Οι γόβες
Κυριακή πρωί. Οι δρόμοι έρημοι. Αίφνης, ένα χιλιόμετρο απ’ το λιμάνι, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, το τοπίο αλλάζει ριζικά. Χαλιά απλωμένα, παρατεταγμένα μηχανάκια, ρούχα, κουζινικά κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς στο παζάρι του Πειραιά. Παραδόξως, ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στα μεταχειρισμένα. Το μάτι μου έπεσε στα παπούτσια. Ένα ζευγάρι πολυφορεμένες γόβες. Θυμήθηκα, πριν δέκα χρόνια, εκείνον το δύσμοιρο μετανάστη πάνω στη μεταλλική γέφυρα της Φραγκφούρτης, αυτή που έχει στην είσοδό της μία επιγραφή στα ελληνικά από τον Οδυσσέα -του Τζόυς, όχι του Ομήρου. Αλλά τι σημασία έχει; Οι οδυσσείς παντού το ίδιο είναι. Ο άνθρωπός μας είχε βγάλει τα παπούτσια του, καθόταν σταυροπόδι με τα ξυπόλυτα πόδια του να ικετεύουν, περιμένοντας αγοραστή. Δεν ήξερα ποιος ήταν πιο δύστυχος, αυτός που πουλούσε τα παπούτσια ή αυτός που θα τα αγόραζε. Ξανακοίταξα τα γυναικεία παπούτσια του Πειραιά. Φαντάστηκα τα πόδια που τα φόρεσαν, τους δρόμους που περπάτησαν, τους αναστεναγμούς που λαθράκ...