Το μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο «Ο διχοτομημένος υποκόμης»(1951) πλήττει με έξοχο τρόπο όλους τους μανιχαϊσμούς, καταδεικνύοντας ότι το «καθαρό» καλό και η αγία καλοσύνη είναι περισσότερο άγρια, πιο οδυνηρή και απάνθρωπη από την επίσης αιμοβόρα, «καθαρή» κακότητα.
Τα δύο μισά, το καλό και το κακό, οι δύο εαυτοί του ίδιου ανθρώπου, του διχοτομημένου υποκόμη εν προκειμένω, θα μονομαχήσουν με διακύβευμα τον έρωτα μιας όχι τόσο όμορφης πλην έξυπνης και φτωχής νεαρής. Αλλά θα χάσουν και οι «δύο»! Μέσα από την απώλεια και την ήττα θα επανενωθούν, θα επανασυμφιλιωθούν και το όλον, το ακέραιον του προσώπου θα επανασυσταθεί με καταλύτη και συγκολλητική ουσία όχι κάποια ιδεολογία αλλά την αγάπη.
Και ο δικός μας Γιώργος Μανιώτης θα γράψει στη νουβέλα του «Ανώνυμα γράμματα»(2002): «Έκανα μεγάλο κακό στον εαυτό μου! Τον χώρισα στα δυο και πέταξα σε μια γωνία αυτό που δε με συνέφερε...».
Κι έρχεται ο John Holloway* να μας μιλήσει για τη διχοστασία και την ηθικολογική υπεροψία των «καθαρών», αυτών που θεωρούν ότι είναι οι «υγιείς» σε μία άρρωστη κοινωνία, αυτών που ασκούν κριτική στον σημερινό καπιταλιστικό κόσμο, αλλά παρόλο που είναι οπαδοί της διαλεκτικής "ενότητας των αντιθέτων", λειτουργούν σαν τους «καθαρούς» χριστιανούς, θεωρώντας ότι αυτοί είναι φορείς της αληθούς συνείδησης, ενώ οι άλλοι της ψευδούς. Αυτή η στάση σύμφωνα με τον Holloway μπορεί εύκολα να μετατρέψει τον θυμό σε «αυτάρεσκη καταγγελία της κοινωνίας» και «σε ηθικολογικό ελιτισμό…».
«Μα πώς μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνία είναι άρρωστη κι εμείς όχι; Τι αλαζονεία! Τι ανοησία! Αν η κοινωνία είναι άρρωστη, δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε έξω από αυτήν…», γράφει ο Holloway, και συνεχίζει: «Δεν κραυγάζουμε μονάχα ενάντια σε μια κοινωνία που βρίσκεται ‘εκεί έξω’: κραυγάζουμε και ενάντια στον εαυτό μας, επειδή και εμείς είμαστε διαμορφωμένοι από το χαρακτήρα του ‘εκεί έξω’ της κοινωνίας, από την πραγματικότητα που στέκεται έξω από μας και μας εναντιώνεται. Δεν είναι λογικό το υποκείμενο να ασκεί κριτική στο αντικείμενο από μια θέση υπεροψίας, όταν το υποκείμενο είναι (και δεν είναι) μέρος του αντικειμένου (σ.σ. της κοινωνίας) στο οποίο ασκείται η κριτική… (άρα) η κριτική στην κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι κριτική στον ίδιο μας τον εαυτό… Η κριτική της κοινωνίας αποτελεί κριτική στην ίδια μας τη συνενοχή στην αναπαραγωγή αυτής της κοινωνίας…».
Η παραδοχή αυτής της διαπίστωσης θα μας κάνει πιο διαλεκτικούς και διαλλακτικούς, πιο μετριοπαθείς απέναντι στους «από κάτω» ομοίους μας, σταματώντας την αποξένωση απέναντί τους στο όνομα μιας δήθεν «καθαρότητας».
Η απόρριψη του κριτηρίου «καθαρός-βρόμικος» θα ενισχύσει την κραυγή μας, καθώς αυτή θα γίνει κραυγή ολόκληρου του εαυτού μας και ολόκληρης της κοινωνίας.
Βέβαια, μία κοινωνία χρειάζεται μια καταγωγή, ένα ιδεώδες, ένα τοτέμ, μια υπέρτατη αρχή, μια συνέχεια, μια αφήγηση, μια γενεαλογία, περισσότερο ή λιγότερο φανταστικές και τέλος μια εσωτερική ιεραρχία (το ιερό, το άβατο), όπως σημειώνει ο Ρεζίς Ντεμπρέ. Η πίστη (είτε η θρησκευτική είτε η πολιτική) συμβάλει στη φαντασιακή κατασκευή του Εμείς, που μπορεί να είναι μια κοινότητα ή ένα έθνος. Όμως χρειάζεται μια «έντιμη μεσότητα» απέναντι στις απολυτότητες, χρειάζεται η μετριοπάθεια και η κατανόηση, ιδιότητες που είναι ικανές να οδηγήσουν στη συμφιλίωση με τους άλλους αλλά και με τον άλλο μας εαυτό...
*John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, το νόημα της επανάστασης σήμερα, εκδ. Σαββάλας, 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου