Ο ατομικός εκφοβισμός, το bullying εναντίον του άλλου, του
διπλανού, η «μικρή ατομική τρομοκρατία» λειτουργούσε πάντα δίπλα στη «μεγάλη
τρομοκρατία» του πολιτικού φασισμού. Το bullying ανάγει κοινωνικοπολιτικές
διαδικασίες σε ατομικές, σε ένα επιφανειακό επίπεδο ψυχολογίας, καθιστώντας
αόρατες τις σχέσεις εξουσίας και τις ευρύτερες θεσμοθετημένες πρακτικές που
διαπερνούν αυτές τις διαδικασίες. Υπό μία έννοια, δηλαδή, αποπολιτικοποιεί και
συγκαλύπτει την κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική διάσταση της γενικής βίας. Με
άλλα λόγια συγκαλύπτει τον πολιτικό φασισμό. Μερικές φορές, μάλιστα, όπως
σήμερα, τον νομιμοποιεί -κι αυτό είναι το πλέον επικίνδυνο.
Γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο μία πρακτική, έχει και τη
θεωρητική του στήριξη. Οι ουσιοκρατικές φιλοσοφίες χάρη στις οποίες
συγκροτείται το υποκείμενο, βοηθούν ενεργά στην αναπαραγωγή ενός συστήματος που
αποκλείει τον άλλον με βίαιο τρόπο. Συγκεκριμένα, βοηθούν ένα άδικο και βίαιο,
δηλαδή φασιστικό σύστημα να αποδώσει σε μερικές συμπεριφορές και λόγους -με
βάση ένα αυθαίρετο κριτήριο- το στάτους του φυσιολογικού και σε άλλες το
χαρακτηρισμό: «αποκλίνον-παθολογικό». Τα άτομα στο σύστημα αυτό διακρίνονται σε
δύο κατηγορίες: σε αυτά που αναγνωρίζονται ως «πραγματικά» ανθρώπινα
υποκείμενα, και άρα άξια να είναι ισότιμα μέλη της πολιτικής κοινότητας, και σε
αυτά που θεωρούνται μη-ανθρώπινα, δηλαδή «παρεκκλίνοντα». Εδώ έχουμε τον homo
sacer, τον δούλο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που δεν προστατεύεται από κανένα
νομικό πλαίσιο και ο καθένας μπορεί να τον σκοτώσει, μέχρι τη σημερινή
αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών, των γυναικών –κυρίως στο
trafficking-, των ομοφυλόφιλων, των Ρομά κ.ά.
Οι ανθρωποκεντρικοί λόγοι επιτρέπουν να οριοθετείται
το τι είναι το πολιτισμικά διανοήσιμο ως ανθρώπινο, με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι
να «αποανθρωποποιούνται» και να μην αναγνωρίζονται ως ισότιμοι, αλλά να
θεωρούνται ως ένα είδος «παρία», περιττού (σ.σ. στην έννοια του «περιττού»
βασίζεται ο ολοκληρωτισμός σύμφωνα με την Άρεντ), «γυμνού» από κάθε δικαίωμα,
από κάθε πολιτική και νομική προστασία.
Κάποιοι λένε πως είναι θέμα εκπαίδευσης. Ότι δηλαδή η
εκπαίδευση στην Ελλάδα θα πρέπει να αμφισβητήσει τις κανονιστικές μορφοποιήσεις
και ιδιότητες που έχουν ταξινομηθεί στην κατηγορία «διαφορετικοί»,
«παρεκκλίνοντες», να άρει το βίαιο αποκλεισμό από το κοινωνικό γίγνεσθαι που
υφίστανται άτομα επειδή, τάχα, ο τρόπος ζωής τους «παρεκκλίνει» από το
-οριζόμενο αυθαίρετα από τις σχέσεις εξουσίας- «κανονικό» ή «φυσιολογικό».
Αντί, δηλαδή, η εκπαιδευτική διαδικασία να νομιμοποιεί δομές εξουσίας που δεν
αναγνωρίζουν όλα τα ανθρώπινα όντα ως ανθρώπινα και, κατά συνέπεια, τα
αποκλείουν, πρέπει να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση μιας νέας ηθικής, η οποία θα
προκρίνει τον σεβασμό για τον Άλλο και την άρνηση κάθε είδους βίαιου
αποκλεισμού με επίγνωση του ρόλου που διαδραματίζουν οι σχέσεις εξουσίας στη
διαμόρφωση των υποκειμένων. Όμως δεν είναι μόνο θέμα εκπαίδευσης.
Είναι και θέμα Συμβολικής Τάξης. Μιας κατάστασης δηλαδή που
διαπερνά τα πάντα, τον τρόπο ζωής, τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο που κανείς
τρώει, κάθεται, κοιμάται ή κάνει σεξ, τον τρόπο που οδηγεί, που
συναλλάσσεται... Είναι θέμα συνεπώς Πολιτισμού και Πολιτικής. Και μιλάω για τον
φασισμό του viril και της δύναμης των φαρμακοδιεγερμένων μούσκλων των
γυμναστηρίων, αυτών που παραπέμπουν στην εκπαίδευση της Χρυσής Αυγής, το
φασισμό του φαλλού, όπως συμβολίζεται με τα ξυρισμένα κεφάλια των φασιστοειδών,
τον φασισμό που επικρατεί παντού, αποκλείοντας τον αδύνατο, τον διαφορετικό,
τον άλλο και επιβάλλοντας μία κανονιστική αντίληψη του ανθρώπινου, μια κανονιστική
αντίληψη για το τι και πως πρέπει να είναι το ανθρώπινο σώμα. Αυτός ο
κοινωνικός και πολιτιστικός φασισμός είναι ο μεγάλος κίνδυνος των σημερινών
κοινωνιών, καθώς προτείνει ως στοιχείο κοινωνικής συνοχής το μίσος και όχι την
Αγάπη και την Αλληλεγγύη. Έτσι, η ρίζα του ανήκειν και ο συνδετικός ιστός του
συνανήκειν γίνεται το μίσος για τον άλλον!
Παραδόξως, το μίσος αυτό των φασιστών βρίσκει «στέγη» και
κατοικεί στο θεσμικό κέλυφος που λέγεται Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία. Η
τελευταία δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο της χριστιανικής αγάπης, αλλά
είναι ένας ισχυρότατος θεσμός εξουσίας ακροδεξιού τύπου, δηλαδή της πιο άγριας
μισαλλοδοξίας. Γι’ αυτό η αντιπαράθεση με την Εκκλησία πρέπει να γίνεται σ’
αυτό το πολιτικό πλαίσιο και όχι του οικονομίστικου διαχωρισμού
«Κράτους-Εκκλησίας». Δηλαδή του "χωρισμού" ενός συντηρητικού θεσμού
εξουσίας από έναν άλλο υπερσυντηρητικό θεσμό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου