Το αγροτικό κίνημα στην Άρτα και στη Θεσσαλία –αλλά και στην Κέρκυρα
πριν[1]-
στρέφεται εν πολλοίς εναντίον συγγενών, του Κ. Καραπάνου και του πεθερού του,
Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφου, αλλά εκφυλίζεται ιδεολογικά στην αντιπαλότητα των
«πάνω» και μεταξύ πόλης-χωριού. Επίσης, αν στην Άρτα έχουμε το συμβιβασμό των
Καραπάνου και Παχύ, στη Θεσσαλία έχουμε τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, που
δημιούργησε τις συνθήκες για την εξέγερση του 1910.
Η Άρτα, ήταν η «αρτυμή του κόσμου»(χαρακτηρισμός του Σεραφείμ
Ξενόπουλου) ως το 1881. Παραδόξως, η απελευθέρωσή της σήμανε και την παρακμή
της πόλης. Για τον Π. Πετσιμέρη(περ. «Πρόταση», 1995) το πρόβλημα της πόλης «αρχίζει από τη στιγμή που ο ιδιότυπος
φεουδαλισμός της περνάει στον μεταπρατισμό, χωρίς μια μετάταξη ή μετάβαση στη
βιομηχανική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα η πόλη να βρεθεί με χαμηλό βαθμό ανάπτυξης
των παραγωγικών της τάξεων στη μεταβιομηχανική εποχή…». Αλλά αυτή είναι μία
γενική διαπίστωση που ισχύει για ολόκληρη την Ελλάδα. Η παρακμή της Άρτας
αρχίζει το 1881 όταν αποκόπτεται από τον «χρυσό μπαξέ» της, από τον κάμπο, που
παραμένει υπό τουρκική κατοχή για μία εικοσαετία ακόμη. Τότε αρχίζει η μεγάλη
μεταβολή στην οικονομία και στον πληθυσμό της. Οι υπάρχουσες βιοτεχνίες και τα
εργαστήρια παρακμάζουν, ή μεταφέρονται στο βορρά (μετακόμιση Εβραίων και άλλων
εμπόρων στα Ιωάννινα). Ο Σ. Ξενόπουλος σημειώνει «Η άλλοτε σημαντική των Αρταίων βιομηχανία ηλαττώθη ουσιωδώς. Η
γουνοποιΐα και γουνοδεψία ολοτελώς εξέλιπεν. Η βυρσοδεψία, αρχαιοτάτη και αύτη
τέχνη, διατηρείται εισέτι εν Άρτη… η χρυσοχοΐα, λείψανα μόνον έχει της άλλοτε
ακμής αυτής… Εις την αυτήν κατηγορίαν υπάγονται και άλλαι αυτόθι βιομηχανικαί
τέχναι, η των αλειμματοποιών, η των υποδηματουργών, η των τσαρουχοποιών, η των
βαφέων, η των χρυσοκεντιστών(σαράτσηδων), των φλωκατοποιών, η των χαλκέων, η
των σιδηρουργών, η των τεκτόνων, η των κτιστών και των ζαχαροπλαστών, ων η
παραγόμενη ωφέλεια δυσανάλογος υπάρχει προς τας ανάγκας των κατοίκων, μάλιστα
ήδη εν τοις ούτω περιορισμένοις ορίοις στερουμένων των πλειόνων και ιδίας
κατοικίας. Η των πραγμάτων αυτή χαλάρωσης προκύπτει εκ της ατυχώς συνηθείας των
Αρταίων, μη αγαπώντων την αποδημίαν, εξ αριδήλως προέρχεται κέρδος, ηθική τε
και νοερά βελτίωσης…». Ο Ξενόπουλος παραθέτει τα μειονεκτήματα των Αρτινών
έναντι των ταξιδεμένων «Ζαγορισίων» που «εισήγαγαν την ευρωπαϊκή βιομηχανία». Η
ανταγωνιστική «ζαγορίσια» βιοτεχνία επιβάλλεται πλήρως. Τότε αρχίζει και η
κάθοδος των ορεσίβιων. Οι Μελισσουργοί από 1710 κατοίκους το 1881, έχει μόνο
168 το 1920. Ο εποικισμός της Άρτας από ένα πολυπληθές και ανεπάγγελτο
«υπο-προλεταριάτο» είναι γεγονός. Τόσο στην απογραφή του 1881 όσο και σ’ αυτή
του 1920 οι ανεπάγγελτοι ανέρχονται στο 60-70% του συνολικού πληθυσμού! Το
αρτινό ιστορικό τοπίο πνίγηκε από τη δράση των εποίκων της και από τη δράση των
«καπιταλιστών της πεντάρας» διαπιστώνει ο Πετσιμέρης. Μπορεί και να έχει δίκιο.
Αλλά τι μπορεί να σχεδιάσει κανείς απέναντι σ’ ένα απελπισμένο πλήθος που κάπου
θέλει να βάλει το κεφάλι των παιδιών του και το δικό του;
Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι» απέδιδε, όπως
προαναφέραμε την έλλειψη ενθουσιασμού των απελευθερωμένων αρτινών, στην
«υποτακτικότητα» και τη δουλικότητά τους λόγω της μακρόχρονης τουρκικής
δουλείας[2].
Κι αυτό γιατί αγνοούσε το πρόβλημα που προέκυψε από την αποκοπή του κάμπου από
την πόλη και το πρόβλημα των συνόρων, καθώς οι κάτοικοι των ορεινών χωριών που
κατέβαιναν στην πεδιάδα της Άρτας και της Πρέβεζας για να περάσουν το χειμώνα
με τα ποίμνιά τους ήταν δύσκολο και κοστοβόρο να επανέλθουν σ’ αυτά λόγω των
φόρων, των δασμών και των περιορισμών που έθεταν οι Οθωμανοί.
Ομοίως, δεν γνώριζε το αγροτικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην περιοχή
της Άρτας το 1873, όταν ο Καραπάνος αγόρασε την περιοχή από τον Μουσταφά πασά
και ο πατέρας του Γεράσιμος έσυρε παπάδες[3] και κατοίκους πολλών χωριών από τα αλώνια
τους στις φυλακές των Ιωαννίνων, της Άρτας και της Πρέβεζας. Πολύ περισσότερο
αγνοούσε ότι οι Έλληνες που διαδέχτηκαν τους Τούρκους ήταν χειρότεροι από τους
δεύτερους.
Κι όμως, ο ειδικός απεσταλμένος της εφημερίδας όφειλε
να γνωρίζει, καθώς το καλοκαίρι του 1881, που μόλις είχε παρέλθει, στην
εφημερίδα «ΑΙΩΝ»(1881)[4]
υπήρχε αναδημοσίευση επιστολής «εξ Αθηνών προς την αυγουσταίαν Γενικήν
Εφημερίδαν(Allgemeinen Zeitung)», που πληροφορούσε όχι μόνο το ελληνικό
αλλά και το ευρωπαϊκό κοινό για τα διαδραματιζόμενα στην Άρτα. Συγκεκριμένα
σημειωνόταν ότι «Εκ του αγροτικού
ζητήματος, του αναφυέντως εν τω προσαρτηθέντι τμήματι της Ηπείρου, και εκ του
τρόπου της προσωρινής αυτού λύσεως, λαμβάνω το ενδόσιμον, όπως και αύθις είπω
βραχέα τινα περί της εν Ελλάδι εφαρμογής των νόμων και της διοικήσεως εν γένει…
Ουδαμώς ωφελεί η απόκρυψις της αληθείας∙ η διοίκησις, ως εφαρμόττεται υπό των
Ελληνικών Αρχών, εκτός ολιγίστων εξαιρέσεων, είναι καθ’ ολοκληρίαν τουρκική.
Τούτο τρανώς καταδείκνυσιν η ήσυχος δήθεν λύσις του αγροτικού ζητήματος εν τοις
χωρίοις της Άρτης, περί ης, ως μεγίστου κατορθώματος, μυθοπλαστούσιν αι
υπουργικαί εφημερίδες».
Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι η «αποχαύνωσης» των κατοίκων λόγω της
«τουρκικής δουλείας», όπως διατείνεται ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Μη
Χάνεσαι», αλλά το αγροτικό πρόβλημα που τέθηκε κάτω από το χαλί(«η ήσυχος δήθεν λύσις του αγροτικού
ζητήματος»), αντί της εφαρμογής των νόμων, υπό της διοικήσεως εν γένει, η
οποία όπως είδαμε «είναι καθ’ ολοκληρίαν
τουρκική». Τι σημαίνει όμως αυτό; Το διασαφηνίζει ο ίδιος ο Κ. Καραπάνος
στο πόνημά του «Η δημοκοπία αγωνιζομένη
να δημιουργήσει αγροτικόν ζήτημα εν Ηπείρω και Θεσσαλία», όπου σημειώνει:
«Νομίσας(σ.σ. ο Γ. Παχύς), ότι δια των επιστολών του δυσκόλως ήθελε πείσει τους
χωρικούς περί της μετά των υπουργών φιλικής σχέσεώς του[5]
και ωθήσει αυτούς εις πλήρη ρήξιν και επανάστασιν κατά των ιδιοκτητών,
κατόρθωσε να φέρη εις Αθήνας τον Ηγούμενον της Μονής Σελάδων και τρεις χωρικούς
εκ του χωρίου Κομπότι, τον Σ. Παππαρίζον και δύο άλλους. Τούτους περιφέρων από
υπουργείον σε υπουργείον εβεβαίου περί της φιλίας του μετά των υπουργών και της
δήθεν υποστηρίξεως, ής ετύγχανον παρ’ αυτοίς οι κατά της ιδιοκτησίας δοξασίαι
αυτού. Οι χωρικοί ούτοι υπέγραφον καθ’ ημών διατριβάς, ων ηγνόουν ίσως το
περιεχόμενον και ας εδημοσίευεν εν τισι των αθηναϊκών εφημερίδων. Μετά την
αναχώρησιν των χωρικών τούτων δι’ Άρταν ο κ. Παχύς εξηκολούθησε ο ίδιος το
έργον, όπερ είχεν ήδη εγκαινίσει. Δια σειράς δε μη αληθών ειδήσεων κατώρθωσε να
πείση τους χωρικούς ότι η εκ της εις την Ελλάδα προσαρτήσεως επελθούσα πολιτική
μεταβολή επήνεγκεν ωσαύτως και την κατάργησιν της ιδιοκτησίας»[6].
Άρα, για τον Καραπάνο δεν έχουμε απελευθέρωση της Άρτας και της Θεσσαλίας από
την Οθωμανική κατοχή αλλά μία απλή «πολιτική
μεταβολή»! Ομοίως, ταυτίζει την αμφισβήτηση της δικής του ιδιοκτησίας ως
γενικευμένη αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας. Άλλως πως, ότι ο Παχύς ήταν ένας
αναρχικός ή κομμουνιστής, που αμφισβητεί την ιδιοκτησία, ήτοι τα… ιερά και
όσια. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η εφημερίδα του Καραπάνου «Άρτα».
Στην επιστολή που δημοσίευσε η γερμανική εφημερίδα Allgemeinen Zeitung και αναδημοσιεύει ο «ΑΙΩΝ» σημειώνεται: «…Εκτός του ότι το σπουδαιότατον εκείνο και πολυπλοκώτατον ζήτημα(σ.σ.
το αγροτικό) είναι αδύνατο να λυθεί διοικητικώς, και οι κάτοικοι των χωρίων
Πέτα, Κομπότι, Συκιά, Λιμίρι(sic, εννοεί Λιμίνι),
Σελλάδες κλ. εξακολουθούσιν εντόνως διαμαρτυρούμενοι κατά της παραβιάσεως των
υποτιθέμενων δικαιωμάτων αυτών, ουδείς δικαιούται να ομιλή περί ησύχου
προσωρινής λύσεως του προκειμένου ζητήματος, δια τον απλούστατον λόγον, ότι ο
βασιλικός Επίτροπος[7], δια των υπ’ αυτόν
χωροφυλάκων και στρατιωτών, εξηνάγκασε δια κτηνώδους βίας τους χωρικούς να
πληρώσωσι το εν τρίτον της συγκομιδής εις τους μεγαλοκτηματίας… Ο βασιλικός
Επίτροπος, άνευ δικαστικής αποφάσεως, αυθαιρέτως, δια καταπιέσεων, απειλών κλ.,
εβίασε τους χωρικούς εις απόδοσιν του γεωμόρου. «Η κυβέρνησις έγινε χωροφύλαξ
του Καραπάνου», λέγει το έγγραφον εκείνο (σ.σ. το οποίο έχει περιέλθει στα
χέρια του επιστολογράφου), «μόνα τα δικαστήρια εισιν αρμόδια να αποφασίσωσι
περί του προκειμένου ζητήματος»… Είναι δε πρόδηλον, ότι αν η αυτή κακοδιοικησία
εξακολουθήση εν ταις προσαρτηθείσαις τη Ελλάδι επαρχίαις, τάχιστα θα εξατμισθή
ο ενθουσιασμός των κατοίκων, και την θέσιν αυτού θα καταλάβη πικρόν και
δυσμενές αίσθημα…». Ιδού, λοιπόν, μία άλλη αιτιολογία για την έλλειψη
ενθουσιασμού των κατοίκων των απελευθερωμένων εδαφών. Η σκληρότερη δουλεία στην
οποία υπέβαλλαν τους κατοίκους οι τσιφλικάδες, ή μάλλον το «βαθύ παρακράτος»[8]
τους εξανέμισε και την τελευταία ικμάδα όχι μόνο του ενθουσιασμού αλλά και της
όποιας ελπίδας για καλύτερη ζωή των δύστηνων Αρτινών και Θεσσαλών. Με άλλα
λόγια, η Θεσσαλία και η Άρτα απελευθερώθηκαν μεν από του Οθωμανούς, για να
δουλωθούν στη συνέχεια στους «τουρκίζοντας χριστιανούς», όπως θα έλεγε ο
Κοραής.
H
αντιπαράθεση για το αγροτικό ζήτημα στην Άρτα έγινε και μέσα από τα κείμενα των
δύο πρωταγωνιστών, του Γ. Παχύ και του Κ. Καραπάνου. Στο βιβλίο «Το εν Ηπείρω
ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ του Γεωργίου Παχύ, βουλευτού Άρτας» σημειώνεται:
«Περί τας αρχάς
του μηνός Δεκεμβρίου 1873 επιτροπή αποτελουμένη εκ δέκα προκρίτων των χωρίων
Πέτα και λοιπών του τμήματος Βρύσεων, της Επαρχίας Άρτης, ελθούσα ενταύθα με
παρεκάλεσεν, ίνα εξ ονόματος και κατ’ εντολήν των κατοίκων των ειρημένων χωρίων
ενεργήσω, ει δυνατόν παρά τω εν Αθήναις τότε πρεσβευτή της Υ. Πύλης Εσαάδ Μπέη,
όπως δ’ αυτού λάβη γνώσιν η Οθ. Κυβέρνησις της όλως εκρύθμου καταστάσεως, εν η
διετέλουν τότε οι κάτοικοι των πλείστων χωρίων της Άρτης, ων ηπειλούντο να
αρπαγώσιν εξ εφόδου και εναντίον παντός Τουρκικού νόμου αναμφισβήτητα επί των
γαιών αυτών δικαιώματα. Μοι παρέστησαν μετά πόνου ότι, εν όσω η Πύλη δια των
υπαλλήλων αυτής εισέπραττε τον φόρον του ιμόρου, (άδικον μεν καθ’ εαυτόν και
παράνομον, ως βία επιβληθέντα υπό του Ααλή-Πασά απλού διοικητού) εν όσω οι
λοιποί οθωμανοί, προς ους η Πύλη κατά καιρούς μετεβίβαζε το δικαίωμα της
εισπράξεως του ιμόρου εισέπραττον αυτό, επιέχοντο μεν δεινώς δια του επαχθούς
τούτου φόρου, αφαιρούντος αυτοίς πάσαν ικμάδα, αλλ’ ουδείς ούτε η Πύλη ούτε οι
λοιποί οθωμανοί, προς ους αύτη μετεβίβαζε κατά καιρούς το δικαίωμα της
εισπράξεως, εσκέφθησαν να θεωρήσωσιν άλλως ή ως φορολογίας το ίμορον, ουδέ
επειράθησαν να επεκτείνωσιν αυτό εις γαίας απηλλαγμένας του είδους τούτου της
φορολογίας. Αφ’ ης όμως στιγμής οι υιοί του αποθανόντος Μουσταφά Πασά
μετεβίβασαν το δικαίωμα της εισπράξεως του ιμόρου εις τον υιόν του επιστάτου
αυτών κύριον Κ. Καραπάνον, η τύχη αυτών ήλλαξεν επί το χείρον. Διότι, ως
έλεγον, οι επιστάται και αντιπρόσωποι αυτού, εν Κωνσταντινουπόλει διαμένοντος,
συνεννοούμενοι μετά των εν Άρτη τούρκων υπαλλήλων της Κυβερνήσεως, επειρώντο
δια παντός βιαίου μέσου να αποξενώσωση τους κατοίκους των χωρίων της περιουσίας
των. Εκβιάζουσι αυτούς δια παντοίων καταθλίψεων να συνομολογήσωσι μετά του κ.
Καραπάνου συμβόλαια προσδιδόντα αυτώ τελείαν επί των γαιών των κυριότητα, ην οι
πατέρες αυτών προ αιώνων ακεραίαν διετήρησαν και υπό αυτήν έτι την επήρειαν της
πλεονεξίας του διαβόητου Αλή. Υποβάλλουσι παρανόμως εις τέλος ιμόρου γαίας
ουδέποτε εις τούτο υποβληθείσας και επιβάλλουσιν ασεβείς χείρας και επ’ αυτάς
έτι τας εκκλησιαστικάς και μοναστηριακάς γαίας, τας οποίας ου μόνον η Πύλη αλλά
και ο άπληστος Αλή-Πασάς αφήκεν ελευθέρας ιμόρου. Επειδή δε οι κάτοικοι των
χωρίων ηρνούντο να χορηγήσωσιν οικειοθελώς τω Κ. Καραπάνω όσα ως έλεγον απήτει
παρ’ αυτών εναντίον ρητών διατάξεων των Τουρκικών νόμων, ήχθησαν εν αγνοία της
Οθωμ. Κυβερνήσεως δεμένοι ως κακούργοι εις Ιωάννινα ολοκλήρων χωρίων οι
κάτοικοι μετά των γυναικών και παίδων και καθείρχθησαν επί μήνας ολοκλήρους εν
ταις υγραίς των Ιωαννίνων φυλακαίς, άλλοι δε πάλιν, εγκαταλιπόντες ένεκα των
καταπιέσεων την και τους οίκους και καταφυγόντες εις το Ελληνικόν, συνελήφθησαν
παρά το εικός εν χώρα Ελληνική υπό Τούρκων στρατιωτών και ωδηγήθησαν αύθις μετά
χλευασμών και δεμένοι εις την γην την οποία είχον αναγκασθή να εγκαταλίπωσι.
Μοι προσέθετον δε οι επίτροποι των τυραννουμένων χωρικών, ότι την βίαν και τα
κακώσεις υπέμειναν οι κάτοικοι των χωρίων και θα υπομείνωσιν, αλλά θα αντιστώσι
μέχρις εσχάτων και θα προτιμήσωσι να αποθανωσι μάλλον παρά να υποκύψωσιν εις τα
παρανόμους και σκληράς αξιώσεις των δικαιοδόχων των τέκνων του Μουσταφά. Ταύτα
μοι έλεγον οι ατυχείς εκείνοι επίτροποι των απροστατεύτων κατοίκων των χωρίων
προ εννέα περίπου ετών, ότε ουδείς βεβαίως υπήρχεν ο εξερεθίζων αυτούς δια
σκοπούς πολιτικούς»[9](σ.σ. πρόκειται για
απάντηση σε ισχυρισμό του Κ. Καραπάνου).
Ο Παχύς παραθέτει ως μάρτυρες των όσων λέει τον πρέσβη Εσαάδ Πασά και
τον γενικό πρόξενο της Υ. Πύλης Μ. Αξελό, ενώπιον των οποίων οδήγησε ο ίδιος
τους επιτρόπους των χωριών της Άρτας το 1873. Ποια ήταν η στάση του Παχύ; Τι
συμβούλευε στους ανθρώπους των οποίων εξέφραζε την αδικία και τον πόνο; Να
κάνουν υπομονή!
«Συνεβούλευσα
αυτούς να υπομένωσιν, ελπίζοντες εις αισιώτερον μέλλον και έχοντες την
πεποίθησιν ότι, εάν η πατρίς ημών ήθελεν ελευθερωθή, θέλουσιν εύρη προστασίαν
υπό το Ελληνικόν Σύνταγμα και παρά της αδεκάστου Ελληνικής δικαιοσύνης. Να
προσπαθήσωσιν εν τούτοις, επανελθόντες εις την πατρίδα, να βιώσωσι μετά των
νέων αυτών τυράννων συνδιαλακτικώτερον βίον. Αλλά συνεβούλευσα αυτούς επίσης να
διατηρήσωσι δια πάσης θυσίας υφιστάμενα πάντοτε τα δικαιώματα αυτών, και τούτο
έπραξαν, ως θέλετε παρατηρήση εν τη επισυνημμένη εκθέσει μου, διατηρήσαντες
τωόντι ακέραια και αμείωτα μέχρι της μετά της Ελλάδος ενώσεως ως αληθείς
μάρτυρες. Πριν όμως αναχωρήσωσιν απεφάσισαν να καταστήσωσι γνωστά εις το
Ελληνικόν κοινόν τα μαρτύρια, εις α υπέβαλλεν αυτούς, ως ισχυρίζοντο, ο κ.
Καραπάνος και προς τον σκοπόν τούτον διεμαρτυρήθησαν πολλάκις δια του Ελληνικού
τύπου, διατραγωδούντες τα παθήματα αυτών»[10].
Ο Γ. Παχύς παρηγορεί τους κατοίκους, παραπέμποντας την αναζήτηση των
δικαίων τους στην απελευθέρωση αλλά και στην… αδέκαστο ελληνική δικαιοσύνη.
Αφελής ιδεολόγος ή λαϊκίζων; Μάλλον και τα δύο. Ως γνωστόν και ο ίδιος
συνελήφθη και φυλακίστηκε, αν και βουλευτής. Μάλιστα, η σύλληψή του ως έδειξαν
οι διάλογοι στη Βουλή είχε προαναγγελθεί από την τοπική εφημερίδα του Καραπάνου
«Άρτα»[11].
Πέραν τούτων, ο Παχύς δεν φαίνεται να υιοθετεί χωρίς επιφυλάξεις τις θέσεις των
εκπροσώπων των χωρικών, αντιθέτως λαμβάνει αποστάσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά «ως ισχυρίζοντο»! Παραθέτει δε τα λόγια
των ίδιων των δεινοπαθούντων και συγκεκριμένα την επιστολή του πληρεξουσίου του
Πέτα Πέτρου Παπαγεωργίου, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μέλλον»(21
Δεκεμβρίου 1873) και παρατίθεται στο πόνημα του Παχύ:
«Αξιότιμε
κύριε συντάκτα του «Μέλλοντος»
Καταχωρίσατε εις
το προσεχές φύλλον της εφημερίδος σας εις απάντησιν υπό τινος εφημερίδος των
Ιωαννίνων καταχωρηθέντων τον Νοέμβριον και διαψευδόντων τα στο υπ’ αριθμ. 995
φύλλον της εφημερίδος σας δημοσιευθέντα, τα αποτρόπαια κακουργήματα άτινα ο κ.
Καραπάνος(σ.σ. αναφέρεται στον Γεράσιμο Καραπάνο πατέρα του Κωνσταντίνου) εις τους δυστυχείς κατοίκους του χωρίου
Πέτα της επαρχίας Άρτης ως αντιδίκους διαπράττει. Και πρώτον μεν ότι δεν
επλήγωσε περίπου των 40 ανθρώπων επί του Σεραγίου, δεύτερον δε ότι οι ειρημένοι
ατυχείς κάτοικοι οφείλουσι δήθεν το τρίτον γαιόμορον τω Μουσταφά πασά, όπερ
βεβαιώ δεν είναι αληθές, διότι οι Πετανίται ουδέποτε έμειναν χρεώσται από
1847-1869 διόπερ και δύναμαι φέρειν μάρτυρας, ως τον κ. Ν. Τσελεπή, τον επί
τριετίαν των ως είρηται χωρίων ενοικιαστήν Φεζόμπεη, ως και αυτόν τούτον τον κ.
Καραπάνον. Απορώ πως ο συντάκτης της των Ιωαννίνων εφημερίδος τολμά να διαψεύδη
ταύτα και να υπερασπίζεται τον πάσι γνωστόν δια τα αποτρόπαια εγκλήματά του κ.
Γερ. Καραπάνον, όστις σκοπεί να εξολοθρεύση το ανωτέρω χωρίον, πληρών τας
φυλακάς Άρτης και Ιωαννίνων εκ των ατυχών κατοίκων από 1869 μέχρι σήμερον και
μεταφυλακίζων αυτούς εις τας φυλακάς Πρεβέζης, ίνα αποστερήση αυτούς του
επιουσίου άρτου, ον οίκοθεν ελάμβανον, και αποθάνουν της πείνης ωσεί λησταί και
κακούργοι, ένθα ευρίσκονται ήδη. Αλλ’ υπομονή αν ηρκείτο εις τούτο, έτερον
τραγικόν συνέβη την 28 π. μ. 8βρίου. Τη διαταγή του εστάλη και έτερος
Γιούζμπασης μετά του Μουλιαζήμου Κ. Ππογιάνη και 10 στρατιωτών εις το χωρίον
και αφού επί τρεις ημέρας κατέλυσαν εις αυτό και έπραξαν ό,τι εδυνήθησαν
έθραυσαν τέλος τα θύρας των οικιών των εν φυλακαίς και αφήρεσαν γεννήματα κλπ.
άτινα απέστειλαν εις την οικίας Γ. Καραπάνου. Ταύτα ιδόντες οι κάτοικοι του
χωρίου απεφάσισαν ομοθυμαδόν και ανεχώρησαν εξ αυτού. Λαβόντες δε μεθ’ εαυτών
ό,τι εδυνήθησαν, ετράπησαν την προς Άννινον οδόν, συμποσούμενοι εις 90
οικογενείας, αλλ’ εκεί στρατιωτική δύναμις τους παρεκώλυσεν. Ερωτήσασα δε το
αίτιον της φυγής των, ανεκάλυψεν ότι ουδέν παράπονον είχον κατά της
Κυβερνήσεως, αλλ’ ένεκα των απανθρώπων πράξεων του κ. Γ. Καραπάνου έφυγον.
Πάραυτα δε ειδοποίησε τον Καϊμακάμπεη του Νιζαμιού, ένθα άπαντες εξεπλήσσοντο
μετά του Καϊμακάμπεη, όστις ιδών αυτούς καταβεβρεγμένους εκ των βροχών και ποταμών
ους διέβαινον έως ότου φθάσωσιν εις Άρταν, τους έδωκε καταλύματα, ήναψε πυράν
προς θέρμανσίν των και άρτον ίνα μη της πείνης αποθάνωσι. Αλλ’ ας ερωτήσωμεν
τον Γ. Καραπάνον αν τα διαδραματισθέντα δικαίως εγένοντο, διατί εμποδίζει τους
ατυχείς τούτους να μεταβώσιν εις Ιωάννινα και δώσωσι λόγον τω διοικητή; Βεβαίως
ταύτα δεν γίνονται δικαίως, διότι ήδη το κραταιόν Δοβλέτι παραχωρεί πολλά
προνόμια των υπηκόων αυτού ίνα πληρόνωσιν εν ανέσει τα βασιλικά δικαιώματα.
Πέπεισμαι όμως ότι ταύτα εν αγνοία του κραταιοτάτου ημών άνακτος
διαδραματίζονται, καθότι εν τω παρόντι αιώνι ουδέποτε συνέβησαν τοιαύτα
αποτρόπαια εγκλήματα. Δια ταύτα διαμαρτυρόμεθα δι’ όσα αυτός διέπραξεν εις το
ατυχές χωρίον από του 1869 μέχρι σήμερον… Αφού πληρώνει το χωρίον Πέτα ετησίως
εις το Δοβλέτι 80 χιλ. γρόσια από δέκατα κλπ. διατί αυτός θέλει να πάρη
ολόκληρον χωρίον σκλάβους δια δεκατρείς χιλ. γρόσια άπερ πληρώνει κατ’ έτος
μοατζέλι, δηλαδή το τρίτον γαιόμορον; Αυτή είναι η αλήθεια.
Ο πληρεξούσιος
του χωρίου Πέτα
Πέτρος
Παπαγεωργίου»
Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευαίσθητος στη μνήμη
του πατέρα του Γεράσιμου, γι’ αυτό κάνει εκτενή αναφορά σ’ αυτόν στο πόνημά του
«Η δημοκοπία αγωνιζομένη να δημιουργήσει αγροτικόν ζήτημα εν Ηπείρω»,
προσπαθώντας να αντικρούσει τόσο τον Πέτρο Παπαγεωργίου όσο και τον Γεώργιο
Παχύ. Γράφει, λοιπόν, διερωτώμενος ρητορικά: «Αλλά τι εκτίθησιν ο αντιπρόσωπος ούτος; Παραλείπομεν τα ανδραγαθήματα
του μακαρίτου Γερασίμου Καραπάνου, όστις, εβδομηκοντούτης περίπου ων, επλήγωσεν
εν μια ημέρα ιδίαις χερσί περί τους 40 ανθρώπους(σ.σ. ο Παπαγεωργίου δεν λέει
«ιδίαις χερσί», με τα ίδια του δηλαδή τα χέρια), επλήρωσεν ομοφύλων χριστιανών
τας φυλακάς των Ιωαννίνων και της Άρτης, από το 1869 μέχρι το 1873 επί 4 έτη,
ήρπαζε δια στρατιωτών γεννήματα από τα οικίας των χωρικών και απέστελλεν αυτά
εις την οικίαν του, κλπ. Παραλείπομεν, λέγω(σ.σ. λέγει ο Καραπάνος), τας
τερατολογίας ταύτας, περί ανδρός, περί ον ελέγετο κοινώς εν Άρτη «Ο Καραπάνος
δεν φυλακόνει ποτέ»(σ.σ. άρα εδύνατο να «φυλακόσει»)!
Ο τσιφλικούχος στο περί «Δημοκοπίας…» πόνημά του να καταφέρεται κατά
του Πέτρου Παπαγεωργίου αλλά και εναντίον του βουλευτή Γεωργίου Παχύ, που
υιοθετεί τις θέσεις του πρώτου, ενώ «έδει
να γινώσκη τας προσπαθείας του μακαρίτου Καραπάνου(σ.σ. του πατρός Γερασίμου),
όπως σώση από τα φυλακάς πολλούς ένεκα των κινημάτων εκείνων φυλακισθέντων»[12].
Ο Κ. Καραπάνος παραδέχεται ότι υπήρξε όχι απλώς «κίνημα» το 1873 αλλά
«κινήματα». Εξαιτίας των οποίων, μάλιστα, πολλοί εφυλακίσθησαν[13].
Η μόνη διαφωνία του είναι ότι ο επιστάτης πατέρας του όχι μόνο δεν φυλάκιζε
αλλά και προστάτευε. Αν είναι έτσι, τότε ποιος φυλάκιζε; Ποιος έδινε την
εντολή; Εκτός κι αν ο γιος Καραπάνος εννοεί ότι ο πατέρας του έλεγε ποιους
ακριβώς έπρεπε οι στρατιώτες να συλλάβουν και να φυλακίσουν και ποιους ν’ αφήσουν.
Συνεπώς, κάποιοι γλίτωναν ένεκα της… ακρίβειας των πληροφοριών του πατρός
Γερασίμου κι έτσι δεν φυλακίζονταν και οι αθώοι!
«Αναξιοπρεπές
νομίζομεν να αναιρέσωμεν τας ύβρεις και τας συκοφαντίας ταύτας τας παρά του κ.
Παχύ κατά του αποβιώσαντος πατρός ημών δημοσιευομένας. Ασύγγνωστον άγνοιαν της
καταστάσεως των πραγμάτων εν Τουρκία δεικνύει… Απατάται δε οικτρώς ο του
φυλλαδίου συντάκτης αν νομίζη, ότι ο μακαρίτης πατήρ μου, ή πας άλλος ηδύνατο
να φέρη δια της βίας ενώπιον του συμβουλίου τούτου χωρικόν τινα ή άλλον ιδιοκτήτην, όστις να ομολογήση ότι
επώλησε την ιδιοκτησίαν του…»[14]. Γιατί άραγε ο
πατήρ Καραπάνος δεν μπορούσε να ασκήση βία; Όχι ασφαλώς «ιδίοις χερσί» αλλά δι’
άλλων; Αυτό μόνο η συγγνωστή ευαισθησία και αγάπη του υιού Κωνσταντίνου
Καραπάνου για τον πατέρα του Γεράσιμο δύναται να μη το γνωρίζει.
Τη χρονιά που οι Καραπάνος και Παχύς «μονομαχούν» με τα κείμενά τους,
δηλαδή το 1882, το αγροτικό ζήτημα αποκτά νέα χαρακτηριστικά, ακόμη πιο άγρια
εξ αιτίας της βίας των Ελλήνων γαιοκτημόνων και πιο συγκεκριμένα των επιτόπιων
επιστατών, των μισθοφορικών ομάδων από αλβανούς ή ακόμα και από εγκληματίες(που
επανδρώνουν τα σώματα αγροφυλακής!), τους χωροφύλακες, τους διοικητικούς και
δικαστικούς παράγοντες της περιοχής και όλους εκείνους που αποτελούσαν το ιδιότυπο και σχετικά αυτόνομο «παρα-κράτος» της
μεταβατικής περιόδου του περάσματος από την οθωμανική στην ελληνική δικαιοδοσία.
Πρόκειται για σχετική αυτονομία καθώς ο ίδιος ο Καραπάνος διέμενε είτε στην
Κωνσταντινούπολη είτε στο Παρίσι είτε στην Αθήνα είτε στην Κέρκυρα και ελάχιστα
στην Άρτα. Διοικούσαν, συνεπώς, οι επιστάτες και ο πληρεξούσιός του Βαρζέλης.
Σύμφωνα δε με τον Γιώργο Δερτιλή «Οι
Έλληνες γαιοκτήμονες απέφευγαν την προσωπική επιχειρηματική ενασχόληση με τα
κτήματά τους» και δεν είχαν την άμεση εποπτεία της εκμετάλλευσής τους αφού «δεν έμεναν στις ιδιοκτησίες τους»[15].
Η απάντηση των κατοίκων είναι αρχικά η άρνηση παράδοσης του ίμορου[16],
κρυφή συλλογή και αλώνισμα, οι παραστάσεις, έπειτα τα τηλεγραφήματα στη Βουλή,
τέλος τα δημοσιεύματα των ελληνικών αλλά και των γερμανικών εφημερίδων!
Κατά την άποψη του Γεώργιου Παχύ «Τα
γεγονότα… προ εννέα ετών γενόμενα μαρτυρούσιν ότι το εν τη πατρίδι μου
αγροτικόν ζήτημα δεν εγεννήθη ούδ’ υπεκινήθη σήμερον ούτε μηνών τινών, αλλ’
εγεννήθη και υφίσταται υποκόφως από της εποχής του Αλήπασα[17]
και οι χωρικοί πάντοτε διεμαρτύροντο. Ηνδρώθη όμως αφ’ ης ημέρας τα τέκνα του
Μουσταφά μεταβίβασαν τω Κ. Καραπάνω το απλούν δικαίωμα της εισπράξεως του
ιμόρου, ούτινος την φύσιν και την έκτασιν διενοήθησαν να επεκτείνωσι προς ίδιον
όφελος και εις βλάβην των αγροτών (…) Προ 6 αληθώς μηνών και ευθύς μετά την
απελευθέρωσιν της Άρτης, οι αυτοί των χωρικών πληρεξούσιοι, μετ’ άλλων ακόμη
ελθόντες ενταύθα, μοι υπέμνησαν την τότε δοθείσαν υπόσχεσιν και μοι εζήτησαν να
προστατεύσω αυτούς εν τη νομίμω διεκδικήσει των καταπατηθέντων δικαιωμάτων
αυτών, ην συνεπάγεται η παρά της θείας προνοίας αποδοθείσα αυτοίς ελευθερία»[18].
Κατά τον Γ. Παχύ η ελευθερία υπάρχει εκ Θεού, άρα και η δικαιοσύνη!
Ακόμη χειρότερα, ο βουλευτής στον οποίον ανέθεσαν οι αδικημένοι αγρότες την
υπόθεσή τους, θεωρεί ότι τόσες χιλιάδες άνθρωποι αδικήθηκαν και τυραννήθηκαν «δια μόνο τον λόγον ότι είχον το ελάττωμα να
είναι δούλοι και πτωχοί…»[19].
Είχαν, άρα, το ελάττωμα –σχεδόν την… αναπηρία- να είναι φτωχοί! Οι απόψεις του
Γ. Πλατύ είναι καταδήλως υπερσυντηρητικές. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για κάποιον «πεφωτισμένο»[20]
αστό αλλά για έναν ως φαίνεται εκ πρώτη όψεως ευαίσθητο στην αδικία πολιτικό, ή
ακόμη για κάποιον που αξιοποιούσε την αντιπαλότητα των χωρικών με τον τσιφλικά
για ψηφοθηρικούς λόγους. Από αυτόν, όμως, που επιτίθετο με σφοδρότητα στον Κ.
Καραπάνο θα ανέμενε κανείς περισσότερο βάθος και αναλυτική ικανότητα, αλλά το
βάθος της σκέψης, που βρίσκονταν στο ύψος πάντα των συμφερόντων του, αλλά και
του «βαθέως παρα-κράτους» ανήκουν στον ιδιαίτερα μορφωμένο Κ. Καραπάνο.
Απαντά στην κατηγορία του τελευταίου ο Παχύς για την «κατάργηση της
ιδιοκτησίας» ως εξής: «Και αληθώς μετ’
επιτηδειότητος εσυκοφαντήθηκαν οι ατυχείς χωρικοί, ότι παρερμηνεύοντες δήθεν
την εις αυτούς αποδοθείσαν ελευθερίαν διενοήθησαν να αρπάσωσιν εκ συστάσεως
περιουσίαν εις άλλους ανήκουσαν. Και καλλιεργήθη ούτω παρ’ ημίν δυσμενής τις
κατ’ αυτών γνώμη, αντί της συμπαθείας, ήτις οφείλεται εις πάντα αδικούμενον,
εξεβιάσθη δε καταθλιπτική και παράνομος κατά των χωρικών διοικητική εκ μέρους
της Κυβερνήσεως ενέργεια. Διότι οι ενοικιασταί του ιμόρου, επωφελούμενοι
βεβαίως την άγνοιαν της Κυβερνήσεως, παρέσυραν αυτήν εις τα έκνομα ταύτα μέτρα,
παραστήσαντες εαυτούς μετ’ επιτηδειότητος τελείους και πραγματικούς εκ προγόνων
ιδιοκτήτας των γαιών του τμήματος της ελευθερωθείσας Ηπείρου, όπερ δήθεν ως
μισθωταί καλλιεργούσι προ χρόνων αμνημονεύτων οι ραγιάδες χωρικοί, εις πολλάς
αναβαίνοντες χιλιάδας και οίτινες εκ συστάσεως αρνούνται νυν να αναγνωρίσωσιν
αυτούς ιδιοκτήτας»[21].
Ο βουλευτής Άρτας Γ. Παχύς καλεί την κυβέρνηση να μελετήσει και να
ερευνήσει το ζήτημα και να μην προχωρήσει σε «παράνομα κατά των χωρικών μέτρα». Και η μόνη κατάλληλη έρευνα που
μπορεί κατά την άποψή του να δείξει «τις
εν τη προκειμένη διαφορά εστίν ο αδικών και τις ο αδικούμενος» είναι αυτή
των δικαστηρίων[22].
Η βαρυσήμαντη έκθεση, συνεπώς, του Παχύ καταλήγει στην «παγίδα» του Καραπάνου
που δεν είναι παρά η νομική λύση ενός κατ’ εξοχήν πολιτικού προβλήματος, όπως
το αγροτικό ζήτημα. Και πρόκειται για παγίδα γιατί όπως θα έλεγε πολύ αργότερα
ο Αλέκος Βαμβέτσος στο Πανελλήνιο Αγροτικό Συνέδριο του Βόλου(Σεπτέμβριος 1912)
«Το δίκαιο είναι πάντα το δίκαιο της
κρατούσης τάξης και όχι όλων των τάξεων» και ότι στην οργανωμένη δύναμη της
μεγάλη ιδιοκτησίας οι αγρότες οφείλουν να αντιτάξουν την δική τους συλλογική
και οργανωμένη δύναμη.
[1] Το αγροτικό κίνημα στην
Κέρκυρα είχε απέναντί του τον Τυπάλδο(υπήρχε συγγενής του Καραπάνου με αυτό το
όνομα) και τον Πολυλά. Ο Καραπάνος ταξίδευε συχνά στην Κέρκυρα. Εκεί σύμφωνα με
τον Γ. Κορδάτο(Ιστορία της Ελλάδας, τόμος ΧΙΙ) όταν ο βασιλιά Γεώργιος
επισκέφτηκε την «Επτάνησον, παντού οι
αγρότες τον υποδέχονταν με την κραυγή: «Δικαιοσύνη»…». Η «γραμμή» των τσιφλικούχων ήταν κοινή, δεν
υπάρχει αγροτικό ζήτημα, οι χωρικοί «είναι
παρασυρόμενοι παρά τινων αγυρτών και λαοπλάνων… (που) μανιωδώς κατεφέροντο κατά
των πολιτών εν γένει». Πολίτες ήταν οι κάτοικοι της πόλης, ως επί το
πλείστον δημόσιοι υπάλληλοι και άνθρωποι των τσιφλικούχων. Αλλά και από την
άλλη πλευρά, ο δικηγόρος και βουλευτής των αγροτών της Κέρκυρας Πολυχρόνης
Κωνσταντάς μιλούσε για την «… την λύσιν
των ζητημάτων των χωρικών Δήμων κατά του Δήμου της πόλεως». Ο Κορδάτος
σημειώνει ότι οι «Παλιοί
Καταχθόνιοι»(γαιοκτήμονες) έστειλαν επιστολή στη βασίλισσα της Αγγλίας και την
καλούσαν να πάρει πίσω τα Επτάνησα γιατί η Ελληνική Βουλή«καταπατεί… τα δίκαιά
των»!
[2] Η προσάρτηση της Θεσσαλίας
και της Άρτας ίσως δεν προκάλεσαν λαϊκή ικανοποίηση λόγω της διάψευσης των
αυξημένων προσδοκιών(περισσότερα εδάφη και ικανοποίηση άλλων εθνικών αιτημάτων)
που προκάλεσε η «ευφορία των λογίων».
[3] Γνωστή η διαφορά των
παπάδων, δηλαδή του κατώτερου κλήρου που ταυτίζονταν με τους «κάτω», και του
ανώτερου κλήρου, που ανήκε στους «πάνω»
[4] Αντιθέτως, ο ειδικός
ανταποκριτής της εφημερίδας των Αθηνών «Μη Χάνεσαι»(Σεπτ. 1881) σημειώνει: «…Σήμερον αναμένεται ο Κύριος Καραπάνος, η
πέτρα του σκανδάλου. Το ζήτημα των χωρικών μετ’ αυτού το γνωρίζετε καλώς οι
Αθηναίοι. Αλλ’ είναι ζήτημα, το οποίον ετέρωθεν εξάπτει φοβερά τα πάθη. Ως εκ
τούτου θα πολεμηθεί δεινώς εν τοις χωρίοις ο Καραπάνος κατά τας προσεχείς
βουλευτικάς εκλογάς, αν και η πόλις αποκλίνει υπέρ αυτού. Ενταύθα εύρον και τον
Κύριον Παχύν μετά της Κυρίας του. Ειξεύρεις τι εστί μία femme politique εν
Ελλάδι και δεν έχω ανάγκην να εκταθώ. Σου λέγω μόνον ότι επέτυχεν εδραίαν
επιρροήν εν τη περιφερεία πάση». Ποια είναι η «πολιτική γυναίκα» του Παχύ,
που είναι τόσο γνωστή και δεν χρήζει άλλων πληροφοριών είναι η κόρη του
βασιλόφρονα Σκουζέ, η Αιμιλία.
[5] Εδώ ο Κ. Καραπάνος
αναφέρεται σε επιστολή του Γεωργίου Παχύ στον Αναγνώστη Συμπέθερο, που αργότερα
ο Δουρούτης παρουσιάζει ως κομματάρχη του τσιφλικά. Η επιστολή που παρατίθεται
στο «Η δημοκοπία…» έχει ως εξής: «Κύριε
Αναγνώστα Συμπέθερε. Ο Κύριος Ιωάννης Γούλας θα σας εγχειρίση την παρούσαν μου.
Σκοπός μοι είναι δια της παρούσης μου, να σας παρακαλέσω, όπως μοι παρέξητε την
συνδρομήν σας δια τα βουλευτικάς εκλογάς. Είμαι και εγώ Αρτηνός, και εάν και
δεν έχω την τιμήν να σας γνωρίζω, παρά εκ φήμης, τολμώ να σας γράψω,
επιφυλαττόμενος να λάβω την ευχαρίστησιν τάχιστα να σας γνωρίσω και προσωπικώς.
Είναι ίσως τολμηρόν ν’ απευθύνωμαι απ’ ευθείας και να ζητήσω την συνδρομήν σας,
τούτο όμως το κάμνω έχων το θάρρος, ότι θα δυνηθώ δια των μέσων μου εδώ πολύ να ωφελήσω την επαρχίαν». Αυτό
το χαρακτηριστικό του Παχύ, δηλαδή ότι διαθέτει «γνωριμίες» και «μέσα»
επιχειρεί να αποδομήσει ο Καραπάνος!
[6] Κ. Καραπάνος, «Η
δημοκοπία…», σελίδα 7, Αθήναι, 1882
[7] Βασιλικός Επίτροπος στην
Άρτα διορίσθηκε ο Επαμεινώνδας Λουριώτης
[8] Ας μη λησμονούμε και το
ρόλο της Εκκλησίας ως θεσμού στο πλαίσιο του «βαθέως παρακράτους». Στο φύλλο
της 4ης Ιουλίου 1882 της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι» δημοσιεύεται
μακροσκελής επιστολή που αναφέρει τις «ληστείες» και τους εκβιασμούς του
περίφημου Μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλου: «Κύριε Συντάκτα του Μη Χάνεσαι… Εκτός του λαϊκού Καραπάνου έχομεν εδώ
και έναν κληρικόν Καραπάνον, ένα Δεσπότη Ταταυλιανόν, ονομαζόμενον Σεραφείμ,
λείμωνον εναπομείνων εκ της μακαρία τη λήξει Τουρκικής δυναστείας. Προ ημερών
περιοδεύει τα χωρία Τζουμέρκων… Λάβε υπομονήν να ακούσης τα άθλα του…».
Αναφέρονται στην επιστολή πλείστα «άθλα» του μητροπολίτη Σεραφείμ, που
παρατίθενται αλλού.
[9] Το εν Ηπείρω ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ
ΖΗΤΗΜΑ υπό Γεωργίου Παχύ, βουλευτού Άρτης, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των
αδελφών Περρή, 1882
[10] Στο ίδιο
[11] Συντάκτης της κάποιος
Κάος, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του τσιφλικά στην Άρτα
[12] Κ. Καραπάνος, Η
δημοκοπία…, 1882, σελ. 20
[13] Η Αγγελική
Σφήκα-Θεοδοσίου στη σελίδα 109 της διατριβής της(ΑΠΘ, 1988) σημειώνει ότι
Αρτινοί χωρικοί έδιωξαν Οθωμανούς γαιοκτήμονες που πήγαν από τα Ιωάννινα στην
Άρτα για να εισπράξουν το ίμορο. Η μελετητής σημειώνει ότι το γεγονός αυτό
«δημιούργησε άσχημες εντυπώσεις και στον υπόδουλο πληθυσμό», χωρίς όμως να μας
παραθέσει τις πηγές αυτής της διαπίστωσης!
[14] Κ. Καραπάνος, 1882
[15] Γ. Δερτιλής: Κοινωνικός
μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Εξάντας, 1985
[16] Στην Άρτα οι καλλιεργητές
αρνήθηκαν να αποδώσουν το μερίδιο (ίμορο) στους ιδιοκτήτες. Δεν συνέβη το ίδιο
στη Θεσσαλία όπου ήταν σημαντικός ο κατασταλτικός ρόλος του στρατιωτικού
διοικητή Δ. Γρίβα. Παρόλ’ αυτά οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν στο Ζάρκο Τρικάλων,
χωριό που αγόρασε το 1874 ο Χρηστάκης Ζωγράφος
[17] Εδώ πρόκειται για
δημόσιες γαίες. Συγκεκριμένα είναι η γη που ο Αλή πασάς υπήγαγε στη δικαιοδοσία
του, αλλά η οποία δημεύτηκε από την Υψηλή Πύλη όταν ο Αλή πασάς εξοντώθηκε. Η
γη αυτή εκποιήθηκε με το τανζιμάτ(1839) και το νόμο περί γαιών του 1858. Στην
κατηγορία αυτή των δημοσίων γαιών (arazi-I emiriye)
την ψιλή κυριότητα (rakabe)
διατηρεί το κράτος, παραχωρώντας το δικαίωμα εξουσίασης(hakk-i tassaruf) σε Οθωμανούς ιδιώτες με αποδεικτικά έγγραφα (tapu senedi). Αυτοί με τη σειρά
τους παραχωρούσαν τη χρήση (tassaruf
επίσης) της γης σε επίμορτους καλλιεργητές, που είχαν υποχρέωση να δίνουν ένα
μέρος της καλλιέργειας. Μετά το νόμο του 1858 η γη αυτή πουλήθηκε σε ευτελείς
τιμές σε λίγους Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι με τη σειρά τους την πούλησαν σε
Έλληνες Οθωμανούς όπως οι Γ. Ζαρίφης, Κ. Ζάππας, Αντρέας Συγγρός, Χρηστάκης
Ζωγράφος, Κωνσταντίνος Καραπάνος, Μπαλτατζής κ.ά. Στην ελληνοτουρκική σύμβαση
του 1881 με… τουρκική απαίτηση διατηρήθηκαν τα δικαιώματα των Ελλήνων
τσιφλικάδων στη γη που αγόρασαν από τους Οθωμανούς.
[18] Γ. Παχύ, το εν Ηπείρω
Αγροτικόν Ζήτημα…, 1882
[19] Στο ίδιο
[20] Αντιθέτως ο Μαρίνος
Αντύπας ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος και ιδεολογικά εξοπλισμένος
αναρχο-κοινωνιστής
[21] Γεωργίου Παχύ, βουλευτού
Άρτης, «Το εν Ηπείρω Αγροτικόν Ζήτημα», Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου αδελφών
Περρή, 1882
[22] Πρόκειται για την
εισαγωγή του «Εν Ηπείρω Αγροτικού Ζητήματος» του Γ. Παχύ, η οποία ουσιαστικά
αφορά το ιστορικό της υπόθεσης και την αίτηση γνωμοδότησης από επιφανείς
νομικούς πανελλαδικής εμβέλειας(Εν Αθήναις τη 28 Δεκεμβρίου 1881).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου