Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης Συμβολικής Τάξης είναι ο ατομικισμός, η επιτυχία-δηλαδή η αναγνώριση από τους άλλους- , το χρήμα, η ευτυχία ως καταναγκασμός-δηλαδή ο καταναλωτισμός ως αγορά σημείων και συμβόλων αναγνώρισης και κατά συνέπεια ευτυχίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η ανταλλακτική αξία αποκτά γενικευμένη μορφή, συμπεριλαμβάνοντας και τα υποκείμενα, τους ανθρώπους. Οι τελευταίοι δεν είναι «εμπόρευμα» μόνο ως εργαζόμενοι αλλά και ως πελάτες της αγοράς (δηλαδή στον ελεύθερο χρόνο τους). Έτσι, ο άνθρωπος τοποθετείται στην κοινωνία, αναγνωρίζεται εντός της και αναπτύσσει τις σχέσεις του μέσα σ’ αυτή λειτουργώντας ως «καθολικό εμπόρευμα». Είναι, συνεπώς, κανείς ό,τι «πουλάει» συνολικά, ό,τι «παράγει και συσσωρεύει» υλικά(χρήμα), ό,τι αγοράζει (σημεία και σύμβολα μέσω των οποίων μιλάει και επικοινωνεί εντός της κοινωνίας), ό,τι καταναλώνει(οφείλει να καταναλώνει συνεχώς και καταναγκαστικά, σημαίνοντας την επιτυχία του και τη συνακόλουθη δυνατότητα ευτυχίας-αναγνώρισης) και κυρίως τη δυνατότητα να καταναλώνει εφήμερα, ήτοι προϊόντα μιας χρήσης. Αφού ο άνθρωπος γίνεται «καθολικό εμπόρευμα» και οι σχέσεις του καθίστανται εμπορευματικές, μια ανταλλαγή αναγκών, ανταλλαγή συμβολικών και υλικών κεφαλαίων. Η πίστη όμως στην αγία τριάδα της ατομικότητας, της κατανάλωσης και του ναρκισσισμού και τα ευαγγέλιά της (περιοδικά μόδας, τηλεοπτικές εκπομπές…) ενέχει σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις. Διότι από τη μια πρέπει να είμαστε όπως οι άλλοι, συμβατοί με το «πνεύμα της εποχής» και το κυρίαρχο βλέμμα, όμοιοι σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη ή τα μέρη του «μαζικού πολιτιστικού πολτού» και συγχρόνως ξεχωριστοί, ιδιαίτεροι. Η άρση αυτής της αντίφασης θα επέλθει με την ακίνδυνη δικτύωση(επιφανειακή ομαδοποίηση) σε σεξουαλικές, εθνοτικές, ποδοσφαιρικές, μουσικές, ενδυματολογικές ή καταναλωτικές και άλλες «φυλές»! Ουσιαστικά πρόκειται για μία «ψευτο-άρση», για μία ψευδαίσθηση της διαφοράς, που όμως έχει αληθινές και ουσιαστικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες καθώς έχουμε μία κοινωνία, αποτελούμενη από μικρά σύνολα(«φυλές» και target group) που αλληλοαναγνωρίζονται και αλληλοαποκλείονται (και με τη βία, όπως «τρέντι» εναντίον «emo»), και όχι από μεγάλα ανοιχτά σύνολα (κοινωνικές τάξεις, ευρύτερα πολιτιστικά και πολιτικά κινήματα). Χάνοντας συνεπώς το άτομο τη δυνατότητα ένταξης σ’ ένα ευρύ κοινωνικό σύνολο, είναι υποχρεωμένο για να υπάρξει εν κοινωνία να κινείται από ομάδα σε ομάδα, από δίκτυο σε δίκτυο από ρόλο σε ρόλο. Μάλιστα, σε μία ομάδα μπορεί να είναι κανείς πολιτικά «συντηρητικός» και σε μία άλλη «προοδευτικός». Αυτή συνεπώς η κοινωνική πολυδιάσπαση (ή αποσσυσωμάτωση) σημαίνει και την απώλεια ταυτότητας, την απώλεια μιας συνεχούς και συνεκτικής βιοαφήγησης, τη μοναξιά (Marie France Hirigoyen : «Η μοναξιά στον εικοστό πρώτο αιώνα», Πατάκης). Ο ανταγωνισμός στην εργασία σε συνδυασμό με το φόβο της απόλυσης και της ανεργίας καταργεί κάθε έννοια συναδελφικής αλληλεγγύης και καθιστά τους πάντες δύσπιστους και καχύποπτους έναντι όλων. Οι συναισθηματικοί δεσμοί δεν υφίστανται και η κοινωνική εκτίμηση-αναγνώριση είναι συνεχώς υπό αίρεση. Αυτό δημιουργεί μία τεράστια κόπωση, ένα τρομερό κενό καθώς ό,τι αποτελεί το όλον ενός προσώπου, η προσωπικότητά του τελεί συνεχώς υπό αίρεση. Εκείνο που μένει σταθερό είναι η αίσθηση του «πιονιού», του rouage, του εξαρτήματος της μηχανής. Η ψυχολογική αναπλήρωση του κενού δεν επισυμβαίνει παρ’ όλες τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του επιχειρηματικού μάνατζμεντ.
Σύμφωνα με την ψυχίατρο Hirigoyen «Όταν η επιθυμία περιορίζεται στην απόκτηση υλικών αγαθών, μας χρειάζονται συνεχώς περισσότερα, κι αυτό δημιουργεί μια εξάρτηση, αφού το ‘’πάντα περισσότερο’’ δεν θα είναι ποτέ αρκετό». Η κοινή μας κατά συνέπεια εξάρτηση από την κατανάλωση είναι ό,τι μας συνέχει ως κοινωνία(δίκτυο υπο-ομάδων), αφού μ’ αυτή «μιλάμε» και μέσω αυτής «αναγνωριζόμαστε» από τους άλλους και αναγνωρίζουμε κατ’ επέκταση τον εαυτό μας. Όλη η ζωή κινείται γύρω από τον πυρήνα της κατανάλωσης. Καταναλώνουμε υλικά προϊόντα, κυρίως του εμφαίνεσθαι, καταναλώνουμε τις σχέσεις μας, καταναλώνουμε βουλημικά, παρορμητικά το σεξ, την πορνογραφία, τις ακραίες εμπειρίες, τις μεταμορφώσεις του σώματός μας, καταναλώνουμε γνωριμίες μέσω του διαδικτύου( ακόμα και ερωτικές αλλά εφήμερες και χωρίς διακινδύνευση), καταναλώνουμε τελικά την ίδια την εικόνα ή τις εικόνες του εαυτού μας. Γι’ αυτό η μοναξιά εισπράττεται ως ριζική ματαίωση και είναι συνυφασμένη με την έλλειψη επικοινωνίας, δηλαδή κατανάλωσης, με τον αποκλεισμό από την αγορά εκείνων των σημείων/συμβόλων που μας καθιστούν αναγνωρίσιμους/ορατούς στο βλέμμα των άλλων, ή του μεγάλου Άλλου(στον ενικό και στις διαπροσωπικές σχέσεις έχουμε το βλέμμα του «μικρού άλλου»). Άρα, η καταναλωτική εξάρτηση σημαίνει και εξάρτηση από το βλέμμα των Άλλων. Γι’ δεν μπορούμε να μείνουμε μόνοι. Γι’ αυτό η μοναξιά, να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, δεν αντέχεται. Δεν αντέχουμε να μας δούμε, να δούμε το κενό μας και τη δική μας ευθύνη γι’ αυτό. Είμαστε οι άλλοι, το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, η συλλογική επιθυμία των άλλων. Η μοναξιά δεν αντέχεται γιατί φοβόμαστε να δούμε την εικόνα μας και το ενδεχόμενο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας να αφίσταται ή να έρχεται σε σύγκρουση με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας. Το βλέμμα των άλλων μας τρομοκρατεί. Κι αυτή η κοινή τρομοκρατία, η κοινή εξάρτηση μας συνέχει ως κοινωνία. Αλλά ως πρόσωπα και λόγω του εθισμού, η εξάρτηση μας οδηγεί κατευθείαν στα υποκατάστατα και στους περισπασμούς από τη δυστυχία της στέρησης(καταναλωτικής) μέσω των ψυχοτρόπων, του τζόγου, των διεστραμμένων ερωτικών παιγνιδιών.
Έτσι η οικονομική οργάνωση της καταναλωτικής κοινωνίας αντιστοιχεί σε μία «νέα ψυχική οικονομία», όπου η στρέβλωση λογίζεται ως κοινωνική νόρμα, η απαξία ως αξία, και η αρρώστια ως υγεία. «Βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της πυκνότητας, του βάθους των συναισθημάτων… Η σπουδαιότητα που δίνουμε στην εικόνα του εαυτού μας κάνει τον ναρκισσισμό μας ευάλωτο, με συνέπεια ορισμένοι να καταρρέουν με την παραμικρή κριτική… (γι’ αυτό) κάθε κριτική βιώνεται ως επίθεση…» (Hirigoyen). Αυτός ο ναρκισσισμός είναι το ιδεώδες της ατομικιστικής κοινωνίας και είναι η αιτία ώστε κανείς να μην βλέπει τον άλλον ως υποκείμενο και να συμπάσχει όταν υποφέρει. Η θανάτωση των συναισθημάτων επέρχεται με την «αλεξιθυμία», την αναισθησία ως μορφή άμυνας που καταλήγει στην αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων αλλά και στην ανικανότητα να γίνονται αντιληπτά τα συναισθήματα των άλλων. Η απάντηση στη ολική ματαίωση της καταναλωτικής κοινωνίας για ευτυχία θα επέλθει με τη νέκρωση των συναισθημάτων και τη θυματοποίηση, που θα αντιμετωπιστεί από τους κομπογιαννίτες θεραπευτές ψυχών με μεγαλύτερη τόνωση του Εγώ, με περισσότερο ναρκισσισμό, με ακόμα λιγότερη δέσμευση και με περισσότερο «πόλεμο των Εγώ». Ο εαυτός-πελάτης δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί. Η δημιουργική οδύνη εξοστρακίζεται ως ταμπού. Και για όλα φταίει ο άλλος(αφού ο πελάτης έχει πάντα δίκιο).
Σύμφωνα με τον Ζ. Μπάουμαν (L’ Amour liquide, Le Ruergue/Chambon, Ροντέ, 2004) «Η μείωση των ικανοτήτων κοινωνικότητας έχει επιταχυνθεί από την τάση που δημιουργεί ο κυρίαρχος καταναλωτικός τρόπος ζωής να χρησιμοποιούμε τους άλλους ανθρώπους σαν καταναλωτικά αντικείμενα και να τους κρίνουμε όπως κρίνουμε τα αντικείμενα αυτά: από το μέγεθος της ευχαρίστησης που μπορούν να μας προσφέρουν, και με όρους όπως ‘’ό,τι πληρώσεις, αυτό θα πάρεις». Ο έρωτας καθίσταται μια επένδυση σ’ έναν καθρέφτη που οφείλει να μας καθρεφτίσει ανάλογα με την πληρωμή! Πρόκειται δηλαδή για έναν ναρκισσιστικό έρωτα, όπου αγαπώ τον άλλο επειδή αγαπώ την εικόνα του εαυτού μου, που ο άλλος καθρεφτίζει. Τα δύο φύλλα θα συστήσουν δύο ακόμα υπο-ομάδες(φυλές), με τους άντρες να δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση καθώς καλούνται να δεχτούν τη θηλυκή τους πλευρά(κάποιοι τη δέχονται, άλλοι παθαίνουν κατάθλιψη κι άλλοι αντιδρούν βίαια). Εκείνοι που υφίστανται τη μεγαλύτερη οδύνη ωστόσο είναι όσοι έχουν μια πολύ επιβλητική ιδέα για τον εαυτό τους, δηλαδή οι νάρκισσοι. Ο άντρας-νάρκισσος υφίσταται τη νέα κατάσταση ως απώλεια εξουσίας, ως πλήγμα στην αυτοεκτίμησή του. Ακόμα κι όταν ζευγαρώνει παίζει το παιγνίδι της απόστασης καθώς εισπράττει την υπερβολική εγγύτητα ως κίνδυνο να «καταβροχθιστεί» και την υπερβολική απόσταση ως τον «παιδικό φόβο» της μητρικής εγκατάλειψης. Αυτό συμβαίνει μέσω του διαρκούς ελέγχου, που καταλήγει στη βία ως έκφραση του φόβου της εγκατάλειψης, που είναι ουσιαστικά ο φόβος να δουν τον άλλον, φόβος να δουν τον εαυτό τους. Η βία έτσι αναδομεί τον αντρισμό, την φαλλοκρατική ψυχική ακεραιότητα, καλύπτοντας με τη βία την κρίση της παλιάς ταυτότητας. Η νέα ταυτότητα απαιτεί ευαισθησία, τρυφερότητα, ικανότητα να ακούς και να διαλέγεσαι, συνεπώς να μπορείς να βλέπεις τον άλλον και τον εαυτό σου. Όμως αυτό εμποδίζεται από τον ακραίο ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, τον κυνισμό και το αγοραίο βλέμμα της καταναλωτικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια για να ανθήσει ο ισότιμος έρωτας ως τρυφερότητα και μοίρασμα και όχι ως αγοραία ανταλλαγή αναγκών χρειάζεται μια άλλη κοινωνία, όπου η ατομικότητα, δηλαδή η μοναδικότητα του ανθρώπου δεν θα ευδοκιμεί μόνο εντός ενός εγωισμού εις διπλούν, δηλαδή στο ζευγάρι, αλλά και μέσα στην ίδια την κοινωνία, που θα αναγνωρίζει την αυτονομία των δύο φύλων με κριτήρια πέραν των υλικών.