Κάποτε, αρχές δεκαετίας του 1990 οι θιασώτες του περίφημου
«λάιφ στάιλ», μέσα από έμπυρα άρθρα σε περιοδικά-καθρέφτες (σ.σ. ναι, ναι,
κάποια κυκλοφορούσαν με εξώφυλλα «καθρέφτες»), μιλούσαν για τη χαρά της
κατανάλωσης, για την ανάγκη να είμαστε ευφορικοί, μυώδεις, γελαστοί, καταναλωτικοί,
θαμώνες υπεραγορών-ναών όπου λατρεύονταν η επιτυχία και η ευτυχία. Αυτά τα
μεγα-Εγώ, οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος που έλεγε ο Κάφκα, αυτοί που θεωρούσαν ότι
όλα είναι Χρήμα και Δύναμη, οι κύριοι αυτοί, που κατ’ ομολογία τους μετά την
απώλεια της οικονομικής τους δύναμης ευνουχίστηκαν, αντικαταστάθηκαν, τώρα, από
νέας κοπής «νοηματοδότες», προσαρμοσμένους στην εποχή της λιτότητας και της
σημερινής, σχεδόν γενικευμένης, δυστυχίας.
Οι νέοι "νοηματοδότες", λοιπόν, κατηγορούν
εκείνους που ζουν στην κόλαση της ανεργίας και στα Νταχάου των προσφυγικών
κέντρων συγκέντρωσης(σ.σ. ναι, για στρατόπεδα συγκέντρωσης πρόκειται όπου δρουν
ανεξέλεγκτα άγριες μαφίες) ότι «δεν χαμογελούν», ότι «είναι στρυφνοί και
δύσθυμοι»! Σκέφτομαι ότι η γυναίκα με το παιδί στην αγκαλιά που κοιτάζει τη ζωή
με το σκληρό βλέμμα της απελπισίας, μόνο με ψυχοτρόπα θα μπορούσε να
χαμογελάσει. Ναι, η ζωή είναι ωραία, ακόμα και στην κόλαση. Αλλά αυτό συμβαίνει
μόνο στα έργα του Μπενίνι. Γιατί η χαρά σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, είναι
μόνο η… χαρά του πορεύεσθαι προς θάνατον με τη συνοδεία της ορχήστρας χάλκινων
οργάνων όπως σ’ εκείνο το στρατόπεδο των ναζί. Φαντάζομαι, οι κύριοι αυτοί από
το ύψος του ναρκισσισμού τους να φωνάζουν στους κολασμένους καθώς οδεύουν προς
την εξαέρωσή τους, «Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;»!
Κι αναρωτιέμαι, γιατί αυτή η εμμονή στο γέλιο, δηλαδή στην
ηλίθια χαρά της δυστυχίας. Η απάντηση είναι εύκολη όταν πρόκειται για ανθρώπους
της καθεστηκυίας τάξης. Αλλά σήμερα, την εποχή της κρίσης, της ανεργίας, της
κατάθλιψης και, προπάντων, της διάψευσης των κηρύκων της αέναης καταναλωτικής
ευτυχίας, έρχονται κάποιοι άλλοι –εξ αριστερών- να μιλήσουν για τη στρυφνότητα
των δυστυχισμένων και την ψυχική τους αδυναμία να... χαμογελάσουν.
Ποιο άραγε, να είναι το κίνητρο των νέων κηνσόρων; Θα το
πούμε κατηγορηματικά: Ο ναρκισσισμός τους. Όχι, βέβαια, ο ναρκισσισμός ως
εγωτικό καλλιτεχνικό παιγνίδι, αλλά ως κουλτούρα που επιχειρείται να διαχυθεί
σε ολόκληρη την κοινωνία, δοξάζοντας ως «νόημα της ζωής» όχι τον Εαυτό, αλλά
τον (Ε)αυτό και το τίποτα. Όχι το μεγάλο Τίποτα των ποιητών αλλά το έσχατο
τίποτα του κενού, του μηδενισμού, του «όλα ίσιωμα»! Εδώ βρίσκεται το κοινό
σημείο των «λαϊφσταλάδων» του τέλους του 20ου αιώνα με τους αντίστοιχους
των αρχών του 21ου. Μόνο που στους τελευταίους η δύναμη δεν προέρχεται από τη
συσσώρευση αλλά από την αποσυσσώρευση, από την αποανάπτυξη, από το μηδέν.
Με άλλα λόγια έχουμε εν προκειμένω την ανάπτυξη μιας
ατομικής με κοινωνικές συνέπειες κουλτούρας του ναρκισσισμού. Σε ψυχολογικό
επίπεδο η κουλτούρα αυτή συνίσταται σε μία ψυχική αλλοίωση, καθώς
εκμηδενίζονται οι αξίες και η αναζήτηση εαυτού, καλυπτόμενες πλέον από μία
χαρούμενη αλαζονεία, μετονομαζόμενη σε "δίκαιη (αυτο)πεποίθηση". Η «κουλτούρα
του ναρκισσισμού» ωθεί τα άτομα σε ένα αυτοαναφορικό κλείσιμο: σε έναν
(ε)αυτισμό που δεν είναι εγωισμός και ατομικισμός αλλά αυτοεκμηδένιση. Κάνει τα
άτομα φυγόπονα απέναντι στον ψυχικό κόπο (γι’ αυτό η προσφυγή στο άηχο και
α-νόητο, δηλαδή χωρίς νόημα,«γέλιο»), τα οποία θέλουν μόνο να διαχυθούν στο
αδιαφοροποίητο περιβάλλον σαν να αναζητούν την ευδαιμονία της μήτρας. Αυτή
η διόδευση στο χάος επιθυμούν να είναι χαρούμενη όπως ακριβώς αυτή του εμβρύου
που κάνει τούμπες -πάντα εκ του ασφαλούς- στον αμνιακό σάκο!....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου