστυνόμο Κ. Ξάνθη καθώς δια των αστυνομικών του μέτρων το αγροτικό ζήτημα «είναι ήδη ησφαλισμένο». Ανάλογη ευχαρίστηση εκφράζεται και για το νέο εισαγγελέα Γονατά. Αστυνόμος και εισαγγελέας συνέβαλαν στη σύλληψη των Γ. Παχύ στην Αθήνα και των Δημητρίου Παπακώστα, Αναστάσιου Χ. Ρίζου, Ευστράτιου Παπαρίζου και άλλων στην Άρτα αλλά και στα χωριά Κομπότι, Πέτα και Λιμίνη. Στις 11 Αυγούστου του ίδιου χρόνου 19 συνολικά αγρότες καταδικάστηκαν σε δύο βδομάδες κράτηση από το Πταισματοδικείο Άρτας για παράβαση του άρθρου 528 του Ποινικού Νόμου.
Στο 101ο φύλλο της εφημερίδας «Μέριμνα» κατηγορούνται τόσο οι αρχές της Άρτας (ο νομάρχης Τσαγκαράκης, ο δικαστής Ιωαννίδης, ο αστυνόμος Ξάνθης…) όσο και οι στρατιωτικοί «ότι ο μη συντασσόμενος τω Καραπάνω ραπίζεται εν μέση αγορά υπό αξιωματικών του στρατού…». Η εφημερίδα «Άρτα» απαντά ότι «ουδείς εραπίσθη υπό στρατιωτικού… εκτός τινων των εν τη αντεθνική σπείρα καταλεγομένων…»[5]! Τελικά, οι αγρότες αποκαλούνται «αντεθνική σπείρα», ενώ μαθαίνουμε ότι «εν τη μικρά πόλει μας περιωρίζετο Στρατός ανερχόμενος εις χιλιάδας» και οι υποστηρικτές των αγροτών σπέρνουν το μίσος μεταξύ του στρατού και των πολιτών.
Στην «Άρτα» με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1882 διαβάζουμε
«… Οι χωρικοί υπό αγυρτικών προτροπών προέβησαν εις βιαιοπραγίας, εις εμπρησμούς, εις αντιστάσεις κατά της αρχής και επί τέλους θρασυνθέντες προέβησαν και εις σπουδαιότερον, ήτοι ενόπλους συναθροίσεις και διαμαρτυρήσεις και εις θεατρικάς προς μετανάστευσιν επιδείξεις, πράγματα άτινα ενώ αφ’ ενός προσβάλλουσι καιρίως την εθνικήν αξιοπρέπειαν, φέρουσιν εξ άλλου πάντα τα στοιχεία της στάσεως. Δια τούτο η δικαστική αρχή, ουχί τη υποκινήσει του κ. Καραπάνου ή ετέρου… προέβη εις την σύλληψιν των ενόχων και των ηθικών αυτουργών…». Η κατηγορία εναντίον των κινηματιών αγροτών είναι βαρύτατη, ήτοι ένοπλη στάση. Ενώ η μαζική κίνηση των πετανιτών και η μετανάστευση στο «τούρκικο» θεωρούνται «θεατρικές επιδείξεις». Τέλος, δηλώνεται ότι η δικαστική αρχή συλλαμβάνει και τους φυσικούς και τον ηθικό αυτουργό, τον Γ. Παχύ. Ο τρόπος, μάλιστα, που ο συντάκτης της εφημερίδας δηλώνει την μη ανάμιξη του Καραπάνου, φανερώνει ότι όλες οι ενέργειες των αρχών γίνονται με την «υποκίνηση» του τσιφλικά. Στο ίδιο φύλλο ανακοινώνεται ότι «Ο κ. Γ. Παχύς ο δυνάμει εντάλματος συλλήψεως της δικαστικής αρχής αφίχθη ενταύθα υπό συνοδείαν στρατιωτικήν…».
Η ανάγνωση του εντάλματος έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του αγροτικού ζητήματος και των εμπλεκομένων σ’ αυτό: «Ο Γεώργιος Παχύς κάτοικος Αθηνών κατηγορείται ότι μετά του Αντωνίου Ζυγομαλά βουλευτού Αθηνών, Δημητρίου Παπακώστα ή Χαντζή, Αναστασίου Χριστοδούλου Ρίζου και άλλων υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναποφάσισαν την εκτέλεσιν της επομένης πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλοις αμοιβαίαν συνδρομήν εκ προθέσεως παρακίνησαν τους Ιωάννην Βλαχοπάνον, Απόστολον Χαβέλλαν, Γεώργιον Παπαρίζον, Βασίλειον Ταμπράκαν, Στράτου Μουρίκην, Γεώργιον Γρίλλιαν, Γεώργιον Πίτσιλαν, Παπαγεώργιον Σοικίλιον, Χρήστον Παπακώσταν, Δημ. Παπακώσταν, Κως. Χαβέλλαν, Θεόδωρον Σακκιάν, Αθανάσιον Τζαβάραν, Σπυρον Τζαβάραν, Γεώργιον Μπουραντάν, Κων. Μπακογιάννην, Ιωάννη Μπουραντάν, Ιωάννην Κοκορόσκον, Αθανάσιον Γρίλλιαν, Χαράλαμπον Βαγενάν, Αναγνώστην Πασσαμέρην, Πέτρον Παπαγεωργίου, Αθανάσιον Μπαντίδον, Χρίστον Τσίστουλαν, Δημ. Ιωάννου, Αθανάσιον Βαγενάν, Αντώνιον Χαβέλλαν, Ανας Γερογιάννην, Δημ. Μπότσην, Βασίλειον Πεταλήν, Θεοδ. Σταύρου, Φώτην Σκαλτσούνην, Γεώργιος Μήτσου, και άλλους καλλιεργητάς των χωρίων Πέτα, Μπάνη, Σικιαίς, Λιμήνη, Τσουπί Σελλάδες εις εκτέλεσιν των ακολούθων αξιόποινων πράξεων συμβουλεύοντες αυτούς μετ’ απάτης, πειθούς και φορτικότητος και μεταχειριζόμενοι επίτηδες ως έρμαιον το εις ό ευρίσκονται ούτοι πάθος της πλεονεξίας, του φθόνου και του μίσους κατά των γαιοκτημόνων, ούτοι δε εξετέλεσαν τας πράξεις ταύτας, ήτοι Α) Υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν της επομένης πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογίσαντες προς αλλήλοις αμοιβαίαν συνδρομήν, συνιδιοκτήμονες δε όντες των καρπών της εφετινής εσοδείας σίτου, κριθής, βρώμης, βρύζης κλπ. οι οποίοι παρήχθησαν από τας εν τη περιφερεία των χωρίων Μπάνη, Κομπότη, Πέτα, Σελλάδες, Λιμήν, Συκιαίς και Τσοτπί υπό του Κ. Καραπάνου και της συζύγου του, των αδελφών Μισσίων, της Μητροπόλεως Άρτης, του Μουρτεζά αγά, ενοικιαστού και Ιουσούφ Μπέη κατεχομένας και παρ’ εκάστου των ειρημένων καλλιεργητών καλλιεργηθείσας γαίας και οι οποίοι θερισθέντες έκειντο εν τοις αλωνίοις των ειρημένων χωρίων, από τα μέσα Ιουνίου μέχρις 20 Αυγούστου 1882 αφήρεσαν τους καρπούς αυτούς, κοινούς όντας ως ανήκοντας κατά 30% εις τους γαιοκτήμονας και κατά 70% εις τους καλλιεργητάς, προς βλάβην των λοιπών συμμετόχων, ήτοι των ειρημένων γαιοκτημόνων. Των καρπών δε τούτων η κλοπή μετά το ανήκον εις τους ιδιοκτήτας των γαιών μερίδιον υπερβαίνει το ποσόν των τετρακοσίων δραχμών…».
Από το ένταλμα μαθαίνουμε τους άλλους, πολύ μικρότερου βεληνεκούς, γαιοκτήμονες της Άρτας, όπως ήταν οι αδελφοί Μίσσιοι, ο Ιουσούφ Μπέης αλλά και η Μητρόπολη Άρτας! Το ποσό δε των τετρακοσίων δραχμών, που αντιστοιχούσε στο μερίδιο των «ιδιοκτητών», καταδεικνύει ότι ήταν πιο συμφέρουσα για τον Καραπάνο η πώληση των τσιφλικιών του με δόσεις και μεγάλο επιτόκιο παρά η νομή του 30% και αργότερα του 20% της σοδειάς. Αλλά βρισκόμαστε ακόμα στη μετωπική σύγκρουση των καλλιεργητών με τις κρατικές και άλλες δυνάμεις των τσιφλικάδων. Ιδού πως περιγράφει το ένταλμα τις εξελίξεις:
«…Β) Πλείοντες των δύω… ηνώθησαν προς εκτέλεσιν… εμπρησμών αποθηκών και οικημάτων, ζωοκτονιών και άλλων φθορών ξένης ιδιοκτησίας, αντιστάσεως κατά της αρχής και φόνων. Γ) Ούτω ηνωμένοι(σ.σ. συστήνοντας δηλαδή συμμορία) και υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναποφάσισαν την εκτέλεσιν των παρακάτω πράξεων και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αμοιβαίαν συνδρομήν. 1) Την νύκτα της 11-12 Ιουνίου ε.έ. (σ.σ. 1882) εν Σελλάδες έβαλον πυρ εις δύο οικήματα του κ. Γ. Καλαμπόκη προσεγγίζοντα τοσούτον εις κατοικίας και κατασκηνώσεις ανθρώπων, ώστε ηδύναντο να μεταδώσωσιν εις ταύτα το πυρ, το δε πυρ εξερράγη και αποτέφρωσε τους οικίσκους αυτούς. 2) Την νύκτα της 29-30 Μαΐου ε.έ. εν Σελλάδες σκοπούντες να εκτελέσωσιν ανθρωποκτονίαν κατά του Ιουσούφ Γαρδίκη επιστάτου, εκ προμελέτης απεφάσισαν και εσκεμμένως επεχείρησαν εξωτερικήν πράξιν περιέχουσαν αρχήν εκτελέσεως , ήτοι επυροβόλησαν κατ’ αυτού εκ μικράς αποστάσεως δι’ όπλων πεπληρωμένων εκ πυρίτιδος και σφαιρών, αλλ’ από ανεξάρτητα της θελήσεώς των περιστατικά απέτυχον του σκοπού των. 3) Την 8 Ιουνίου ε.έ. εν Σελλάδες έβαλον πυρ εις την αποθήκην του Μουρτεζά αγά ήτις εχρησίμευε προς κατοίκησιν και κατωκείτο, όπερ εκραγέν αποτέφρωσε αυτήν. 4) Κατά τας αρχάς Ιουλίου ε.έ. εν Συκιαίς έβαλον πυρ εις θεμονίαν του Ιωάννου Γρίβα ήτοι εις τους συγκεκομισμένους και εις το ύπαιθρον έτι κειμένους καρπούς των αγρών του, το δε πυρ εξερράγη και απετέφρωσεν αυτήν. 6) Την νύκτα της 11-12 Αυγούστου ε.έ. εν τω χωρίω Πέτα εκ προθέσεως απέκτηναν δύο βόας των ιδιοκτημόνων Χ. Σερβετά και Α. Ευστρατίου προξενήσαντες εις αυτούς ζημίαν υπερβαίνουσαν τας χιλίας δραχμάς. 7) Την νύκταν της 14-15 Αυγούστου ε.έ. εν Πέτα έβαλον πυρ εις την πλήρη αχύρου αποθήκην του Δημητρίου Τρίπου Μασίνα προσεγγίζουσα τοσούτον εις κατοικίας και κατασκηνώσεις ανθρώπων ώστε ηδύνατο… 8) Την 15 Αυγούστου ε.έ. εν τη περιφερεία Λιμήνι αντέστησαν εις τους υπηρέτας της Αρχής, ήτοι τους υπό των υπενωματάρχην Ηρ. Σακόπουλον χωροφύλακας θέλοντας να εμποδίσωσι την εκτέλεσιν των παρ’ αυτοίς διατεταγμένων, ήτοι την εντολή ην είχον λάβει να φυλάττωσι και να μη επιτρέψωσι την διαρπαγήν του μεριδίου των καρπών των ανηκόντων εις τον γαιοκτήμονα Κ. Καραπάνον και εν τοις αλωνίοις του χωρίου αυτού κειμένων απειλούντες φόνους κατ’ αυτών και πυροβολούντες αυτούς…».
Αλλά ας δούμε τα γεγονότα πιο αναλυτικά. Η χωροφυλακή αλλά και ο στρατός φύλαγαν στα αλώνια ολόκληρη την ποσότητα της σοδειάς, δηλαδή το 70% της ποσότητας που ανήκε στους καλλιεργητές και το 30% που ανήκε στον τσιφλικά λόγω της πιθανολογούμενης απειλής ότι οι καλλιεργητές θα έπαιρναν μαζί με το δικό τους και το μερίδιο του Καραπάνου. Έτσι, όμως, οι γεωργοί στερούνταν του δικού τους μεριδίου. Η διαμαρτυρία δε των καλλιεργητών την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου οφείλονταν στην έλευση των χωροφυλάκων στα αλώνια κατόπιν εντολής του εισαγγελέα Γονατά, που ζητούσε να επιληφθούν προληπτικά της επαπειλούμενης κλοπής(!) καθώς «από της σήμερον αν ο καιρός βελτιωθή θέλομεν έχει γενικόν αλώνισμα των πρώιμων καρπών»[6].
Σε άλλο δημοσίευμα της εφημερίδας «Άρτα» με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1882 διαβάζουμε απάντηση στην εφημερίδα «Πρωία», όπου συντάκτης ονόματι Βρασύδας περιγράφει τα παθήματα των κατοίκων του χωριού «Μπάνι», που καταδιώκονται από την διοικητική και δικαστική αρχή προς «χάριν πλουσίου ή ισχυρού κτηματίου». Όμως, το χωριό Μπάνη δεν ανήκει στον Καραπάνο διορθώνει η «Άρτα» αλλά «εις τους αδελφούς Μισίους..»[7]. Έτσι, έχουμε έναν περισσότερο ενημερωμένο κατάλογο των γαιοκτημόνων της περιοχής σε μία προσπάθεια της εφημερίδας και του Καραπάνου να τους συσπειρώσει εναντίον των χωρικών.
«… καθ’ όλων των κτηματιών είναι η συνωμοσία των καλλιεργητών και γενική επίσης υπέρ των αδικουμένων πτωχών ή πλουσίων Ελλήνων ή Οθωμανών οίον Καραπάνου, Ζαρείφη, Μισίων, Κοστιφάκη, Γώγου, Κοφίνα, Καραμπέτζου, Μουρτεζά, Τζελάλμπης, Βλαχίδου, Μονής Κάτω Παναγιάς, Μητροπόλεως, Μονής Φανερωμένης, Μονής Μετοχίου, Μονής Μελάταις, Κατζοδήμας, Αδελφών Αντωνόπουλων, Κυρίας Αλιάμπεν, Κυρίας Καστρινού, Ζουλεφκάρ Εφέντη κλπ…»[8].
Απέναντι στους γαιοκτήμονες της Άρτας βρίσκεται ουσιαστικά, σύμφωνα με την εφημερίδα του Κ. Καραπάνου, ο βουλευτής Γ. Παχύς, που, αποσκοπώντας στην ψήφο των χωρικών, επιχειρεί να δημιουργήσει κοινωνικό ζήτημα, πείθοντάς τους πως αν ξεσηκωθούν όλοι και αρπάξουν τους καρπούς που ανήκουν στους κτηματίες(γεώμορο), θα τους εξώσουν από τα κτήματα και η Βουλή θα επιλύσει το θέμα υπέρ των πολλών. Αυτά τα κάνει ο Γ. Παχύς, συνεχίζει ο συντάκτης του άρθρου, γιατί δεν έχει κτήματα στην Άρτα. Γι’ αυτό ερωτάται:
«… Αλλά Κύριε Παχύ διατί να περιορισθή η τάσις αύτη εις την διαρπαγήν μόνον των καρπών και των ακινήτων κτημάτων της επαρχίας Άρτης ουχί δε και εις τα χρήματα, τας γαίας και τας οικίας των εν Αθήναις και αλλαχού πλουσίων; […] Εάν διηρπάζετο εν Αθήναις το Λαυριοφάγον ταμείον του κ. Παχύ, όστις μάλιστα εξαπατήσας το Δημόσιον, ότι δήθεν εκ των σκωριών έμελλεν να κατασκευάση πήλινα αγγεία, έλαβε την παραχώρισιν του Λαυρίου[9] και απεταμίευσε τον άργυρον αυτού, δεν ήθελε διαρραγή κραυγάζων κατά των αρχών, εάν δεν εμερίμνων δια την ανακάλυψιν και απόδοσιν των χρημάτων και δια την τιμωρίαν των κλεπτών; Τι έπρεπε να ενεργήση η Αρχή, όταν, γινώσκουσα ότι οι αδελφοί Μίσιοι κατέχουσι το Μπάνι 50 έτη προ της γεννήσεως του Αλή Πασά ότι ούτοι έκτοτε εισπράττουσιν άνευ της ελαχίστης αντιρρήσεως το γεώμορον ή το ίμορον, και ότι τοιαύτην αναμφισβήτητον κατοχήν και κυριότητα έχουσιν πάντες οι ιδιοκτήται άλλων χωρίων…». Και στο ερώτημα γιατί τότε απέδιδαν το γεώμορο; Η εφημερίδα γράφει: «…ακούει κανείς μετά θρασύτητος εκ στόματος αυτών τότε ίσχυεν ο Σουλτάτος(sic),δεν αναγνωρίζομεν νυν Κυρίους, δεν δίδομεν γεώμορον, αναμένομεν να ίδωμεν τι θα αποφασίση η Βουλή δι’ όλον τον κόσμον. Ας πωληθώσι τα κτήματα να τα αγοράσωμεν ημείς…». Και καταλήγει η εφημερίδα: «…Ευτυχώς αι Αρχαί ενταύθα ούτε μεγάλους ούτε μικρούς ούτε τον πάταγον της ‘’Πρωΐας’’ φοβούνται. Αλλ’ ευσυνειδήτως και γενναίως εκπληρούσαι το καθήκον έσωσαν τον τόπον από την αναρχίαν»[10]
Στο φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 1882 της εφημερίδας «Άρτα» διαβάζουμε για το βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας για τον Γ. Παχύ και τους λοιπούς κατηγορούμενους για τα γεγονότα στην Άρτα. Το βούλευμα δικαιώνει τους καλλιεργητές και ουσιαστικά απαλλάσσει αυτούς και τον Παχύ για «εγκληματικήν πράξιν» και εκτιμά ότι έγκλημα διέπραξαν οι ιδιοκτήτες-τσιφλικάδες! Αλλά είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι θεωρεί πως το γεώμορο(σ.σ. αξίωση μόνο για το γεώμορο και όχι κατοχής) αποδίδονταν στους γαιοκτήμονες και επί τουρκοκρατίας, ήτοι «προ αιώνος», «κατ’ έθιμον»! Συγκεκριμένα η απόφαση αναφέρει ότι
«Το συμβούλιον των ενταύθα πλημμελειοδικών δια του βουλεύματος παραδέχεται αφ’ ενός, ότι οι ιδιοκτήται των χωρίων τούτων έχουσι την νομήν επ’ αυτών και των εν αυτοίς γαιών, εκτός δε πάσης αμφισβήτησεως θεωρεί ότι οι καλλιεργηταί των ιδιοκτητών τούτων απέδιδον προ αιώνος αυτοίς κατ’ έθιμον αδιάκοπον και ομοιόμορφον εκ των παραγομένων καρπών 30%, αφ’ ετέρου όμως παραδέχεται ότι οι ιδιοκτήται έχουσι αξιώσεις επί των χωρίων τούτων και των εν αυτοίς γαιών. Κατά τας σκέψεις ταύτας μάλλον οι καλλιεργηταί είναι κάτοχοι, και οι ιδιοκτήται έχουσι κατ’ αυτών αξιώσεις, επομένως ουχί ορθώς εχαρακτήρισε την πράξιν των καλλιεργητών εγκληματικήν συγκομισάντων τους καρπούς εφ΄ων οι αξιώσεις των ιδιοκτητών, ενώ έγκλημα διέπραξαν οι ιδοκτήται, οίτινες δια των οργάνων της εξουσίας, μηδέ της δικαστικής εξαιρουμένης, έλαβον παρά των καλλιεργητών τους καρπούς κατεχομένους παρ’ αυτών, των οποίων το Συμβούλιον εξαίρει την ενέργειαν ως νόμιμον και ως συντελέσασα εις το να μη λάβη μείζονας διαστάσεις και μεγαλήτερον εγκληματικόν χαρακτήρα η διαρπαγή της περιουσίας…».
Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας είναι φανερό ότι προσπαθεί να λειτουργήσει πυροσβεστικά και συνεπώς η απόφαση είναι αμφίσημη. Το γεγονός, όμως, ότι θεωρεί ότι το έγκλημα το έκαναν οι ιδιοκτήτες-τσιφλικούχοι συνιστά σταθμό στον αγώνα των αγροτών και μαρτυρά πως όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από το σύστημα του εντόπιου παρα-κρατικού δικτύου εξουσίας του Καραπάνου, αυτές μπορεί να καταστούν δικαιότερες. Μάλιστα, η εφημερίδα του Καραπάνου «Άρτα» αναφέρει ότι οι καλλιεργητές στο Βελεντσικό και τη Λουψίστα αφαίρεσαν πινάκια σίτου αξίας πλέον των 2000 δραχμών, πράγμα το οποίο κατήγγειλε ο Κ. Καραπάνος προς τον εισαγγελέα της Άρτας και παρόλο που ο τσιφλικάς πρότεινε διάφορους μάρτυρες για να αποδείξει την πράξη στο Συμβούλιο, αυτό ούτε τους τους μάρτυρες εξέτασε αλλά ούτε και τον ίδιο τον Καραπάνο. Οι συγκεκριμένοι δικαστές επισήμαναν ότι
«Επί της προκειμένης υποθέσεως (σ.σ. Βελεντσικό και Λουψίστα) οι καλλιεργηταί κατά τα ανωτέρω δεν ηδύναντο ακωλύτως να επιληφθώσι των καρπών, κώλυμα δε αυτών ήτο η ενταύθα θέλησις του ιδιοκτήτου αντιπροσωπευομένη δι’ αγροφυλάκων και επιστατών οίτινες δεν επέτρεπον τοις καλλιεργηταίς ούτε καν να θίξουν τους καρπούς πριν ή οι ιδιοκτήται λάβωσιν το εις αυτούς ανήκον ποσοστόν εξ αυτών…».
Το βούλευμα απάλλαξε των κατηγοριών τόσο τον Παχύ όσο και τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Γι’ ο συντάκτης της εφημερίδας «Άρτα» σημειώνει:
«… Φρονούμεν ότι το Συμβούλιον των εν Κερκύρα Εφετών… θα μεταρρυθμίση το ανωτέρω βούλευμα και παραπέμψει τον τε Παχύν και τους μετ’ αυτού κατηγορουμένους επί κλοπή, εις βαθμόν κακουργήματος…»[11].
Όπως διαβάζουμε στην ίδια εφημερίδα και στη στήλη «ΔΙΑΦΟΡΑ» της 15ης, ομοίως, Οκτωβρίου του ίδου έτους, με διαταγή του εισαγγελέα εφετών της Κέρκυρας μεταφέρθηκε εκεί από τις φυλακές της Άρτας ο Γ. Παχύς. Συγκεκριμένα
«…Το παρελθόν Σάββατον υπό συνοδείαν χωροφυλάκων ανεχώρησεν εντεύθεν (σ.σ. ο Γ. Παχύς) προπεμπόμενος υπό των ολίγων φίλων του εν οις διεκρίνοντο ο κ. Γ. Γ. Γκίνος διευθυντής του ενταύθα Ταχυδρομείου και Αλ. Μουρούζης Ιατρός όστις και πρότινος είχε προπέμψει τον κ. Ι. Καραπάνον συνοδεύοντα την οικογένειαν αυτού. Τοιούτοι χαρακτήρες τιμώσι τους ανωτέρω Κυρίους…».
Ούτε λίγο ούτε πολύ εν προκειμένω η διεύθυνση της εφημερίδας «Άρτα» κατά ένα τρόπο «φακελώνει» και «καρφώνει» τους καραπανικούς που λειτουργούν σε διπλό ταμπλό. Πρόκειται, άραγε, για τις εσωτερικές αντιθέσεις του εντόπιου καραπανικού παρα-κρατικού δικτύου; Ενδεχομένως πρόκειται για αλληλοκαρφώματα του μηχανισμού αυτού προς το μεγάλο αφεντικό. Η εφημερίδα, μάλιστα, σχετικώς αυτονομημένη από τους ιδιοκτήτες της συνεχίζει ειρωνευόμενη για αγνωμοσύνη και τον διευθυντή του Ταχυδρομείου:
«… Είναι όλως απολίτιστοι οι μεμφόμενοι τον κ. Γκίνον δια τούτο, διότι είναι μεν αληθές ότι ούτος διωρίσθη διευθυντής του Ταχυδρομείου υπό του κ. Καραπάνου και διατηρείται υπ’ αυτού, ουδόλως όμως τούτο υποχρεοί…». Αλλά ο Γκίνος θα εκδιωχθεί πάραυτα από το καραπανικό κόμμα στο οποίο ανήκε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
[1] Εφημερίδα «Άρτα» 10 Ιουλίου 1882. Σ’ αυτό το φύλλο μαθαίνουμε ότι ο Γ. Παχύς ήταν διατεθειμένος να δανείσει στους κομποταίους 10 χιλιάδες λίρες με τόκο 8% και με υποθήκη το χωριό για να το εξαγοράσουν από τον Κ. Καραπάνο.
[2] Εφημερίδα «Άρτα» 15 Ιουλίου 1882
[3] Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας»
[4] Στο φύλλο της 19ης Αυγούστου της εφημερίδας «Άρτα» αναγράφεται ότι υπάρχουν κατηγορίες ότι «οι ιδιοκτήται έχουν εν τη υπηρεσία των ληστάς ως αγροφύλακας…».
[5] Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας»
[6] Εφημερίδα «Άρτα» 28 Αυγούστου 1882
[7] Με ένα «σ» γράφεται εδώ
[8] Εφημερίδα «Άρτα» 4 Σεπτεμβρίου 1882
[9] Με βασιλικό διάταγμα παραχωρήθηκαν χιλιάδες στρέμματα στην Καμάριζα και αλλού στο Λαύριο. Γεγονός που δικαιολογεί τη σχέση συμφέροντος του παλατιού με τον Γ. Παχύ.
[10] Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας»