Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου
Ο Κάφκα σκέφτεται τη σχέση κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, ισχυρού και αδυνάτου, καταπιεστή και καταπιεσμένου, μέσα από το γεγονός ότι ο κυρίαρχος υπάρχει μόνο επειδή ο κυριαρχούμενος έχει εκπαιδευτεί (μέσω της κοινωνικοποίησης αλλά και της εκπαιδευτικής διαδικασίας) να τον αντιλαμβάνεται ως κυρίαρχο και να του συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, να τον βλέπει συχνά μεγαλύτερο και πιο δυνατό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, να προλαβαίνει τις επιθυμίες του ή τις μομφές του.
Ο Κάφκα αναδεικνύει στα
κείμενά του τον κεντρικό ρόλο της πίστης
στη δύναμη της εξουσίας. Μόλις εμφανιστούν σημάδια δύναμης
και γίνουν αντιληπτά ως τέτοια, τότε ακολουθούν αυθόρμητα οι συμπεριφορές σεβασμού ή υποταγής. Οι
άνθρωποι που βρίσκονται σε θέση εξουσίας (σε μια δημόσια υπηρεσία, σ’ έναν
κοινωνικό ή πολιτικό θεσμό, σε μία εταιρεία κ.ά.), εμπνέουν σεβασμό ή υποταγή
και ασκούν «γοητεία» (προκαλούν μια ακαταμάχητη
επιθυμία προσέγγισης εκ μέρους των «από κάτω», κάτι που
μπορεί να μετουσιωθεί σε πλατωνικό έρωτα ή ακόμα και σε σεξουαλική επιθυμία).
Κάθε εξουσία ασκεί μια έλξη σε όσους εξαρτώνται από αυτήν. Τη θαυμάζουν και ενίοτε
αγαπούν ακριβώς αυτό που θα μπορούσε ακόμα και να τους καταστρέψει.
Ο οποιοσδήποτε δεσμός με
την εξουσία (ενός κυριαρχούμενου με τον κυρίαρχο) συνεπάγεται ανάλογες
συμπεριφορές από τους κυριαρχούμενους. Ο δεσμός συγγένειας με τον πλούσιο
γερουσιαστή θείο μεταμορφώνει τον νεαρό μετανάστη Karl Rossmann σε άτομο άξιο
σεβασμού (L' Amérique). Ένας υποτιθέμενος ρομαντικός σύνδεσμος μεταξύ της
Frieda, της σερβιτόρας του Hôtel des Seigneurs, με τον Klamm, τον επικεφαλής
του 10ου γραφείου (Le Château ) κ.λπ προσδίδει στην σερβιτόρα «κύρος».
Αλλά κάθε απομάκρυνση από
την εξουσία ή, χειρότερα, η στάση αντίστασης και ανυπακοής απέναντί της
οδηγεί αμέσως σε πτώση, σε παρακμή, σε απαξίωση και περιθωριοποίηση: όντας αποκλεισμένος
από τον θείο του, ο Karl Rossmann πέφτει στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνικής
κλίμακας καθιστάμενος σκλάβος. Η άρνηση της Αμαλίας ομοίως να προσφερθεί σε
έναν αξιωματούχο του Κάστρου, την καταδικάζει τόσο αυτή όσο και ολόκληρη την
οικογένειά της σε κοινωνικό αποκλεισμό.
Η εξουσία δεν θα ήταν τόσο ισχυρή αν αυτοί που
τη βιώνουν δεν πίστευαν στην παντοδυναμία της. Τόσο ο
θείος του Καρλ όσο και το Κάστρο δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα άλλο από το να
διακόψουν μια σχέση ή να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για να καταδικάσουν αμέσως
στην περιθωριοποίηση την οικογένεια του Καρλ ή της Αμαλίας. Οι κυριαρχούμενοι
«πιστεύουν» τόσο απόλυτα στην εξουσία (στους κυρίαρχους) που «ξεκόβουν» αμέσως
από εκείνους που έχουν πέσει στη δυσμένειά της. Αυτός είναι ο φόβος προς την εξουσία. Γιατί
η μεγαλύτερη δύναμη της εξουσίας είναι σε μεγάλο βαθμό η πίστη στη δύναμη αυτής
της πίστης. Στο φαντασιακό οι εξουσιαστές είναι πιο μεγαλειώδεις και πιο όμορφοι
από ό,τι είναι πραγματικά, τους αποδίδουμε ιδιότητες και ικανότητες που δεν
έχουν απαραίτητα, με λίγα λόγια τους υπερεκτιμούμε και συμπεριφερόμαστε με
τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να τους κάνουμε περισσότερο δυνατούς. Ο Κάφκα τονίζει
πάντα το ρόλο των ψευδαισθήσεων και όλων των τεχνικών για τη διατήρηση των ψευδαισθήσεων
στην άσκηση της εξουσίας.
Η γοητεία της Δύναμης
συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση της εξουσίας.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ
ΔΟΥΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
Αυτός που υποτάσσεται έχει
εσωτερικεύσει την κατάσταση υποταγής (έχει φυσικοποιήσει την υποταγή του) σε τέτοιο
βαθμό που ο ίδιος πείθεται ότι αξίζει τη μοίρα του. Μάλιστα γίνεται χαρούμενος
με την παραμικρή χειρονομία ακόμη και περιφρόνησης εκ μέρους των επικυρίαρχων. Ακόμη
και η πιο περιφρονητική πράξη γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη ενδιαφέροντος, ως
αναγνώριση και επιβεβαίωση της ύπαρξης από
τον επικυρίαρχο. Με άλλα λόγια η επιβεβαίωση
της ύπαρξης του κυριαρχούμενου περνά και μέσα από την ταπείνωση.
Σε μια εξουσιαστική σχέση ο κυριαρχούμενος μπορεί να προβλέψει όλες τις
επιθυμίες του κυρίαρχου και να αυτοτιμωρείται πριν καν να του επιβληθεί
οποιαδήποτε εξωτερική κύρωση.
Το αίσθημα ενοχής, και όλες
οι αυτοτιμωρητικές συμπεριφορές που το συνοδεύουν, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η
μόνιμη απαξίωση του εαυτού είναι οι εκδηλώσεις εσωτερίκευσης μιας εξουσιαστικής
σχέσης, μιας σχέσης κυριαρχίας. Το να χάσει κανείς τις ψευδαισθήσεις του για
την εξουσία, το να σπάσει τα «μάγια της γητειάς», να πάψει να εντυπωσιάζεται
και να υποτάσσεται είναι συμπεριφορά που καταδικάζεται από το ισχύον
εξουσιαστικό σύστημα με την τιμωρία του εξοστρακισμού και της «τρέλας» (ή της
ανωριμότητας. Δες Αντόρνο, Σαΐντ για το δίλημμα του διανοούμενου). Το ακόλουθο
απόσπασμα από την Επιστολή προς τον Πατέρα είναι δηλωτικό: «Από την
πολυθρόνα σου κυβερνούσες τον κόσμο η άποψή σου ήταν σωστή, οποιαδήποτε άλλη
ήταν τρελή, εξωφρενική, μεσογειακή, ανώμαλη. Και με αυτό, η αυτοπεποίθησή
σου ήταν τόσο μεγάλη που δεν χρειαζόταν να παραμείνεις συνεπής για να
συνεχίσεις να έχεις δίκιο».
Προσπαθώντας ο Κάφκα να
περιγράψει εκ των έσω τους ψυχικούς
και συμβολικούς μηχανισμούς στους οποίους στηρίζεται η
εξουσία και περιγράφοντας την υπακοή και τη δουλοπρεπή υποταγή που ενυπάρχει στους
κυριαρχούμενους, επιχειρεί να σπάσει τις δικές του αλυσίδες και
ταυτόχρονα να απελευθερώσει τον αναγνώστη. Δείχνει ότι η εξουσία συχνά
δεν βασίζει τις αποφάσεις της σε κάποια λογική αρχή εκτός από αυτή της
υπεράσπισης του κυρίαρχου συμφέροντός της, και ότι δεν έχει νόημα να
προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους λόγους της δράσης της επειδή αυτοί δεν
υπάρχουν. Δεν ζητά από τον αναγνώστη να υποταχθεί χωρίς να προσπαθήσει να
καταλάβει, αλλά μάλλον προσπαθεί να δείξει ότι η αναζήτηση λόγων δίνει ήδη πάρα
πολλά εύσημα στην αυθαίρετη εξουσία και έτσι συμβάλλει στη διατήρηση της
νομιμότητάς της.
Σχετικά με τους νόμους
Σε ένα κείμενο με
τίτλο Για το θέμα των νόμων (1920), ο Κάφκα διερευνά το ζήτημα
της αυθαιρεσίας της εξουσίας.
Ένα χρόνο νωρίτερα, έγραψε την Επιστολή του προς τον Πατέρα στην
οποία περιέγραψε την τυραννική δύναμη ενός πατέρα που είχε εξουσιοδοτήσει τον
εαυτό του να μην ακολουθεί τους κανόνες που επέβαλε στους άλλους και που ποτέ
δεν αιτιολόγησε ούτε τις αποφάσεις ούτε τις εντολές του.
Η αριστοκρατία (η εξουσία
της μοιάζει με αυτή του πατέρα του Κάφκα) είναι αυτή που θεσπίζει τους νόμους,
που υποτίθεται ότι της έχουν παραδοθεί, ενώ η ίδια «παραμένει έξω» από αυτούς.
Κυβερνά μάλιστα τους ανθρώπους χωρίς να τους δίνει την ευκαιρία να τους
γνωρίσουν (τους νόμους). Και αν υπάρχει δυνατότητα ερμηνείας αυτών των νόμων,
αυτή δεν προσφέρεται στον λαό: «Μόνο λίγοι, και όχι ολόκληρος ο λαός, έχουν
δικαίωμα να συμμετέχουν σε αυτήν την ερμηνεία».
Εάν οι άνθρωποι δεν
γνωρίζουν αυτούς τους νόμους, τι μπορεί να αποδείξει την ύπαρξή τους, εκτός από
την πίστη στον μύθο σύμφωνα
με τον οποίο οι ευγενείς είναι θεματοφύλακάς τους; Η εξουσία λοιπόν στηρίζεται
στην αυθαίρετη, αδικαιολόγητη απόφαση ενός κυρίαρχου ατόμου ή μιας κυρίαρχης
ομάδας («το πρόσωπό σας ήταν η εξουσία σε όλα», έγραψε ξανά στην Επιστολή
του προς τον Πατέρα ). Και ακόμα ότι: «Ο λαός υπομένει τη μοίρα του στο
παρόν γιατί έχει την ελπίδα ότι «μια μέρα» τα πράγματα θα είναι διαφορετικά και
ότι «ο Νόμος θα ανήκει μόνο στους ανθρώπους» ενώ «οι ευγενείς θα εξαφανιστούν».
Αλλά όλοι «αναγνωρίζουν τέλεια τους ευγενείς και τη δικαιολόγηση της ύπαρξής
τους», συμπεριλαμβανομένου του κόμματος που πιστεύει ότι οι Νόμοι δεν υπάρχουν!
Και ο Κάφκα ολοκληρώνει την ιστορία του ως εξής:
«Ένα κόμμα που θα
απέρριπτε την αριστοκρατία ταυτόχρονα με την πίστη στους Νόμους θα είχε αμέσως
ολόκληρο τον λαό πίσω του. αλλά ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να δει το φως,
γιατί δεν υπάρχει κανείς που να τολμήσει να απορρίψει το αρχοντολόι. Σε αυτή
την άκρη της λεπίδας ζούμε...»
Γενικά, όταν ο Νόμος ταυτίζεται με τους επικυρίαρχους
που τον επιβάλλουν (σύμφωνα με τα συμφέροντά τους), τότε το να μην πιστεύει
κανείς πλέον στον Νόμο (και στην ίδια την ύπαρξή του), σημαίνει ριζική
αμφισβήτηση των ελίτ.
Κάφκα, ένας ανθρωπολόγος της
εξουσίας
Μέσα από την αυτοτιμωρία,
την προσμονή των επιθυμιών του κυρίαρχου, την υπακοή, τη γοητεία και τον
θαυμασμό του κυριαρχούμενου προς τον κυρίαρχο, ο Κάφκα αναλύει τον ρόλο της
υποκειμενικής σχέσης του κυριαρχούμενου με την εξουσία και την ίδια τη δυνατότητα
άσκησης της τελευταίας. Ωστόσο δεν χαρακτηρίζει αυτή τη δουλεία «εθελοντική»,
καθώς θεωρεί ότι αυτή βασίζεται στην αδρανειακή δύναμη των συνηθειών (εδώ ισχύει και
το habitus του Μπουρντιέ). Οι συνήθειες και το βάρος του ενσωματωμένου
παρελθόντος είναι τα βαρίδια που εμποδίζουν την απελευθέρωση του εαυτού. Γιατί
όπως λέει και ο Étienne
de La Boétie: «εκατομμύρια άντρες είναι άθλια υποδουλωμένοι και
υποταγμένοι, με τα κεφάλια σε έναν αξιοθρήνητο ζυγό, όχι επειδή αναγκάζονται να
το κάνουν λόγω ανωτέρας βίας, αλλά επειδή είναι γοητευμένοι και, θα λέγαμε,
γοητευμένοι από το μοναδικό όνομα ενός τον οποίο δεν πρέπει ούτε να
φοβούνται, αφού είναι μόνος, ούτε να τον αγαπούν, αφού είναι απάνθρωπος
και σκληρός απέναντί τους».
Το ζήτημα όμως του «ένας»
εναντίον «όλων» ή του τυράννου που αντιμετωπίζει μόνος τα εκατομμύρια των
σκλαβωμένων ανθρώπων, δεν είναι το πιο θεμελιώδες, γιατί προφανώς ένας
τύραννος, όπως αναλύει αλλού ο La Boétie, δεν είναι ποτέ πραγματικά μόνος: έχει
στρατούς, ισχυρούς, έχει υφισταμένους, που οι ίδιοι έχουν υφισταμένους κ.λπ. Το
κεντρικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αυτό των αριθμών, αλλά αυτό της βάσης της
εξουσίας ορισμένων έναντι άλλων. Και είναι η «γοητεία» που βρίσκεται
στην καρδιά του μηχανισμού της εξουσίας. Ο τύραννος «δεν έχει δύναμη παρά μόνο
αυτή που του παρέχεται» και μόνο ο λαός «υποτάσσεται και κόβει τον λαιμό του».
Όμως ο La Boétie παρουσιάζει τη συμπεριφορά του κυριαρχούμενου ως ζήτημα
εκούσιας επιλογής. Είναι οι άνθρωποι που «μπορώντας να επιλέξουν να είναι
υποτελείς ή να είναι ελεύθεροι, απορρίπτουν την ελευθερία και επιλέγουν τον
ζυγό», είναι αυτοί που «συναινούν στο κακό τους ή μάλλον το επιδιώκουν». Είναι
οι κυριαρχούμενοι που είναι «συνένοχοι του δολοφόνου που τους σκοτώνει» και που
κατά κάποιο τρόπο είναι «προδότες του εαυτού τους».
Μιλώντας για «εθελοντική» υποτέλεια, ωστόσο,
ο La Boétie σκοπεύει πάνω απ' όλα να τονίσει τη γενικά μη καταναγκαστική φύση
της συναίνεσης που αποκτούν οι κυρίαρχοι. Κανείς δεν αναγκάζει άμεσα τους
κυριαρχούμενους να ενεργήσουν όπως ενεργούν, τις περισσότερες φορές καμία
εξωτερική δύναμη δεν έρχεται να τους αναγκάσει να υποταχθούν. Κανείς δεν
αναγκάζει κανέναν, αλλά όλα γίνονται, από τη γέννηση (οικογένεια) και την πρώιμη εκπαίδευση, για
να διασφαλιστεί ότι τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν. Η δράση με αυτόν
τον τρόπο γίνεται τότε ο φυσικός ορίζοντας του κυριαρχούμενου: «…οι άνδρες που γεννιούνται κάτω από τον ζυγό,
που τράφηκαν και μεγάλωσαν στη δουλοπαροικία χωρίς να κοιτάξουν παραπέρα, είναι
ικανοποιημένοι που ζουν όπως γεννήθηκαν αφού δεν γνωρίζουν ότι έχουν άλλα
δικαιώματα, ούτε ότι δικαιούνται άλλα αγαθά από αυτά που βρήκαν όταν μπήκαν στη
ζωή…».
Πρώτα είναι η δύναμη, μετά
η συνήθεια: «Ο
πρώτος λόγος της εκούσιας δουλείας είναι η συνήθεια». Και
τα δύο είναι αναμεμειγμένα. Η αποδυνάμωση των συνηθειών μπορεί να οδηγήσει στη
χρήση βίας, η απειλή της χρήσης βίας ή κύρωσης βαραίνει με όλο της το βάρος στη
διατήρηση υπάκουων στάσεων (όπως ο Κάφκα θα πει πολύ καλά στο Γράμμα του
προς τον Πατέρα ), αλλά ότι πράγματι η ουσιαστική κατάσταση των πραγμάτων
βασίζεται στην αδράνεια, στις νοητικές και συμπεριφορικές συνήθειες και στην
αδυναμία στην οποία βρίσκονται οι κυριαρχούμενοι να φανταστούν άλλους πιθανούς
τρόπους να κάνουν τα πράγματα. Ο La Boétie τοποθετεί τη συνήθεια στο επίκεντρο
του προβλήματος.
Όπως και ο La Boétie, ο
Κάφκα μίλησε για τη «μαγεία» που
ασκεί πάνω στον κυριαρχούμενο ο κυρίαρχος. Έχοντας ζητήσει από τον φίλο του
Oskar Baum τη συνταγή για την μπύρα που ήθελε να φτιάξει με την αδερφή του
Ottla στο αγρόκτημα στο Zürau, τον ευχαρίστησε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1917 και
πρόσθεσε στην επιστολή του με χιούμορ: «Σύντομα θα τη δοκιμάσουμε και θα
δοκιμάσουμε να μαγέψει όλη τη χώρα με αυτή. Πρέπει να μαγέψεις αν θέλεις να
πάρεις κάτι ουσιαστικό». Αυτό δεν είναι άσχετο με ορισμένες σκηνές
στο Château (1922) όπου το αλκοόλ ρέει ελεύθερα στο πανδοχείο του
χωριού και όπου η μόνη που αντιστάθηκε στο Château είναι η Αμαλία που δεν
πίνει. Και ξέρουμε επίσης ότι όταν ο Κάφκα ήθελε να ορίσει την κακή ψυχαγωγική
λογοτεχνία, είπε για αυτήν ότι λειτουργούσε σαν «ναρκωτικό», ενώ η αληθινή
λογοτεχνία, αντίθετα, είχε την αρετή να «ξυπνά» τον αναγνώστη. Ωστόσο, ο La
Boétie από την πλευρά του υπενθύμισε τον ρόλο όλων των μέσων ψυχαγωγίας στην
εκτροπή των συνειδήσεων και στην υποστήριξη των σχέσεων κυριαρχίας:
«Τα θέατρα, τα παιχνίδια, οι
φάρσες, τα θεάματα, οι μονομάχοι, τα περίεργα θηρία, τα μετάλλια, οι πίνακες
και άλλα ναρκωτικά αυτού του είδους ήταν για τους αρχαίους λαούς τα θέλγητρα
της δουλείας, η αποζημίωση για την ευχάριστη ελευθερία τους, τα όργανα της
τυραννίας. Αυτό το σύστημα, αυτή η πρακτική, αυτοί οι δελεασμοί ήταν τα μέσα
που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι τύραννοι για να κρατήσουν τους υπηκόους τους
υποτελείς».
Και όπως πάλι ο La Boétie,
ο Κάφκα είδε στους θρύλους και τις δημοφιλείς ιστορίες να κυκλοφορούν για την
εξουσία έναν ακόμη τρόπο για να υπάρχει αυτή η δύναμη και να απαγορεύει κάθε
αντίσταση: «Οι άνθρωποι ανέκαθεν κατασκεύαζαν ανόητα ψεύτικες ιστορίες οι
ίδιοι, για να προσθέσουν στη συνέχεια απίστευτη πίστη».
Σημειώνοντας την εγγύτητα
μεταξύ του Kafka και του La Boétie, ο Michael
Löwy δικαίως αναρωτήθηκε αν ο Κάφκα είχε τη δυνατότητα να
διαβάσει αυτόν τον συγγραφέα από τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα. «Ο
ελευθεριακός σοσιαλιστής Gustav Landauer», γράφει ο Löwy, «μετέφρασε το De
la servitude voluntaire του Étienne de La Boétie στα γερμανικά και στη
συνέχεια το δημοσίευσε στο περιοδικό του Der Sozialist το 1910 και το
1911. Τίποτα δεν δείχνει ότι ο Κάφκα γνώριζε αυτό το κείμενο ή δεν το γνώριζε.
Δεν είναι αδύνατο όμως να ήταν γνωστό στους αναρχικούς της Πράγας που σύχναζε».
Όλα αυτά είναι πολύ
πιθανά, καθώς είναι δυνατοί πολλοί άλλοι τρόποι μετάδοσης της ίδιας γνώσης για
την άσκηση εξουσίας. Όπως το μυθιστόρημα του Robert Walser που εκτιμούσε ο
Κάφκα, το The Benjamenta Institute, το οποίο ασχολείται ρητά με την
εκπαίδευση στην υποτέλεια. Είτε διάβασε απευθείας έναν συγγραφέα όπως ο La
Boétie, είτε συνειδητοποίησε τον τρόπο ανάλυσης της εξουσίας μέσα από πολιτικές
(αναρχικών) ή λογοτεχνικές πηγές (Walser) είτε τον επανεφηύρε εν μέρει ο ίδιος,
μικρή σημασία έχει…
Όταν αντιλαμβανόμαστε αυτή
την πανταχού παρουσία των σχέσεων εξουσίας στον Κάφκα και γνωρίζουμε, επιπλέον,
την τάση του για παρατήρηση, τον ανθρωπολογικό του σχετικισμό, την πεποίθησή
του για την ανάγκη να διδάξουμε στα παιδιά μια επιστημονική στάση ρήξης με τις
προκαταλήψεις, τις τελετουργίες, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τη θέση του που
λέει: «Εγώ, που τις περισσότερες
φορές μου λείπει η ανεξαρτησία, έχω άπειρη δίψα για αυτονομία, ανεξαρτησία,
ελευθερία προς όλες τις κατευθύνσεις…» γράφει ο Κάφκα
(Γράμμα στην Φελίτσε Μπάουερ, 19 Οκτωβρίου 1916)…
*Η «Le Monde», ειδικό τεύχος:
«Μια ζωή, ένα έργο» για τον Φρανς Κάφκα
**Bernard Lahire, «Kafka,
power and the law», Les Cahiers Philosophiques de Strasbourg