Η
αντιπαράθεση στη Βουλή
Τον Μάρτιο του 1883
κορυφώνεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο η αντιπαράθεση για το αγροτικό ζήτημα τόσο
της Άρτας όσο και της Θεσσαλίας. Σ’ αυτή πρωταγωνιστούν οι Γ. Παχύς, Α.
Ζυγομαλάς, Ν. Ταρμπάζης από τη μια πλευρά, Κ. Καραπάνος, Χ. Τρικούπης κ.ά. από
την άλλη. Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο και ο Χ. Τρικούπης ήταν στην
υπηρεσία των γαιοκτημόνων[1].
Συγκεκριμένα, ο Κορδάτος
σημειώνει πως ο Τρικούπης κάλεσε στο σπίτι του τον βουλευτή Ταρμπάζη, όπου
διεξήχθη ο παρακάτω διάλογος: «Κύριε
Ταρμπάζη έχω εντολή από τον κ. Ζωγράφο να σας ρωτήσω τι κακό σας έκαμε, δια να
καταφέρεστε εναντίον του…». «Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Ζωγράφος υπήρξε τύραννος καθ’
όλην την σημασίαν της λέξεως» απαντά ο βουλευτής. «Κύριε Ταρμπάζη ο κ. Ζωγράφος
με εξουσιοδοτεί να ερωτήσω υμάς εάν επιθυμήτε να αποκατασταθούν οι μετ’ αυτού
σχέσεις σας, εάν συμφωνήτε σας προσφέρω την υποδιοίκησιν της Εθνικής Τραπέζης»
επιμένει ο Τρικούπης. «Κύριε πρόεδρε, ευχαριστώ, αλλά δεν δέχομαι… Με
προσβάλλετε… Ζητούμε(εμείς οι Θεσσαλοί) δικαιοσύνην… Ζητούμεν Ελευθερίαν…
Ζητούμε τα κτήματά μας… Οι συμπατριώται μου είναι δούλοι εις ελευθέραν
επικράτειαν…» φέρεται να απάντησε ο βουλευτής[2].
Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός
της χώρας και μάλιστα ο Χαρίλαος Τρικούπης ενεργεί κατ’ εντολή και
εξουσιοδότηση του τσιφλικά, προβαίνοντας σε δωροδοκία για λογαριασμό του,
εκπλήσσει οδυνηρά. Όμως, ο Τρικούπης εκπροσωπούσε μεν τους αστούς, αλλά δεν
ήταν ένας εξωνημένος πολιτικός. Οι ομογενείς της διασποράς και τα κεφάλαιά τους
ήταν κατά την πολιτική του άποψη εκ των ων ουκ άνευ όρος για την οικονομική
ανάπτυξη της Ελλάδας.
Πολλοί, πάντως, βουλευτές
έγιναν ευθύς εξαρχής όργανα των τσιφλικάδων, ενώ άλλοι, ακόμη και οι διαπρύσιοι
επικριτές τους έγιναν αργότερα. Πάντως, στις 12/2/1883 ο Ζυγομαλάς εξαπέλυε
μύδρους στη Βουλή, λέγοντας ότι οι κολίγοι, ως είλωτες της γης, «είτε υπό τον Χασάνην, είτε υπό τον
Καραπάνον και τον Ζωγράφον ζώσιν, η αυτή κατάστασις υπάρχει»[3]. Ο ίδιος
βουλευτής, απευθυνόμενος στον συνάδελφό του Δεληγιώργη (γαμπρό του Ζωγράφου και
σύγαμπρο του Καραπάνου), καταγγέλλει τους τίτλους κυριότητας που απέκτησαν οι
τσιφλικάδες επί τουρκοκρατίας. Τα έγγραφα αυτά «αποστάζουν το αίμα των χωρικών» κατέληγε η καταγγελία[4]. Ο
Ζυγομαλάς, επίσης, καταγγέλλει τη σύλληψη του βουλευτή Άρτας Γ. Παχύ αλλά και
την προαναγγελία της σύλληψης αυτής από την ομώνυμη εφημερίδα της πόλης της
Άρτας, η οποία ήταν ιδιοκτησία του Καραπάνου. Ο τελευταίος επιχειρηματολόγησε
λέγοντας ότι η εφημερίδα έγραψε και για τη σύλληψη δεύτερου βουλευτή, η οποία,
όμως, δεν έγινε!
Είναι ενδεικτική της
κατάστασης η ανάγνωσης των κειμένων της εφημερίδας «Άρτα», που ανήκε στον
τσιφλικά, της 19ης Αυγούστου 1882: «… Η Δικαστική αρχή, και μόνο αύτη(σ.σ. άρα υπήρχαν πληροφορίες ότι και
άλλοι πέραν των νομίμων αρχών ενήργησαν) ενεργούσα προ ημερών παραγέμισε
δικαίως τας ενταύθα φυλακάς εκ συστασιαστών αγροτών και πολιτών(σ.σ. οι αγρότες
είναι οι χωρικοί καλλιεργητές και οι πολίτες είναι οι κάτοικοι της πόλης), ων η
μεταμέλεια ήρξατο εκδηλουμένη, αλλ’ εν τω άδει, μετάνοια ουκ έστιν(σ.σ. ποιος
είναι ο άδης;). Ας κοπιάσει τώρα ο κ. Παχύς να σώση τόσον κόσμον…».
Στο ίδιο φύλλο της «Άρτας» και στη στήλη ΔΙΑΦΟΡΑ
αναφέρετε επίσης: «Προχθές κατά την 11 τρέχοντος(σ.σ. Αυγούστου 1882) ημέραν
Τετάρτην εισήχθησαν ενώπιον του πταισματοδικείου Άρτης 19 εκ των συμπολιτών μας
αγροτών… κατεδίκασεν άπαντας εις δύο εβδομάδας κράτησιν… Μανθάνομεν ότι
ενοικιάσθη δια φυλακάς και το Μετόχι της Μονής Μελάταις…». Και τέλος η επίμαχη
είδηση: «Αν είναι η πληροφορία μας ακριβής, διετάχθη, τηλεγραφικώς η σύλληψις
και του βουλευτού Άρτης κ. Παχύ, εν Αθήναις διαμένοντος…»!
Αξίζει, ακόμη, να επισημανθεί η μετάθεση του
εισαγγελέα της Άρτας όταν φάνηκε στον τσιφλικά ότι ο δικαστικός λειτουργός ήταν
επιεικής προς τους χωρικούς, ή αντίθετος προς τα συμφέροντά του.
Το αγροτικό ζήτημα θα
εξακολουθήσει να απασχολεί τη Βουλή και την ελληνική κοινωνία μέχρι τον ξεσηκωμό
του Κιλελέρ και την ψήφιση του νόμου Βενιζέλου για τις απαλλοτριώσεις των
τσιφλικιών. Ενδιαμέσως θα λάβουν χώρα συνέδρια και φόρα με αντικείμενο το
αγροτικό ζήτημα. Ένα εξ αυτών πανελλήνιας εμβέλειας θα λάβει χώρα στο Βόλο
(9-14/9/1912) και θα συμμετάσχουν σημαντικοί παράγοντες απ’ όλες τις πλευρές. Ο
Γ. Χρηστάκης Ζωγράφος (ο γιος του μεγαλοτσιφλικά μας έχει γράψει ομοίως ένα
βιβλίο σχετικό με το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία) διαμαρτυρήθηκε στους
αγροτιστές «διότι εγκαλούνται οι
κτηματίαι εις την λαιμητόμον», αλλά συμφώνησε ότι η κατάσταση δεν είναι
καλή. Όμως, όπως είπε, «δεν φταίνε οι
κτηματίαι αλλά το σύστημα»[5]! Στο συνέδριο
αυτό, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι αγροτιστές ζητούσαν «αναγκαστική
απαλλοτρίωση» των τσιφλικιών. Στο συνέδριο μίλησε και ο Σπύρος Σπυρομήλιος,
δηλώνοντας πως «ενώ οι κολίγοι ανέμενον
την ώραν της ελευθερίας, αίφνης ευρέθησαν είλωτες… Ο κατακτητής εσεβάσθη τα
έθιμα των τσιφλικίων, ως νόμους ιερούς. Και κατ’ αυτά, πλην άλλων, δεν
επιτρέπεται η ερήμωση χωρίων δι’ εξώσεων… Μετά την προσάρτησιν όμως οι
τσιφλικούχοι εμπνέοντες τας εκάστοτε κυβερνήσεις και χρησιμοποιούντες, πλην
άλλων, τους χωροφύλακας, τας λόγχας, τας συλλήψεις, τα φυλακίσεις των κολίγων
υποχρέωσαν πολλούς να συντάξουν συμβόλαια απολύτου κυριότητος»[6]. Ο Π. Πολίτης είπε
ότι «Ερήμωσαν την Άρταν και την
Θεσσαλίαν.(Κι) Εδημιούργησαν ρεύμα μεταναστευτικόν…». Ενώ ιδιαίτερης
σπουδαιότητος ήταν η ομιλία στο συνέδριο του Αλέκου Βαμβέτσου, ο οποίος είπε
μεταξύ άλλων ότι η νομική στήριξη του θέματος της ιδιοκτησίας, επειδή βασίζεται
στη βυζαντινή νομοθεσία, είναι υπέρ των τσιφλικάδων. Συγκεκριμένα, «Το δίκαιο είναι πάντα το δίκαιο της
κρατούσης τάξης και όχι το δίκαιο όλων των τάξεων…». Άρα το αγροτικό δεν
είναι ούτε θέμα δικαιοσύνης ούτε φιλανθρωπίας αλλά μιας «νέας κατάστασης πραγμάτων»: «Η εξέλιξη η ιστορική έχει καταδικάσει το
φεουδαρχισμό και η ίδια η εξέλιξη δημιουργεί ελεύθερο το δουλοπάροικο… πρέπει
οι αγρότες να μη ζητούν φιλανθρωπία-διότι οι τσιφλικάδες δεν έχουν καμία
υποχρέωση να φανούν φιλάνθρωποι, αλλά στην οργανωμένη δύναμη της μεγάλης
ιδιοκτησίας, να αντιπαρατάξουν τη δική τους, ομαδική και οργανωμένη δύναμη….»[7]. Η «ιστορική εξέλιξη
έχει καταδικάσει» επισημαίνει ο Βαμβέτσος τον φεουδαρχισμό, αναδεικνύοντας
τον μαρξιστικό ντετερμινισμό της ιστορικής αναγκαιότητας, όπως οι χριστιανοί
και δη οι προτεστάντες ανέδειξαν τον θεολογικό ντετερμινισμό,την κατά τον
Καστοριάδη(«θεολογική ξένωση του ανθρώπου»[8]).
Ο πρώτος σταθμός, όπως
είδαμε, του αγροτικού ζητήματος στην Άρτα είναι το 1873. Είναι η εποχή κατά την
οποία οι γιοι του Μουσταφά Πασά είχαν ήδη πουλήσει την περιοχή στον Κ.
Καραπάνο(και τη Θεσσαλία στον πεθερό του Χρηστάκη εφέντη Ζωγράφο). Οι άνθρωποι
του Καραπάνου επέφεραν σημαντική μεταβολή επί τα χείρω στη φορολογία και τον
τρόπο επιβολής της στους ούτως ή άλλως φτωχούς κατοίκους της περιοχής. Τότε
αναπτύχθηκε ένα κίνημα που καταπνίγηκε με τη σύλληψη των πρωταιτίων και την
φυλάκισή τους στις φυλακές της Άρτας και των Ιωαννίνων. Το αγροτικό αυτό κίνημα
κορυφώθηκε μετά την απελευθέρωση της Άρτας(1881), ενώ στο πολιτικό πεδίο
εκφράστηκε μέσω της σκληρής αντιπαράθεσης δύο παραγόντων και πολιτευτών της
περιοχής, του Κ. Καραπάνου και του Γεώργιου Παχύ. Και οι δύο εξέδωσαν πονήματα,
αλλά ο πλούτος, υλικός και συμβολικός, του πρώτου βάρυναν υπέρ αυτού στη
ζυγαριά. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι κατάφερε να εξαγοράσει τον σφοδρό
αντίπαλό του και να τον καταστήσει κομματάρχη του στην Άρτα! Αλλά αυτή είναι η
πρώτη εκδοχή της έρευνάς μας, καθώς ανακαλύψαμε ότι ο διακανονισμός ήταν μάλλον
πολιτικός, αφού και ο Παχύς ήταν ομοίως πολύ πλούσιος.
Στην εφημερίδα «Εμπρός» (22/4/1902) στη στήλη «Ειδήσεις της
Ημέρας» και υπό τον μεσότιτλο «ΕΝ ΑΡΤΗ» σημειώνεται ότι «επήλθεν εν τη επαρχία
Άρτης σύμπραξις των κ.κ. Κωνστ. Καραπάνου και Γ. Παχύ, του συνδυασμού αυτού
απαρτισθέντος εκ των κ.κ. Κων. Καραπάνου, Γ. Παχύ, Σ. Βαρζέλη δικηγόρου και
πρώην βουλευτού και Οικονομίδου. Αντίθετον συνδυασμόν θ’ αποτελέσουν οι κ.κ. Ε.
Γαρουφαλιάς νυν βουλευτής και Δουρούτης…»! Εδώ ο Γαρουφαλιάς, ευνοούμενος
του Σκουζέ-που είναι πεθερός του Παχύ- αλλάζει στρατόπεδο, φεύγοντας από τη
σύμπραξη Καραπάνου-Παχύ. Αλλά και ο Καραπάνος άλλαζε συνεχώς στρατόπεδα.
Στην εφημερίδα «Σκριπ»(16/12/1902) και υπό τον υπέρτιτλο
«Το χθεσινό γεύμα» και τίτλο «Ο κ. Σκουζές αμφιτρύων» σημειώνεται: «Χθες την 8ην
μ.μ. ο Υπουργός των Εξωτερικών κ. Αλ. Σκουζές παρέθηκε πλουσιώτατον γεύμα εν τη
οικία του, εις το οποίον παρεκάθησαν οι κ.κ. Θ. Δηλιγιάννης πρωθυπουργός,
Κυριακ. Μαυρομιχάλης μετά της κυρίας του, Αντώνιος Ζυγομαλάς(υπουργός
Δικαιοσύνης) μετά της κυρίας του, Κ. Καραπάνος(υπουργός Ναυτικών), Αλ. Ρώμας,
Θεοδ. Λυμπρίτης(υπουργός Στρατιωτικών), Αλ. Σκουζές μετά της κυρίας του, Γ.
Σκουζές και ο κ. Παχύς μετά της κυρίας του. Το γεύμα διεξαχθέν εν αναλόγω
ευθυμία διήρκεσε δύο περίπου ώρας».
Όλοι οι κεντρικοί
πρωταγωνιστές(βιομήχανοι, τσιφλικάδες και πολιτικοί εν ταυτώ, ήτοι πολυμορφικοί
αστοί), αντίπαλοι στο αγροτικό ζήτημα πλην όμως ευθυμούντες γύρω από το ίδιο
τραπέζι! Πως συνέβη αυτό;
Ο Γ. Παχύς ήταν παντρεμένος
με την κόρη του Σκουζέ, Αιμιλία, και τα αισθήματά του για το βασιλιά ανέρχονταν
στο επίπεδο της υστερικής «πίστης», δεδομένης και της εύνοιας του άνακτα αλλά
και των κοινών συμφερόντων στην περίπτωση των μεταλλείων Λαυρίου. Η Αιμιλία
Παχύ-Σκουζέ ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη(και συγγραφέας) και είναι η γυναίκα εκείνη
η οποία κατά την επίσκεψη του βασιλιά στην Άρτα το Σεπτέμβρη του 1881, ο
απεσταλμένος της εφημερίδας «Μη χάνεσαι» απεκάλεσε femme politique! Πως
δέχθηκε όμως ο Κ. Καραπάνος να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον αντίπαλό του και
στο σπίτι του πεθερού του δεύτερου; Υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο που να
συνδέει τα δύο στρατόπεδα; Φαίνεται ότι αυτό είναι ο βασιλιάς.
Τον Απρίλιο είχαμε την
πολιτική σύμπραξη στην Άρτα των Καραπάνου-Παχύ. Αλλά το Νοέμβριο του 1902
υπήρχε μεγάλη δυστοκία στο σχηματισμό κυβέρνησης λόγω της άρνησης του Κ.
Καραπάνου να δεχθεί το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ναυτικών. Ο Καραπάνος αφού
επέστρεψε από το προεκλογικό ταξίδι του στην Άρτα[9],
εξεδήλωσε τη θέλησή του να αναλάβει το υπουργείο Δικαιοσύνης το οποίο, όμως, ο
βασιλιάς και ο Δηλιγιάννης είχαν υποσχεθεί στον άλλον «αγροτιστή», τον
Ζυγομαλά! Η πολιτική κρίση λύθηκε μόνο μετά την παρέμβαση του βασιλιά που
ανήγαγε το υπουργείο Ναυτικών σε «πρώτο υπουργείο» ώστε να το δεχθεί ο
Καραπάνος. Η ανάληψη του υπουργείου Ναυτικών σύμφωνα με την εφημερίδα «Εμπρός»[10] από
τον Κ. Καραπάνο έγινε μετά από απαίτηση του βασιλιά προς τον πρωθυπουργό
Δηλιγιάννη. Ο δεύτερος μετέφερε τη θέληση του βασιλιά στον Καραπάνο που, όμως,
δεν δέχθηκε καθώς το υπουργείο των Ναυτικών «δεν ήτο της ειδικότητός του». Τότε
ο Δηλιγιάννης τον έστειλε στο βασιλιά. Ο Γεώργιος προσπάθησε πάνω από μία ώρα
να πείσει τον Αρτινό βουλευτή. Ο Καραπάνος ανένδοτος. Τότε, αφού ο βασιλιάς «ανέπτυξε τας ιδέας Αυτού περί του Ναυτικού,
την μεγάλην σημασίαν, ην αποδίδει εις αυτό και την απόφασίν Του όπως εργασθή
υπέρ ανορθώσεως και ενισχύσεως αυτού, εζήτησεν ως χάριν παρά του κ. Καραπάνου
ν’ αναλάβη αυτός την διεύθυνσιν του υπουργείου. Ο εξ Άρτης βουλευτής
ηυχαρίστησεν θερμώς τον Άνακτα επί τούτοις και εδήλωσεν προς Αυτόν ότι
συμμορφούται με την επιθυμίαν Του, καίτοι δεν εσκέπτετο ότι ηδύνατο να γίνει
υπουργός των Ναυτικών». Έτσι, ο Καραπάνος αναλαμβάνει το υπουργείο Ναυτικών
και ο μεγάλος αντίπαλός του στη Βουλή, ο σύμμαχος του Γ. Παχύ στο αγροτικό
ζήτημα, ο Α. Ζυγομαλάς το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αλλά με ποια ανταλλάγματα;
Γνωρίζουμε ότι μετά από δύο εβδομάδες έχουμε την παράθεση γεύματος στο σπίτι
του δεξιού χεριού του βασιλιά και υπουργού Εξωτερικών Αλ. Σκουζέ. Με ποιο
τρόπο, όμως, έπεισε ο Γεώργιος τον Κ. Καραπάνο; Άγνωστο. Εκείνο που γνωρίζουμε
είναι πως έκτοτε ο Καραπάνος έγινε βασιλικός(σ.σ. για την ακρίβεια έγινε
βασιλικός, όπως πριν ήταν δηλιγιανικός, τρικουπικός και, τέλος, βενιζελικός
όπως κάθε πραγματιστής καιροσκόπος). Επίσης, γνωρίζουμε ότι ο Γ. Παχύς έγινε
«κομματάρχης» του Καραπάνου το 1899. Τέλος, μαθαίνουμε ότι την ίδια περίοδο το
μέγαρο Καραπάνου στη Σταδίου(29 και με άλλη αρίθμηση 31) ανήκε πριν στην
οικογένεια Σκουζέ! Ο
ίδιος ο Καραπάνος σε μία
επεισοδιακή συνεδρίαση της Βουλής[11]
δήλωσε πως θεωρεί τον βασιλιά εγγυητή του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Συγκεκριμένα, επιτέθηκε εναντίον του Θεοτόκη, κατηγορώντας τον για συναλλαγή,
αφού παρέσχε ψήφο εμπιστοσύνης στον Ζαΐμη από τον φόβο επιστροφής του
Δηλιγιάννη στην εξουσία, ζητώντας την προσφυγή σε εκλογές. Αφού κατάφερε να
γλιτώσει τα χειρότερα από τους προσβεβλημένους βουλευτές του Θεοτόκη, ο
Καραπάνος κατέληξε λέγοντας ότι «Και αν
εσείς δεν σέβεσθε την θέλησιν του Λαού υπάρχει Εκείνος όστις εν έμβλημα έχει «η
ισχύς μου η αγάπη το Λαού», ο οποίος θα σας διαλύση. Και φίλοι Εκείνου είναι οι
ειλικρινείς και όχι οι κόλακες και οι επιτήδειοι!». Ο Καραπάνος κοντολογίς
ζητάει την πραξικοπηματική παρέμβαση του βασιλιά, αυτό-ανακηρυσσόμενος φίλος
«Εκείνου» καθόσον ανήκων στη φυλή των «ειλικρινών» σε αντίθεση μ’ αυτή των
«επιτηδείων». Πολλές φορές, όμως, ο «ειλικρινής» Καραπάνος καταγγέλθηκε για
νοθευμένες εκλογές και εξαγορά ψήφων[12],
δηλαδή ως ανήκων στην φυλή των «επιτηδείων».
[1] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της
Ελλάδας, τόμος ΧΙΙΙ, σελ. 426
[2] Στο ίδιο
[3] Πρακτικά Βουλής, 12/2/1883
[4] Πρακτικά Βουλής, 5/3/1883
[5] Πρακτικά συνεδρίου για το
Αγροτικό Ζήτημα, Βόλος 9-14/9/1912
[6] Στο ίδιο
[7] Στο ίδιο
[8] Κ. Καστοριάδης, «Η
φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», εκδόσεις Ράπα,
[9] Εμπρός 27/10/1902: Ο
Καραπάνος δεν επισκέπτετο συχνά την Άρτα. Γι’ αυτό κάθε επίσκεψή του όπως αυτή
της 26ης Οκτωβρίου ήταν σε προεκλογική περίοδο και συνιστούσε μέγα
γεγονός για την πόλη. Εξ αυτού συνάγεται ότι την κατάσταση στην πόλη και την
περιοχή όριζαν οι άνθρωποί του, που σε πλήρη αλληλεξάρτηση και διαπλοκή με τους
τοπικούς κρατικούς παράγοντες σχημάτιζαν ένα ιδιότυπο «βαθύ κράτος». Για τον
τρόπο δημοσιοποίησης των επισκέψεων αξίζει να σημειωθεί η απόδοση από την
εφημερίδα: «Αφίκετο σήμερον ώρα 11 ο διαπρεπής
πολιτευτής κ. Καραπάνος. Πλήθος λαού αυθορμήτως υπεδέχθη αυτόν έξωθεν της
Άρτης, οπόθεν ζητωκραυγάζον συνώδευσε αυτόν μέχρι της οικίας του. Ο δικηγόρος
κ. Νικόλ. Καλέλλης προσεφώνησε καταλλήλως διατρανώσας την εμπιστοσύνην του λαού
της Άρτης προς το δηλιγιαννικόν κόμμα. Ο κ. Καραπάνος απήντησεν ευχαριστήσας
τον λαόν δια την προς αυτόν εκδηλωθείσαν αγάπην και αιτησάμενος την συνδρομήν
των συμπολιτών του υπέρ του συνδυασμού ολοκλήρου… (και) την κυβέρνηση
Δηλιγιάννη…».
[10] Εμπρός, 28/11/1902
[11] Εμπρός, 24/1/1902
[12] Η Βουλή έχει ασχοληθεί
πολλές φορές με καταγγελίες κατά του Κ. Καραπάνου για εκλογική νοθεία, αλλά το
1911 είχαμε δύο συνεδριάσεις στη Βουλή, που τελικά επικύρωσε στο τέλος την
εκλογή. Δες το πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα
«Εμπρός» της 26ης Φεβρουαρίου 1911.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου