Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Ο ΤΡΑΜΠ, ο ΜΑΣΚ, το διαδίκτυο και ο "νέος φασισμός"


«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπίστωνε ότι η εργατική τάξη το έχει εγκαταλείψει. Ενώ η ηγεσία των Δημοκρατικών υπερασπίζεται το κατεστημένο, ο αμερικανικός λαός είναι θυμωμένος και θέλει αλλαγή. Και έχουν δίκιο.» γράφει σήμερα στο X, ο επανεκλεγείς ανεξάρτητος γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς.
Η διαπίστωση του Σάντερς δείχνει γιατί η περιφρόνηση οδηγεί τους νέους στην ακροδεξιά και τα νεοναζιστικά μορφώματα.
Οι νέοι που δεν έχουν καμία προοπτική εργασίας, αισθάνονται ματαίωση, βαθιά κοινωνική περιφρόνηση και απόρριψη. Η ματαίωση αυτή γίνεται ντροπή, οργή και αγανάκτηση, όταν έχουν τις προϋποθέσεις, όταν είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων, αλλά αναγκάζονται να εργαστούν ως ντελίβερι και σερβιτόροι.
Η ηθική αδικία θα στείλει την βαθιά «πληγωμένη» προσωπικότητα είτε στο ψυχιατρείο, όπως τον Τζόκερ, είτε σε μία παρέα που θα τονώσει την αυτοπεποίθησή της, που θα λειτουργήσει θεραπευτικά στα ψυχολογικά της τραύματα. Αυτή η παρέα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο, εκεί όπου δρουν (αλιεύουν) οι νεοναζιστικές ομάδες. Γι’ αυτό ο Ίλον Μασκ πανηγυρίζει για την επικράτηση της «δημοσιογραφίας των πολιτών» και του X(!), καθώς και για την οριστική χρεοκοπία των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας «παλαιού τύπου».
Οι «πολίτες- δημοσιογράφοι» του διαδικτύου στους οποίους αναφέρεται ο Μασκ, είναι οι αδικημένοι νέοι που βρίσκουν στις νεοναζιστικές ομάδες αναγνώριση και στο διαδίκτυο «φωνή».
Η «ομάδα» γίνεται ένα είδος εξαρτησιογόνου ναρκωτικού για τους περιφρονημένους νέους, απ’ το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν, γιατί έξω από αυτή δεν βρίσκουν αναγνώριση, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι. Από εδώ προκύπτει ο φανατισμός για την ομάδα, γράφει ο ανατολικοβερολινέζος πρώην νεοναζί Ingo Hasselbach.
Η κοινωνική καταξίωση αναζητείται σε φασιστικές ομάδες, σε ομάδες χουλιγκάνων, σε συμμορίες, σε ομάδες «μπάχαλων», που μαθαίνουν να «βλέπουν» ως αιτία της ματαίωσης και των δεινών, όχι τους «από πάνω», όχι τους υπερπλούσιους σαν τον Μασκ, αλλά τους «από κάτω», τους μετανάστες, τους ομοίους τους αφού και οι δικοί τους γονείς μετανάστες ήταν.
Τα ακροδεξιά μορφώματα ενισχύονται ακόμη περισσότερο όταν οι θεσμοί της «δημοκρατικής κοινωνίας» (οργανώσεις νέων, κομμάτων ή συνδικάτων, πολιτιστικά στέκια γειτονιών, δίκτυα καλλιτεχνών, αλληλέγγυων κ.ά.), γίνονται στόχοι των κατασταλτικών μηχανισμών των δεξιών αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Αντίθετα, οι ακροδεξιές ομάδες έχουν την ανοχή τους, συχνά δε συνεργάζονται μαζί τους.
Η άγρια καταστολή των αλληλέγγυων, αλλά και οι «μπάτσοι» του διαδικτύου (μηχανισμοί λογοκρισίας) που χρηματοδοτούνται αφειδώς από το κατεστημένο και τις κυβερνήσεις, φιμώνουν τις δημοκρατικές φωνές, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στην ακροδεξιά. Έτσι, η φωτογραφία ενός σκελετωμένου παιδιού της Αφρικής ή της Γάζας θα λογοκριθεί από τον αλγόριθμο του Facebook, ο οποίος θα ενεργοποιηθεί αυτόματα από τις χιλιάδες «αναφορές» των (ρο)μποτ, δηλαδή τους ψεύτικους λογαριασμούς που διαχειρίζονται ακροδεξιά ή κυβερνητικά κέντρα. Από την άλλη πλευρά, μια άποψη ή «είδηση» (fake news) διαδίδεται παντού από χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς κι έτσι αποκτά τη δύναμη της «αλήθειας». Αυτή είναι η «αλήθεια» για την οποία μιλάει ο Μασκ. Μια κατασκευασμένη αλήθεια που καταλήγει να κατασκευάζει κυβερνήσεις και προέδρους, που νομιμοποιούνται από την ψήφο των «από κάτω», οι οποίο ψηφίζουν – παραπλανημένοι- εναντίον του εαυτού τους. Μάλιστα, είναι «ακραία φανατισμένοι» καθώς στην ακροδεξιά ομάδα στην οποία ανήκουν, στο «κίνημα» όπως είπε ο Τραμπ, βρίσκουν την αναγνώριση του ματαιωμένου εαυτού τους. Η ψηφιακή τους «φυλή» στο διαδίκτυο παρέχει ένα είδος αντίβαρου, μια ομόλογη κατάσταση που θεραπεύει όλες τις πληγές, όλες τις καταστροφές. Οι ματαιωμένοι, οι αόρατοι, οι χωρίς φωνή, τώρα έχουν στα χέρια τους κάτι που θα αντιρροπήσει τις απογοητεύσεις, τον θυμό, τις ματαιώσεις, τα μπούλινγκ και τους εξοστρακισμούς, έχουν κάτι που μπορεί να φέρει χρώμα στην άχρωμη ζωή τους, να αντισταθμίσει τα λάθη, τις ατυχίες, τις αποτυχίες. Όλο αυτό τους προσδίδει ήδη νόημα και ταυτότητα. Γι’ αυτό παίρνουν ακόμα και τα όπλα για να το υποστηρίξουν.
Γι' αυτό λέω ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που με τη στήριξη των υπερπλούσιων σαν τον Μασκ οδηγεί στο φασισμό.
Η τηλεόραση «έχει νεκρώσει την κοινωνία...Ακόμη δεν είμαστε φασιστική χώρα, αλλά μπορεί να συμβεί σύντομα (...) πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι πρόθυμο να δεχθεί με φυσικό τρόπο το φασισμό», έλεγε ο Χένρι Μέηλερ για τη χώρα του τις ΗΠΑ. Τελικά με την τηλεόραση κατέστρεψαν τους λαϊκούς πολιτισμούς, εγκαθιστώντας τις «αξίες» του Ατομικισμού (ναρκισσισμού) και της κενότητας, ενώ με το διαδίκτυο δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής και της «φωνής», της έκφρασης της δήθεν προσωπικής «αλήθειας». Αυτός ο ολοκληρωτικός «αποικισμός» του λαϊκού κόσμου από την μεγαλο-αστική τάξη είναι αυτό που ο Πιερ Πάολο Παζολίνι αποκαλούσε «νέο φασισμό»…

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Γιατί ψηφίζουμε νάρκισσους όπως ο Τραμπ;

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 06.11.24 ]


 Ο Τραμπ και πάλι στην εξουσία. Η επ-άνοδός του δεν είναι τυχαία. Τυχαία ήταν η απώλεια της εξουσίας του από ένα γεγονός όπως η φρικτή δολοφονία από αστυνομικό του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόυντ. Μην λησμονούμε ότι μέχρι τότε η ανανέωση της θητείας του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ήταν απολύτως βέβαιη. Την ίδια περίοδο είχαν ανέλθει στην εξουσία μια σειρά ρατσιστές ακροδεξιοί με τα ίδια ιδεολογικά χαρακτηριστικά με τον Τραμπ όπως ο Μπολσονάρου στη Βραζιλία, ο Όρμπαν στην Ουγγαρία κ.ά.. Μάλιστα, ο σύμβουλος του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, που μόλις αποφυλακίστηκε μετά από φυλάκιση τεσσάρων μηνών για περιφρόνηση του Κογκρέσου, καθώς αρνήθηκε να καταθέσει για την επίθεση στο Καπιτώλιο από οπαδούς του Τραμπ την 6η Ιανουαρίου 2021, είναι αυτός που έστησε όλα τα ακροδεξιά δίκτυα σε όλο τον κόσμο υποστηρίζοντας πολλαπλά τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού. Αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι "γιατί ο κόσμος ψηφίζει τους ακροδεξιούς ναρκισσιστές"; Γιατί μας κυβερνούν οι wunderkind (με την οιδιπόδεια, ναρκισσιστική έννοια) και οι Κύριοι Her Omnes του Κάφκα, που νομίζουν ότι εκπροσωπούν όλο τον κόσμο;

«Οι Νάρκισσοι πήραν την εξουσία», γράφει η ψυχίατρος Marie-France Hirigoyen στο ομότιτλο βιβλίο της του οποίου το πρώτο κεφάλαιο ερευνά την "παθολογικά ναρκισσιστική" προσωπικότητα του Τραμπ. Αλλά οι νάρκισσοι δεν είναι μόνο ακροδεξιοί, αλλά ανήκουν σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς. Οι Αμερικανοί ψυχίατροι έχουν δημιουργήσει μία κλίμακα για τον ναρκισσισμό που κυμαίνεται από το 1 έως το 10. Μέχρι το 5, ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί «λειτουργικό». Πέραν αυτού, εισερχόμαστε σε μία παθολογία όλο και βαρύτερη, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι την ψύχωση. Παθολογικά Νάρκισσος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ σύμφωνα με την Hirigoyen. 

Τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της διαταραχής της ναρκισσιστικής προσωπικότητας είναι to αίσθημα μεγαλείου (θεωρεί ότι "γεννήθηκε για να γίνει πρωθυπουργός"), υπερεκτιμά τις πράξεις και τις ικανότητές του, θέλει να αναγνωρίζεται ως «ανώτερος», χωρίς να έχει κάνει κάτι… Είναι χαμένος στην φαντασίωση των αναρίθμητων υποτιθέμενων επιτυχιών του… «Πιστεύω ότι θα γίνω ο πιο μεγάλος δημιουργός θέσεων εργασίας που έχει κάνει ποτέ ο Θεός», έλεγε ο Τραμπ στην πρώτη θητεία του!

Αυτά τα τρελαμένα συμπαντικά Εγώ αποτρελαίνονται όταν αποκτούν εξουσία, καθώς περιστοιχίζονται από φανατικούς αυλικούς-κόλακες, από οπαδούς και κερδοσκόπους, που ενισχύουν διαρκώς την ψευδαίσθησή τους ότι είναι οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο σοφοί. Έτσι η ζωή τους γίνεται ένας μύθος γεμάτος φασαρία και μανία, χωρίς κανένα νόημα -τον οποίο αναπαράγουν εξωνημένοι δημοσιογράφοι και τα μίντια υπερπλούσιων όπως ο Elon Musk, καθώς και πολλοί άλλοι χρηματισμένοι "ηλίθιοι" (life is a tale, told by an idiot, full of sound and fury, signifying nothing, έγραφε ο Σαίξπηρ). Γι' αυτό αυτοί οι «καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού» δεν θα μάθουν ποτέ «πού πραγματικά βγάζει φλόγες» η ζωή όπως θάλεγε ο Νίκος Καρούζος... Στον Τραμπ η έλλειψη ενσυναίσθησης εκδηλώνεται με τον σεξισμό, το ρατσισμό (δέχεται μόνο τους λευκούς χριστιανούς, ενώ χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους εν δυνάμει τρομοκράτες) και γενικά με την περιφρόνηση όλων εκείνων που αρνούνται να του πλέξουν το εγκώμιο. 

Αλλά το ερώτημα είναι: Γιατί ψηφίζουμε Νάρκισσους όπως ο Τραμπ κ.ά.;

Το φαινόμενο των πολιτικών-Νάρκισσων είναι αποτέλεσμα της «ναρκισσιστικοποίησης» της κοινωνίας και η παθολογία τους είναι ο καθρέφτης για ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών. Αυτό εξηγεί κατά τη γνώμη της M-F Hirigoyen γιατί οι εκλογείς αφήνονται να σαγηνευθούν από έναν άνθρωπο ικανό να ψεύδεται ανοιχτά. Γενικά, η ναρκισσιστική μας κοινωνία εκφράζεται και εκπροσωπείται από πολιτικούς νάρκισσους τους οποίους παράγουν όλοι οι πολιτικοί χώροι, όλοι οι θεσμοί (συνδικάτα, κόμματα, φορείς…). Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη υπήρξε «μια αλλαγή στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία ήταν, την ίδια στιγμή, μια αλλαγή του τύπου ατόμων που παρήγαγε όλο και περισσότερο. Αυτή η αλλαγή των ατόμων προήλθε από τη χρεοκοπία των παραδοσιακών οργανώσεων της εργατικής τάξης –συνδικάτα, κόμματα κ.λπ.-, ...προήλθε όμως και από την ικανότητα του καπιταλισμού, αυτή την περίοδο, να προσφέρει ένα αυξανόμενο επίπεδο ζωής, με την είσοδό του στην περίοδο του καταναλωτισμού. Οι άνθρωποι γύριζαν την πλάτη, για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, στα κοινά συμφέροντα, στις κοινές δραστηριότητες, στις δημόσιες δραστηριότητες –αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη…». 

Και ο Κρίστοφερ Λας, αναφέρει ότι οι τελευταίες δεκαετίες προήγαν την δημιουργία της «κουλτούρας του ναρκισσισμού». Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει να επενδύσει σε τίποτα έξω από τον εαυτό του. Η πολιτική δεν αποτελεί πλέον γι' αυτόν σημείο αναφο­ράς, όπου θα μπορούσε να αφιερωθεί με πάθος και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Τί απομένει; Η υπερεπένδυση στο Εγώ, η αυτολατρεία, η Εγωπάθεια, ο καλοήθης(λειτουργικός) και ο κακοήθης (παθολογικός) ναρκισσισμός. Ο σύγχρονος νάρκισσος ζει σ' ένα αδιάστατο παρόν αποκομμένος από τις ιστορικές του ρίζες και δίχως προοπτική και μέριμνα για το μέλλον. Ο μετανεωτερικός νάρκισσος άνθρωπος έχει μειωμένη έως παντελώς μηδενισμέ­νη πολιτική συνείδηση, ενώ παρουσιάζει υπερτροφικά αναπτυγμένη καταναλωτική συνείδηση. 

Ο Κεν Λόουτς διαπιστώνει ότι η κουλτούρα του ναρκισσισμού, δηλαδή του ακραίου ατομικισμού, επικράτησε στη Βρετανία την εποχή της Θάτσερ. Σήμερα αυτό συμβαίνει παντού. Γι' αυτό στην εξουσία ανακυκλώνονται οι "μεγάλες εγωπάθειες" της (ακρο)δεξιάς αλλά και της "αριστεράς" (με όλα τα εισαγωγικά)! 

Απέναντι σ' αυτές τις διαπιστώσεις θα πρέπει να κάνουμε μια σημαντική επισήμανση: Οι παθολογικοί νάρκισσοι πολιτικοί "ευδοκιμούν" πρωτίστως στην καπιταλιστική-καταναλωτική κοινωνία και όχι στις λιμοκτονούσες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Γι' αυτό ο αναπτυγμένος καπιταλιστικά Βορράς συγκρούεται με τον Νότο τον οποίο απομυζά μέχρι θανάτου. Εδώ ισχύει "το Ιρλανδικό ζήτημα" που ανέλυσε ο Κ. Μαρξ στο ομότιτλο πόνημά του. Οι "από κάτω" των αναπτυγμένων χωρών εισπράττουν μερικά ψίχουλα από την άγρια εκμετάλλευση του Νότου και "φιμώνονται". Αυτά τα "ψίχουλα" υπερασπίζονται απέναντι στους απελπισμένους του Νότου. Για την ώρα, η σύγκρουση μεταξύ Βορρά-Νότου είναι ένας "εμφύλιος των κάτω". Και όσο η "αριστερά" δεν θα σκέφτεται πολιτικά με οικουμενικό τρόπο, τόσο θα ρίχνει νερό στο μύλο της ακροδεξιάς, κολακεύοντας και αναπαράγοντας τον ναρκισσισμό της καταναλωτικής καπιταλιστικής κοινωνίας, επιλέγοντας προς τούτο και ηγέτες μεγα-νάρκισσους.      

Το έχω ξαναγράψει. Απέναντι σ’ αυτούς τους πολιτικούς και την κουλτούρα του άκρατου ατομικισμού και του παθολογικού ναρκισσισμού του κανιβαλικού καπιταλισμού καθώς και της ναρκισσιστικής κοινωνίας, η απάντηση είναι η κουλτούρα της συλλογικότητας, του μοιράσματος και της αλληλεγγύης, είναι το παράδειγμα του Χοσέ Μουχίκα, του προέδρου της Ουρουγουάης (2010-2015), που δεν έπεσε στην παγίδα της εξουσίας και των συμβόλων της. Έμεινε με το ταπεινό φολκς βάγκεν του, ένα φτωχόσπιτο και τα σκυλιά του, λέγοντάς μας ότι «Μαθαίνουμε περισσότερα από την οδύνη και την μοναξιά παρά από την επιτυχία και την ευημερία […] (και πως) αν δεν προσέξουμε, οι δημοκρατίες θα καταλήξουν να γίνουν απολυταρχίες».


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Η Χάνα ΑΡΕΝΤ, ο ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ και το FACEBOOK


[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 14.10.24 ]

Το Facebook αφαιρεί ή «κρύβει» τις «σκληρές εικόνες», όπως το γυμνό σκελετωμένο παιδί στην Αφρική που πίνει νερό, τους κρεμασμένους αφροαμερικανούς από την ΚουΚλουξΚλαν στον αμερικανικό νότο, τα χιλιάδες δολοφονημένα παιδιά στην Παλαιστίνη από το Ισραήλ, γιατί, όπως λέει, «παραβιάζoυν τους όρους της κοινότητας» προκαλώντας δυσανεξία στους χρήστες! Μας λένε μάλιστα ότι απευθυνόμαστε (λαϊκίστικα) στο συναίσθημα των ανθρώπων για να συγκεντρώσουμε likes!
Φαίνεται ότι το πρόβλημα για το FB αλλά και τα υπόλοιπα συστημικά μέσα ενημέρωσης καθώς και της προπαγάνδας δεν είναι «τι νιώθουν τα θύματα», αλλά τι νιώθουν οι θεατές των εικόνων!
Ε, λοιπόν, την ίδια προσέγγιση είχαν σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ και οι Ναζί: τους ενδιέφερε «πώς θα ξεπερνούσαν […] την ενστικτώδη, ζωική αντίδραση οίκτου που προκαλεί σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο η παρουσία σωματικής οδύνης…». Έτσι, η μέθοδος που ακολουθούσαν ήταν «… η αντιστροφή αυτών των ενστίκτων και η ανακατεύθυνση στο Εγώ». Έτσι, αυτοί που έβλεπαν τις φρικαλεότητες δεν έλεγαν: «τι φρίκη! Τι φρικτό κακό έπαθαν οι άνθρωποι», αλλά «Τι φρικαλεότητες υποχρεώθηκα να παρακολουθήσω εκτελώντας τα καθήκοντά μου»!
Το ΕΓΩ λοιπόν του θεατή, που κάποιοι «λαϊκιστές» (όπως εμείς!) τολμάμε να το «στεναχωρούμε» με σκληρές πλην αληθινες εικόνες, ήταν ο Θεός των Ναζί! Αλλά και των σημερινών κατιόντων τους…
Γι’ αυτό η «κοινοτοπία του κακού» είναι εδώ και σήμερα.
Και δεν ισχύει όπως θα έλεγε η Άρεντ η καθησυχαστική ερμηνεία ότι ο Άιχμαν όπως και ο Νετανιάχου είναι τέρατα. Δεν είναι μόνοι. Γιατί και οι δύο βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών τους που πιστεύουν ότι «εκπροσωπούν τις δυνάμεις της ιστορίας» και ότι οι Παλαιστίνιοι και όσοι είναι δίπλα τους στη φρίκη που βιώνουν, είναι «οι δυνάμεις του κακού»!

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Ο υπερτουρισμός διογκώνει τη διαπλοκή μαφίας-κράτους...

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.08.24 ]


Ο μαφιόζικος καπιταλισμός σε πλήρη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα μαζί με τον τουρισμό αναπτύσσεται και η Μαφία. Ένας αρχιτέκτονας με κύκλο εργασιών στη Μύκονο δολοφονείται έξω από το γραφείο του στην Αθήνα. Μαφίες απειλούν, ξυλοκοπούν, δολοφονούν. Σ’ αυτά τα μαφιόζικα κυκλώματα και τη βαριά εγκληματικότητα «σε ορισμένους τουριστικούς προορισμούς που οι τοπικές εξουσίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν» αναφέρεται η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Η καθημερινή» στο σημερινό κύριο άρθρο της (29.8.2024), ζητώντας «κεντρική παρέμβαση».

Μόνο που η εφημερίδα φαίνεται να "παραβλέπει" ότι η Μαφία ελέγχει και το «κέντρο». Στην Ιταλία, στην Ελλάδα, παντού, μαφιόζοι: έμποροι και διακινητές ναρκωτικών, δολοφόνοι και νονοί συνεργάζονται αγαστά με πολιτικούς, την αστυνομία, την εκκλησία. Γενικά, η παράνομη και η νόμιμη δραστηριότητα, τα ναρκωτικά αλλά και τα μεγάλα «επιχειρηματικά πρότζεκτ» διαπλέκονται αδιάλλειπτα με την τοπική και την κεντρική εξουσία.

Θυμίζουμε ότι στη Βενετία, στα ύφαλα πλοίου γνωστού Έλληνα εφοπλιστή βρέθηκαν δύο τόνοι κοκαΐνης. Καμία συνέπεια. Στον Πειραιά, αξιωματούχοι του Λιμενικού διακινούσαν κατασχεμένη κοκαΐνη. Διακινητές επίσης είναι και αστυνομικοί. Αλλά αυτοί είναι οι μικροί διακινητές, αφού οι «μεγάλοι» είναι οι κορυφές του οικονομικού πλούτου και της πολιτικής εξουσίας που παραμένουν "ανέγγιχτοι".

Ένας δημοσιογράφος στην Κατάνια της Σικελίας κατήγγειλε ότι η Μαφία απαρτίζεται από υπουργούς, δημάρχους, μεγαλοκατασκευαστές έργων του δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα, από μεγαλοεπιχειρηματίες κ.ο.κ.. Ο δημοσιογράφος δολοφονήθηκε.

Στην Αθήνα, ο Γιώργος Καραϊβάζ καταγγέλει ομοίως ότι «…Μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογραφικά μεγαλοστελέχη, εκκλησία, αστυνομία, δικαιοσύνη, κακοποιοί… Ένας κύκλος που όλοι γνωρίζουν όλους και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η κυκλοφορία και το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος.» Ο Γιώργος Καραϊβάζ εκτελείται εν ψυχρώ μπροστά από το σπίτι του.

Στην Σικελία οι δολοφόνοι βρέθηκαν, στην Ελλάδα όχι!

Όσοι τολμούν και μιλούν για την σχέση της Εξουσίας με το Έγκλημα, δολοφονούνται.

Ο ερευνητής δημοσιογράφος Ρομπέρτο Σαβιάνο σε άρθρο του στην ολλανδική εφημερίδα "NRC" αποδίδει τη δολοφονία Ολλανδού δημοσιογράφου στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού και οικονομικού συστήματος της Ολλανδίας που λειτουργεί σαν φορολογικός παράδεισος ξεπλύματος μαύρου χρήματος για τις εταιρείες: Fiat, Ferrari, τον όμιλο Mediaset, τα υποκαταστήματα του eBay, τα κεντρικά γραφεία της Google, είκοσι έξι εταιρείες Nike…». Και καταλήγει: «…το βρώμικο χρήμα τρέχει στις ίδιες πλατφόρμες, χωρίς κανόνες, με το χρήμα του σύγχρονου καπιταλισμού…». 

Ο μαφιόζικος καπιταλισμός είναι παντού

Κι αν η κατασκευή ενός δρόμου ή ενός κόμβου μέχρι τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα ή τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι οι μεγάλες δουλειές που «ξεπλένουν» τα χρήματα του ναρκεμπορίου, το σύνηθες «ξέπλυμα» γίνεται μέσα από το λιανεμπόριο. Μέσα απ’ αυτό η μαφιόζικη επιχειρηματικότητα διεισδύει σε κάθε πτυχή της της κοινωνίας και τη διαφθείρει βαθιά, τη σαπίζει κυριολεκτικά, απογειώνοντας τον ακραίο ατομικισμό και φασιστικοποιώντας τις παραδοσιακές συλλογικότητες. Ο πολιτισμός της Μαφίας, το συμβολικό της σύμπαν γίνεται κυρίαρχο.

Τον περασμένο Μάιο, αποκαλύφθηκε στη Γερμανία δίκτυο ξεπλύματος μαύρου χρήματος της μαφίας της Καλαβρίας ('Ndrangheta), που προέρχεται από τη διακίνηση κοκαΐνης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. «Ένας κόσμος ολόκληρος βρίσκεται στις υπηρεσίες της μαφίας: Έμποροι ναρκωτικών, τσιγάρων, προϊόντων μαϊμού, όπλων, λαθρέμποροι και διακινητές πετρελαίου, πλυντήρια μαύρου χρήματος (κέντρα διασκέδασης, αλυσίδες φούρνων, μικρομάγαζα, τράπεζες, ποδοσφαιρικές ομάδες, πρατήρια καυσίμων…).».

Τα ίδια συμβαίνουν και στην Ελλάδα. Η Μαφία -μέσω της παράνομης και της νόμιμης δραστηριότητας- ελέγχει ποικίλες μικρές επιχειρήσεις, της μέρας και της νύχτας, αλλά και μίντια, δημοσιογράφους, ποδοσφαιρικές ομάδες, πολιτικούς, κυβερνήσεις, διαχειρίζεται, οργανώνει, συσσωρεύει, υπαγορεύει νόμους και πολιτικές.  

Στη χώρα μας η οικονομία και η παραοικονομία, το κράτος και το παρα-κράτος λειτουργούν αγαστά σαν συγκοινωνούντα δοχεία: επιφανείς οικονομικοί παράγοντες αγκαλιά με μπράβους και νονούς της νύχτας, έμποροι ναρκωτικών, παιδοβιαστές, προαγωγοί, αθλητικοί παράγοντες μαφιόζοι, αλλά και πολιτικοί, δημοσιογράφοι, η Εκκλησία, η αστυνομία, το κράτος, όλοι μια μεγάλη «Φαμίλια». Η ελληνική κοινωνία «ζέχνει» μαφία τύπου Ιταλίας και οι μαφιόζικες «αξίες» που συμπίπτουν με αυτές της ακροδεξιάς, γίνονται κυρίαρχες.

Στην Ελλάδα, η Greek mafia (περιλαμβάνονται σ’ αυτή μαφιόζοι, αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, δικηγόροι, λεσχιάρχες, επιχειρηματίες κ.ά.) απαλλάχτηκε στο δικαστήριο, αφού «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο» (γιατί δεν εστάλησαν οι απομαγνητοφωνήσεις των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ στο δικαστήριο!). Μια σειρά από σκάνδαλα που έφθασαν στην δικαιοσύνη κατέληξαν ή καταλήγουν στον «κάλαθο» της παραγραφής!

Γενικό φαινόμενο

Ο μαφιόζικος καπιταλισμός είναι πλέον γενικό φαινόμενο του καπιταλιστικού παραγωγικού μοντέλου. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, έγραφε προ καιρού ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά. Η διαφθορά είναι ένα σύνθετο σύστημα και για να λειτουργήσει χρειάζεται, επίσης, τη διάβρωση κοινωνικών κανόνων και θεσμών. Αυτούς τους θεσμούς, το χρήμα τους υπονομεύει και ουσιαστικά τους αντικαθιστά μ’ ένα δίκτυο παράλληλων θεσμών με οσμή μαφίας μέσω των οποίων αμείβονται οι «δικοί» και τιμωρούνται οι «άλλοι».

Οι θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στα συστημικά κόμματα εξουσίας και στους υπάκουους πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ, πακέτα εργαζόμενων-ψηφοφόρων) για να κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας (θέσεις σε πανεπιστήμια, εταιρείες...). 

Οι ίδιοι θεσμοί (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ΜΜΕ, ΜΚΟ) συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων που θα εκλαϊκεύει στα πετσωμένα μίντια και θα ενισχύει αντιλήψεις όπως τα περί "μη προβλήματος" της "χαμηλής διαφθοράς", της μη χρησιμότητας του κοινωνικού κράτους, της ανάγκης μείωσης των μισθών και των συντάξεων, ή της φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων, της ιδιωτικοποίησης της Παιδείας, της Υγείας, του Νερού, των πάντων, «ακόμα και της μάνας τους» που έλεγε ο Σαραμάγκου…


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Γαλλία: Μετά τη νίκη, τι;

 

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 08.07.24 ]


Η ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν ηττήθηκε. Αυτοί που απείχαν στον πρώτο γύρο των εκλογών, κυρίως οι απογοητευμένοι Γάλλοι αριστεροί, ψήφισαν μαζικά στο δεύτερο γύρο. Ο νεοφασισμός δεν πέρασε. Η νίκη των δημοκρατών και κυρίως της Αριστεράς είναι μεγάλη τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο.

Παρόλα αυτά «Η ικανοποίηση από την αποφυγή της σφαίρας δεν πρέπει να μπερδεύει τα στοιχεία», προειδοποιεί η El País, «σε πολλές από τις 577 εκλογικές περιφέρειες της Γαλλίας, η ακροδεξιά απείχε μόνο λίγες ψήφους για να έχει αυτή τον βουλευτή». Η ακροδεξιά είναι εδώ και οι δυνάμεις του «δημοκρατικού αναχώματος» πρέπει τώρα να αποδείξουν ότι είναι ικανές να εφαρμόσουν μια νέα πολιτική. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, καθώς ο ίδιος ο Μακρόν και οι μακρονιστές είναι πιο κοντά στην ακροδεξιά παρά στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Αυτό έδειξε η από κοινού ψήφιση μακρονιστών και ακροδεξιών του αντιμεταναστευτικού νόμου πρόσφατα.

Το πιθανότερο τώρα για τον Εμανουέλ Μακρόν, όπως εκτιμούν αναλυτές, είναι να συστήσει "μια προσωρινή κυβέρνηση από τεχνοκράτες".  

Για τη βελγική εφημερίδα Le Soir, τα δύο κόμματα που βγήκαν στην κορυφή της ψηφοφορίας έχουν "τεράστια ευθύνη για αυτόν τον «τρίτο γύρο» που παρουσιάζεται ενώπιόν τους. Οι κάλπες τους λένε να κάνουν ένα σοβαρό έργο μαζί και όχι απλώς να μπλοκάρουν τη Λεπέν."

Γενικότερα, «το γαλλικό πολιτικό σύστημα φαίνεται εξαντλημένο», αναλύει η πορτογαλική εφημερίδα Público «αν η αδράνεια συνεχιστεί, θα συμβάλει, για άλλη μια φορά, στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος και θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για την ταχεία ανάκαμψη της Μαρίν Λεπέν».

Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Λεπέν έκανε το ίδιο λάθος με τον Μακρόν. Η πρώτη πίστεψε ότι η δεξιά θα διαλυθεί, όπως ο δεύτερος πόνταρε στην διάλυση της αριστεράς. Απέτυχαν και οι δύο.

Το βασικό όμως λάθος της Λεπέν ήταν η πρόωρη υπαναχώρησή της (ενόψει του ενδεχόμενου να σχηματίσει κυβέρνηση) σε πολλά μέτρα, εμβληματικά για τον λαϊκισμό της, όπως η κατάργηση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και στα μέτρα υπέρ της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης. Ουσιαστικά η Λεπέν έβγαλε γρήγορα την φιλολαϊκή μάσκα της.

Όσο για την Αριστερά, η Valaisanne Mathilde Mottet, συμπρόεδρος των Ελβετών Σοσιαλιστών Γυναικών, που εκλέχθηκε βουλευτής στο Monthey (VS) εξηγεί ότι «μια ενωμένη αριστερά μπορεί να πείσει, ότι ολόκληρη η κοινωνία μπορεί να κινητοποιηθεί για ένα αριστερό σχέδιο». Η βουλευτής δεν κρύβει τον φόβο της για ένα πολιτικό μέλλον στο οποίο θα πρέπει αναγκαστικά να υπολογίζει το RN (Μαρίν Λεπέν), «το οποίο θα μπορούσε να κάνει συμμαχία με τους Μακρονιστές και να εμποδίσει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο να εφαρμόσει το πρόγραμμά του για μια ισότιμη και ελεύθερη κοινωνία, όπου όλοι θα μπορούν να ζήσουν χωρίς φτώχεια και διακρίσεις». Πάντως, όπως δηλώνει η συμπρόεδρος των Σοσιαλιστών Γυναικών, αυτό «Είναι ένα ισχυρό μήνυμα που δίνει ελπίδα! Τώρα, πρέπει να οργανωθούμε και να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την υπεράσπιση των κοινωνικών μας δικαιωμάτων…».

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Γιατί κερδίζει η ακροδεξιά στη Γαλλία και παντού;

 

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 28.06.24 ]


Το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο (RN) της Μαρίν Λεπέν είναι πρώτο κόμμα στη Γαλλία, «πώς φτάσαμε εκεί;» αναρωτιούνται τρεις κορυφαίοι αρθρογράφοι της Le Monde diplomatique και απαντούν:

Ο Εμμανουέλ Μακρόν μετά τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, όπου το κόμμα του Τζόρνταν Μπαρντέλα (Λεπέν) έλαβε διπλάσιες ψήφους από το δικό του, ουσιαστικά επικύρωσε διαλύοντας την Εθνοσυνέλευσης "την αποτυχία ενός «ακροκεντρώου» (σ.σ. δηλαδή τη δική του) πεπεισμένου ότι μια χώρα διοικείται όπως μια τράπεζα, την αποτυχία ενός παρορμητικού και αλαζονικού τύπου που ισχυρίστηκε ότι ήταν η ασπίδα ενάντια στην ακροδεξιά..." (ενώ συμμάχησε μαζί της για την ψήφιση του αντιμεταναστευτικού νόμου ανοίγοντας σ' αυτή τις πόρτες της εξουσίας.)  

«Οι πρώτες επιτυχίες του Εθνικού Μετώπου (FN) καταγράφηκαν στις τοπικές εκλογές το 1983 και συνέπεσαν με την υποταγή των σοσιαλιστών, που είχαν στην κυβερνητική εξουσία, στους περιοριστικούς κανόνες της Ενωμένης Ευρώπης και την  αποκήρυξη εκ μέρους τους της πολιτικής της «ρήξης με τον καπιταλισμό». Από τη στιγμή που «οι άρχουσες τάξεις εγκαταλείπουν μεγάλα τμήματα της οικονομικής, νομισματικής και νομικής κυριαρχίας τους στις υπερεθνικές αρχές, ο δημόσιος διάλογος, που μέχρι τότε κυριαρχούνταν από την αντίθεση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, επαναδιατυπώνεται με θέματα σχετικά με το έθνος, την ασφάλεια, την ταυτότητα, ακόμα και πολιτισμού.», γράφουν οι τρεις αρθρογράφοι.

Το κλειδί λοιπόν είναι η εγκατάλειψη από την Αριστερά του βασικού στοιχείου του προγραμματικού, πολιτικού της λόγου και της ταυτότητάς της που είναι «η ρήξη με τον καπιταλισμό», καθώς έτσι υποχρεώθηκε να αντιπαρατίθεται στα πεδία της ακροδεξιάς ταυτότητας που είναι το τρίπτυχο: «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Όσο για τον «γάμο ευκαιρίας» που συνήψαν οι «αριστερές» δυνάμεις στη Γαλλία με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, αυτός επειδή είναι «ευκαιρίας» δεν μπορεί να πείσει, αφού είναι βέβαιο ότι την επομένη των εκλογών θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη (όπως την προηγούμενη φορά). Άρα, δεν υπάρχει ισχυρή προγραμματική και ιδεολογική ουσία συγκόλλησης των διαφόρων αριστερών κομμάτων, ειμή μόνο οι ισχυροί «ναρκισσισμοί» των αριστερών «φυλάρχων» τους, παλιών και νεόκοπων.

*(Σε δημοσκόπηση στις 17 Ιουνίου, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο είχε λάβει 25%-28% των προθέσεων ψήφου στον πρώτο γύρο, πίσω από το Εθνικό Μέτωπο (30%-33%), αλλά μπροστά από το προεδρικό κόμμα (18%)). Αν επαληθευτούν τα ποσοστά, αυτό «θα μπορούσε να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον Μακρόν και στις όποιες ελπίδες του να υπερασπιστεί τη θέση του στο κέντρο της «σκακιέρας», γράφει το Politico. Γι' αυτό από εδώ, δηλαδή μετά τις εκλογές, θεωρώ ότι θα ξεκινήσει η πραγματική πολιτική κρίση στη Γαλλία.

Ποιοι όμως θέλουν την ακροδεξιά;

Σύμφωνα με τις εκλογικές αναλύσεις, η ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν κέρδισε στις ευρωεκλογές την κεντροδεξιά συμμαχία του Εμανουέλ Μακρόν στην κατηγορία που περιλαμβάνει επιχειρηματίες και ανώτερα στελέχη. Η Λεπέν προσέλκυσε ψήφους με την αντιμεταναστευτική ρητορική της, την κριτική της για την ακρίβεια και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, καθώς και με τις υποσχέσεις της για τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια και την μερική επιστροφή της συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια.

Αλλά εκτός από τους επιχειρηματίες, την ακροδεξιά ψηφίζουν νέοι (ηλικία 18-34) καθώς και αριστεροί ψηφοφόροι (για την ακρίβεια αυτοί που ψήφιζαν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα). Τον περασμένο Μάρτιο η άνοδος της ακροδεξιάς στην Πορτογαλία (ακροδεξιό κόμμα Chega) οφείλονταν σύμφωνα με τον Armando Esteves Pereira στο γεγονός ότι κατέλαβε ένα χώρο που παραδοσιακά ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του PS (σοσιαλιστές). Στην Γερμανία εκτιμάται ότι το SPD (του καγκελάριου Σολτς) έχασε σ’ αυτές τις εκλογές τα μεσαία στρώματα και έπαψε να εκφράζει τους εργαζόμενους γράφει το Der Spiegel. 

Αλλά γιατί οι «αριστεροί» ψηφοφόροι της Πορτογαλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών μετακινούνται προς την ακροδεξιά; Λόγω της απάρνησης της ρήξης με τον καπιταλισμό των σοδιαλδημοκρατών και της υιοθέτησης ενός κάλπικου αντισυστημισμού από την ακροδεξιά. Τελικά, όπως σημείωνε ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς (artinews 11/7/2019): «Το κόμμα που εκπροσωπούσε κάποτε την Αριστερά (το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας και όλα τα άλλα της λεγόμενης «κυβερνώσας αριστεράς») έχει υποστεί τέτοια μετάλλαξη που έχει καταλήξει να είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήταν».

Έτσι ανοίγει ο δρόμος στην ακροδεξιά ως «εναλλακτική» του κεφαλαίου αλλά και των απογοητευμένων από την αριστερά εργαζομένων καθώς και των μικρών επιχειρηματιών. Μέχρι να πέσει η μάσκα του δήθεν «αντισυστημικού» προσώπου της κάθε Λεπέν, της κάθε Μελόνι, του κάθε Βελόπουλου. Αυτό συνέβη στην Ουγγαρία όπου για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, το κόμμα του Όρμπαν έχασε σημαντικό αριθμό ψήφων. Γιατί η ακροδεξιά μόλις ανέβει στην εξουσία δείχνει το πραγματικό αντιλαϊκό της πρόσωπο. Ο αντισυστημισμός της εξαερώνεται και γίνεται πούρος συστημισμός στην υπηρεσία του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Και στην Αργεντινή οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους μετά την ψήφιση των σκληρών μέτρων λιτότηταςς από την κυβέρνηση του ακροδεξιού Milei... 


Η συλλογική νομιμοποίηση της γυναικοκτονίας...

 


[
 Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.06.24 ]


Κυριακή 16 Ιουνίου 2024. Ακούω την καμπάνα της εκκλησιάς τ’ Άι Γιώργη, τη θεία Μηλιά που θέλει να «λειτουργηθεί» κι εκείνο το πουλί που έρχεται και λαλεί «με ανθρώπινη λαλίτσα».

Κι αναθυμάμαι εκείνο το άγριο βράδι του χειμώνα που πέρασα το φουσκωμένο ποτάμι μπουσουλώντας πάνω στο αρχαίο γεφύρι. Τότε που είχα ακούσει για πρώτη φορά τη φωνή:

«Εεεε εσύ. Ξέρεις ότι περπατάς πάνω στο πτώμα μου;»

Μιλούσε «Η πιο άγρια ”αδικοθανατισμένη” από τις «αδικοθανατισμένες».

«Τρεις αδερφάδες θυσιαστήκαμε. «Κακογραμμένες» λένε… αλλά ποιος μας κακόγραψε δεν λένε…»

Μια ακόμη γυναικοκτονία αλλά όχι σαν τις άλλες. Αυτή ήταν συλλογική. Όλοι είχαν συμμετοχή, όλοι έριξαν την πέτρα τους. Για το «γενικό καλό» είπαν! Μόνο που πίσω από το γενικό καλό κρύβεται πάντα η ανανέωση της εξουσίας του «πρώτου». Θυσία έγινε η «όμορφη γυναίκα του Πρωτο-μάστορα»

Και ήρθε ο συλλογικός «αλγόριθμος» της παράδοσης που αλυσοδένει τα μυαλά, για να λογοκρίνει την οργή, για να βάλει τη Γυναίκα να καταπιεί την κατάρα της: «Κόρη, τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε, πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει». Για να γίνει η ΒΙΑ πλήρης.

Εκείνο το βράδυ πέρασα το φουσκωμένο ποτάμι πατώντας πάνω στο σώμα της αδικοθανατισμένης γυναίκας... Άλλες άγριες βραδιές χάθηκα μέσα στα φουσκωμένα ποτάμια. Πτώμα-λιθάρι έγινα κι εγώ για να χτίσουν άλλοι τη δική τους εξουσία.

Σήμερα η γυναίκα του Πρωτομάστορα σωπαίνει… Την περιμένω. Για να περάσουμε μαζί απέναντι…


Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Κάφκα, Εξουσία και δουλικότητα

 Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου

Ο Κάφκα σκέφτεται τη σχέση κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, ισχυρού και αδυνάτου, καταπιεστή και καταπιεσμένου, μέσα από το γεγονός ότι ο κυρίαρχος υπάρχει μόνο επειδή ο κυριαρχούμενος έχει εκπαιδευτεί (μέσω της κοινωνικοποίησης αλλά και της εκπαιδευτικής διαδικασίας) να τον αντιλαμβάνεται ως κυρίαρχο και να του συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, να τον βλέπει συχνά μεγαλύτερο και πιο δυνατό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, να προλαβαίνει τις επιθυμίες του ή τις μομφές του.

 

Ο Κάφκα αναδεικνύει στα κείμενά του τον κεντρικό ρόλο της πίστης στη δύναμη της εξουσίας. Μόλις εμφανιστούν σημάδια δύναμης και γίνουν αντιληπτά ως τέτοια, τότε ακολουθούν αυθόρμητα οι συμπεριφορές σεβασμού ή υποταγής. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε θέση εξουσίας (σε μια δημόσια υπηρεσία, σ’ έναν κοινωνικό ή πολιτικό θεσμό, σε μία εταιρεία κ.ά.), εμπνέουν σεβασμό ή υποταγή και ασκούν «γοητεία» (προκαλούν μια ακαταμάχητη επιθυμία προσέγγισης εκ μέρους των «από κάτω», κάτι που μπορεί να μετουσιωθεί σε πλατωνικό έρωτα ή ακόμα και σε σεξουαλική επιθυμία). Κάθε εξουσία ασκεί μια έλξη σε όσους εξαρτώνται από αυτήν. Τη θαυμάζουν και ενίοτε αγαπούν ακριβώς αυτό που θα μπορούσε ακόμα και να τους καταστρέψει.

Ο οποιοσδήποτε δεσμός με την εξουσία (ενός κυριαρχούμενου με τον κυρίαρχο) συνεπάγεται ανάλογες συμπεριφορές από τους κυριαρχούμενους. Ο δεσμός συγγένειας με τον πλούσιο γερουσιαστή θείο μεταμορφώνει τον νεαρό μετανάστη Karl Rossmann σε άτομο άξιο σεβασμού (L' Amérique). Ένας υποτιθέμενος ρομαντικός σύνδεσμος μεταξύ της Frieda, της σερβιτόρας του Hôtel des Seigneurs, με τον Klamm, τον επικεφαλής του 10ου γραφείου (Le Château ) κ.λπ προσδίδει στην σερβιτόρα «κύρος».

Αλλά κάθε απομάκρυνση από την εξουσία ή, χειρότερα, η στάση αντίστασης και ανυπακοής απέναντί ​​της οδηγεί αμέσως σε πτώση, σε παρακμή, σε απαξίωση και περιθωριοποίηση: όντας αποκλεισμένος από τον θείο του, ο Karl Rossmann πέφτει στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνικής κλίμακας καθιστάμενος σκλάβος. Η άρνηση της Αμαλίας ομοίως να προσφερθεί σε έναν αξιωματούχο του Κάστρου, την καταδικάζει τόσο αυτή όσο και ολόκληρη την οικογένειά της σε κοινωνικό αποκλεισμό.

Η εξουσία δεν θα ήταν τόσο ισχυρή αν αυτοί που τη βιώνουν δεν πίστευαν στην παντοδυναμία της. Τόσο ο θείος του Καρλ όσο και το Κάστρο δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα άλλο από το να διακόψουν μια σχέση ή να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για να καταδικάσουν αμέσως στην περιθωριοποίηση την οικογένεια του Καρλ ή της Αμαλίας. Οι κυριαρχούμενοι «πιστεύουν» τόσο απόλυτα στην εξουσία (στους κυρίαρχους) που «ξεκόβουν» αμέσως από εκείνους που έχουν πέσει στη δυσμένειά της. Αυτός είναι ο φόβος προς την εξουσία. Γιατί η μεγαλύτερη δύναμη της εξουσίας είναι σε μεγάλο βαθμό η πίστη στη δύναμη αυτής της πίστης. Στο φαντασιακό οι εξουσιαστές είναι πιο μεγαλειώδεις και πιο όμορφοι από ό,τι είναι πραγματικά, τους αποδίδουμε ιδιότητες και ικανότητες που δεν έχουν απαραίτητα, με λίγα λόγια τους υπερεκτιμούμε και συμπεριφερόμαστε με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να τους κάνουμε περισσότερο δυνατούς. Ο Κάφκα τονίζει πάντα το ρόλο των ψευδαισθήσεων και όλων των τεχνικών για τη διατήρηση των ψευδαισθήσεων στην άσκηση της εξουσίας. 

Η γοητεία της Δύναμης συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση της εξουσίας.

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΙΚΟΤΗΤΑΣ

Αυτός που υποτάσσεται έχει εσωτερικεύσει την κατάσταση υποταγής (έχει φυσικοποιήσει την υποταγή του) σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος πείθεται ότι αξίζει τη μοίρα του. Μάλιστα γίνεται χαρούμενος με την παραμικρή χειρονομία ακόμη και περιφρόνησης εκ μέρους των επικυρίαρχων. Ακόμη και η πιο περιφρονητική πράξη γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη ενδιαφέροντος, ως αναγνώριση και επιβεβαίωση της ύπαρξης  από τον επικυρίαρχο. Με άλλα λόγια η επιβεβαίωση της ύπαρξης του κυριαρχούμενου περνά και μέσα από την ταπείνωση. Σε μια εξουσιαστική σχέση ο κυριαρχούμενος μπορεί να προβλέψει όλες τις επιθυμίες του κυρίαρχου και να αυτοτιμωρείται πριν καν να του επιβληθεί οποιαδήποτε εξωτερική κύρωση.

Το αίσθημα ενοχής, και όλες οι αυτοτιμωρητικές συμπεριφορές που το συνοδεύουν, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η μόνιμη απαξίωση του εαυτού είναι οι εκδηλώσεις εσωτερίκευσης μιας εξουσιαστικής σχέσης, μιας σχέσης κυριαρχίας. Το να χάσει κανείς τις ψευδαισθήσεις του για την εξουσία, το να σπάσει τα «μάγια της γητειάς», να πάψει να εντυπωσιάζεται και να υποτάσσεται είναι συμπεριφορά που καταδικάζεται από το ισχύον εξουσιαστικό σύστημα με την τιμωρία του εξοστρακισμού και της «τρέλας» (ή της ανωριμότητας. Δες Αντόρνο, Σαΐντ για το δίλημμα του διανοούμενου). Το ακόλουθο απόσπασμα από την Επιστολή προς τον Πατέρα είναι δηλωτικό: «Από την πολυθρόνα σου κυβερνούσες τον κόσμο η άποψή σου ήταν σωστή, οποιαδήποτε άλλη ήταν τρελή, εξωφρενική, μεσογειακή, ανώμαλη. Και με αυτό, η αυτοπεποίθησή σου ήταν τόσο μεγάλη που δεν χρειαζόταν να παραμείνεις συνεπής για να συνεχίσεις να έχεις δίκιο».

Προσπαθώντας ο Κάφκα να περιγράψει εκ των έσω τους ψυχικούς και συμβολικούς μηχανισμούς στους οποίους στηρίζεται η εξουσία και περιγράφοντας την υπακοή και τη δουλοπρεπή υποταγή που ενυπάρχει στους κυριαρχούμενους, επιχειρεί να σπάσει τις δικές του αλυσίδες και  ταυτόχρονα να απελευθερώσει τον αναγνώστη. Δείχνει ότι η εξουσία συχνά δεν βασίζει τις αποφάσεις της σε κάποια λογική αρχή εκτός από αυτή της υπεράσπισης του κυρίαρχου συμφέροντός της, και ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους λόγους της δράσης της επειδή αυτοί δεν υπάρχουν. Δεν ζητά από τον αναγνώστη να υποταχθεί χωρίς να προσπαθήσει να καταλάβει, αλλά μάλλον προσπαθεί να δείξει ότι η αναζήτηση λόγων δίνει ήδη πάρα πολλά εύσημα στην αυθαίρετη εξουσία και έτσι συμβάλλει στη διατήρηση της νομιμότητάς της.

 

Σχετικά με τους νόμους

Σε ένα κείμενο με τίτλο Για το θέμα των νόμων (1920), ο Κάφκα διερευνά το ζήτημα της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Ένα χρόνο νωρίτερα, έγραψε την Επιστολή του προς τον Πατέρα στην οποία περιέγραψε την τυραννική δύναμη ενός πατέρα που είχε εξουσιοδοτήσει τον εαυτό του να μην ακολουθεί τους κανόνες που επέβαλε στους άλλους και που ποτέ δεν αιτιολόγησε ούτε τις αποφάσεις ούτε τις εντολές του. 

Η αριστοκρατία (η εξουσία της μοιάζει με αυτή του πατέρα του Κάφκα) είναι αυτή που θεσπίζει τους νόμους, που υποτίθεται ότι της έχουν παραδοθεί, ενώ η ίδια «παραμένει έξω» από αυτούς. Κυβερνά μάλιστα τους ανθρώπους χωρίς να τους δίνει την ευκαιρία να τους γνωρίσουν (τους νόμους). Και αν υπάρχει δυνατότητα ερμηνείας αυτών των νόμων, αυτή δεν προσφέρεται στον λαό: «Μόνο λίγοι, και όχι ολόκληρος ο λαός, έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν σε αυτήν την ερμηνεία».

Εάν οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν αυτούς τους νόμους, τι μπορεί να αποδείξει την ύπαρξή τους, εκτός από την πίστη στον μύθο σύμφωνα με τον οποίο οι ευγενείς είναι θεματοφύλακάς τους; Η εξουσία λοιπόν στηρίζεται στην αυθαίρετη, αδικαιολόγητη απόφαση ενός κυρίαρχου ατόμου ή μιας κυρίαρχης ομάδας («το πρόσωπό σας ήταν η εξουσία σε όλα», έγραψε ξανά στην Επιστολή του προς τον Πατέρα ). Και ακόμα ότι: «Ο λαός υπομένει τη μοίρα του στο παρόν γιατί έχει την ελπίδα ότι «μια μέρα» τα πράγματα θα είναι διαφορετικά και ότι «ο Νόμος θα ανήκει μόνο στους ανθρώπους» ενώ «οι ευγενείς θα εξαφανιστούν». Αλλά όλοι «αναγνωρίζουν τέλεια τους ευγενείς και τη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους», συμπεριλαμβανομένου του κόμματος που πιστεύει ότι οι Νόμοι δεν υπάρχουν! Και ο Κάφκα ολοκληρώνει την ιστορία του ως εξής:

«Ένα κόμμα που θα απέρριπτε την αριστοκρατία ταυτόχρονα με την πίστη στους Νόμους θα είχε αμέσως ολόκληρο τον λαό πίσω του. αλλά ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να δει το φως, γιατί δεν υπάρχει κανείς που να τολμήσει να απορρίψει το αρχοντολόι. Σε αυτή την άκρη της λεπίδας ζούμε...»

Γενικά, όταν ο Νόμος ταυτίζεται με τους επικυρίαρχους που τον επιβάλλουν (σύμφωνα με τα συμφέροντά τους), τότε το να μην πιστεύει κανείς πλέον στον Νόμο (και στην ίδια την ύπαρξή του), σημαίνει ριζική αμφισβήτηση των ελίτ.

 

Κάφκα, ένας ανθρωπολόγος της εξουσίας

Μέσα από την αυτοτιμωρία, την προσμονή των επιθυμιών του κυρίαρχου, την υπακοή, τη γοητεία και τον θαυμασμό του κυριαρχούμενου προς τον κυρίαρχο, ο Κάφκα αναλύει τον ρόλο της υποκειμενικής σχέσης του κυριαρχούμενου με την εξουσία και την ίδια τη δυνατότητα άσκησης της τελευταίας. Ωστόσο δεν χαρακτηρίζει αυτή τη δουλεία «εθελοντική», καθώς θεωρεί ότι αυτή βασίζεται στην αδρανειακή δύναμη των συνηθειών (εδώ ισχύει και το habitus του Μπουρντιέ). Οι συνήθειες και το βάρος του ενσωματωμένου παρελθόντος είναι τα βαρίδια που εμποδίζουν την απελευθέρωση του εαυτού. Γιατί όπως λέει και ο Étienne de La Boétie: «εκατομμύρια άντρες είναι άθλια υποδουλωμένοι και υποταγμένοι, με τα κεφάλια σε έναν αξιοθρήνητο ζυγό, όχι επειδή αναγκάζονται να το κάνουν λόγω ανωτέρας βίας, αλλά επειδή είναι γοητευμένοι και, θα λέγαμε, γοητευμένοι από το μοναδικό όνομα ενός τον οποίο δεν πρέπει ούτε να φοβούνται, αφού είναι μόνος, ούτε να τον αγαπούν, αφού είναι απάνθρωπος και σκληρός απέναντί ​​τους».

Το ζήτημα όμως του «ένας» εναντίον «όλων» ή του τυράννου που αντιμετωπίζει μόνος τα εκατομμύρια των σκλαβωμένων ανθρώπων, δεν είναι το πιο θεμελιώδες, γιατί προφανώς ένας τύραννος, όπως αναλύει αλλού ο La Boétie, δεν είναι ποτέ πραγματικά μόνος: έχει στρατούς, ισχυρούς, έχει υφισταμένους, που οι ίδιοι έχουν υφισταμένους κ.λπ. Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αυτό των αριθμών, αλλά αυτό της βάσης της εξουσίας ορισμένων έναντι άλλων. Και είναι η «γοητεία» που βρίσκεται στην καρδιά του μηχανισμού της εξουσίας. Ο τύραννος «δεν έχει δύναμη παρά μόνο αυτή που του παρέχεται» και μόνο ο λαός «υποτάσσεται και κόβει τον λαιμό του». Όμως ο La Boétie παρουσιάζει τη συμπεριφορά του κυριαρχούμενου ως ζήτημα εκούσιας επιλογής. Είναι οι άνθρωποι που «μπορώντας να επιλέξουν να είναι υποτελείς ή να είναι ελεύθεροι, απορρίπτουν την ελευθερία και επιλέγουν τον ζυγό», είναι αυτοί που «συναινούν στο κακό τους ή μάλλον το επιδιώκουν». Είναι οι κυριαρχούμενοι που είναι «συνένοχοι του δολοφόνου που τους σκοτώνει» και που κατά κάποιο τρόπο είναι «προδότες του εαυτού τους».

Μιλώντας για «εθελοντική» υποτέλεια, ωστόσο, ο La Boétie σκοπεύει πάνω απ' όλα να τονίσει τη γενικά μη καταναγκαστική φύση της συναίνεσης που αποκτούν οι κυρίαρχοι. Κανείς δεν αναγκάζει άμεσα τους κυριαρχούμενους να ενεργήσουν όπως ενεργούν, τις περισσότερες φορές καμία εξωτερική δύναμη δεν έρχεται να τους αναγκάσει να υποταχθούν. Κανείς δεν αναγκάζει κανέναν, αλλά όλα γίνονται, από τη γέννηση (οικογένεια) και την πρώιμη εκπαίδευση, για να διασφαλιστεί ότι τα πράγματα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν. Η δράση με αυτόν τον τρόπο γίνεται τότε ο φυσικός ορίζοντας του κυριαρχούμενου: «…οι άνδρες που γεννιούνται κάτω από τον ζυγό, που τράφηκαν και μεγάλωσαν στη δουλοπαροικία χωρίς να κοιτάξουν παραπέρα, είναι ικανοποιημένοι που ζουν όπως γεννήθηκαν αφού δεν γνωρίζουν ότι έχουν άλλα δικαιώματα, ούτε ότι δικαιούνται άλλα αγαθά από αυτά που βρήκαν όταν μπήκαν στη ζωή…».

Πρώτα είναι η δύναμη, μετά η συνήθεια: «Ο πρώτος λόγος της εκούσιας δουλείας είναι η συνήθεια». Και τα δύο είναι αναμεμειγμένα. Η αποδυνάμωση των συνηθειών μπορεί να οδηγήσει στη χρήση βίας, η απειλή της χρήσης βίας ή κύρωσης βαραίνει με όλο της το βάρος στη διατήρηση υπάκουων στάσεων (όπως ο Κάφκα θα πει πολύ καλά στο Γράμμα του προς τον Πατέρα ), αλλά ότι πράγματι η ουσιαστική κατάσταση των πραγμάτων βασίζεται στην αδράνεια, στις νοητικές και συμπεριφορικές συνήθειες και στην αδυναμία στην οποία βρίσκονται οι κυριαρχούμενοι να φανταστούν άλλους πιθανούς τρόπους να κάνουν τα πράγματα. Ο La Boétie τοποθετεί τη συνήθεια στο επίκεντρο του προβλήματος.

Όπως και ο La Boétie, ο Κάφκα μίλησε για τη «μαγεία» που ασκεί πάνω στον κυριαρχούμενο ο κυρίαρχος. Έχοντας ζητήσει από τον φίλο του Oskar Baum τη συνταγή για την μπύρα που ήθελε να φτιάξει με την αδερφή του Ottla στο αγρόκτημα στο Zürau, τον ευχαρίστησε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1917 και πρόσθεσε στην επιστολή του με χιούμορ: «Σύντομα θα τη δοκιμάσουμε και θα δοκιμάσουμε να μαγέψει όλη τη χώρα με αυτή. Πρέπει να μαγέψεις αν θέλεις να πάρεις κάτι ουσιαστικό». Αυτό δεν είναι άσχετο με ορισμένες σκηνές στο Château (1922) όπου το αλκοόλ ρέει ελεύθερα στο πανδοχείο του χωριού και όπου η μόνη που αντιστάθηκε στο Château είναι η Αμαλία που δεν πίνει. Και ξέρουμε επίσης ότι όταν ο Κάφκα ήθελε να ορίσει την κακή ψυχαγωγική λογοτεχνία, είπε για αυτήν ότι λειτουργούσε σαν «ναρκωτικό», ενώ η αληθινή λογοτεχνία, αντίθετα, είχε την αρετή να «ξυπνά» τον αναγνώστη. Ωστόσο, ο La Boétie από την πλευρά του υπενθύμισε τον ρόλο όλων των μέσων ψυχαγωγίας στην εκτροπή των συνειδήσεων και στην υποστήριξη των σχέσεων κυριαρχίας:

«Τα θέατρα, τα παιχνίδια, οι φάρσες, τα θεάματα, οι μονομάχοι, τα περίεργα θηρία, τα μετάλλια, οι πίνακες και άλλα ναρκωτικά αυτού του είδους ήταν για τους αρχαίους λαούς τα θέλγητρα της δουλείας, η αποζημίωση για την ευχάριστη ελευθερία τους, τα όργανα της τυραννίας. Αυτό το σύστημα, αυτή η πρακτική, αυτοί οι δελεασμοί ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι τύραννοι για να κρατήσουν τους υπηκόους τους  υποτελείς».

Και όπως πάλι ο La Boétie, ο Κάφκα είδε στους θρύλους και τις δημοφιλείς ιστορίες να κυκλοφορούν για την εξουσία έναν ακόμη τρόπο για να υπάρχει αυτή η δύναμη και να απαγορεύει κάθε αντίσταση: «Οι άνθρωποι ανέκαθεν κατασκεύαζαν ανόητα ψεύτικες ιστορίες οι ίδιοι, για να προσθέσουν στη συνέχεια απίστευτη πίστη».

Σημειώνοντας την εγγύτητα μεταξύ του Kafka και του La Boétie, ο Michael Löwy δικαίως αναρωτήθηκε αν ο Κάφκα είχε τη δυνατότητα να διαβάσει αυτόν τον συγγραφέα από τα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα. «Ο ελευθεριακός σοσιαλιστής Gustav Landauer», γράφει ο Löwy, «μετέφρασε το De la servitude voluntaire του Étienne de La Boétie στα γερμανικά και στη συνέχεια το δημοσίευσε στο περιοδικό του Der Sozialist το 1910 και το 1911. Τίποτα δεν δείχνει ότι ο Κάφκα γνώριζε αυτό το κείμενο ή δεν το γνώριζε. Δεν είναι αδύνατο όμως να ήταν γνωστό στους αναρχικούς της Πράγας που σύχναζε».

Όλα αυτά είναι πολύ πιθανά, καθώς είναι δυνατοί πολλοί άλλοι τρόποι μετάδοσης της ίδιας γνώσης για την άσκηση εξουσίας. Όπως το μυθιστόρημα του Robert Walser που εκτιμούσε ο Κάφκα, το The Benjamenta Institute, το οποίο ασχολείται ρητά με την εκπαίδευση στην υποτέλεια. Είτε διάβασε απευθείας έναν συγγραφέα όπως ο La Boétie, είτε συνειδητοποίησε τον τρόπο ανάλυσης της εξουσίας μέσα από πολιτικές (αναρχικών) ή λογοτεχνικές πηγές (Walser) είτε τον επανεφηύρε εν μέρει ο ίδιος, μικρή σημασία έχει…

Όταν αντιλαμβανόμαστε αυτή την πανταχού παρουσία των σχέσεων εξουσίας στον Κάφκα και γνωρίζουμε, επιπλέον, την τάση του για παρατήρηση, τον ανθρωπολογικό του σχετικισμό, την πεποίθησή του για την ανάγκη να διδάξουμε στα παιδιά μια επιστημονική στάση ρήξης με τις προκαταλήψεις, τις τελετουργίες, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τη θέση του που λέει: «Εγώ, που τις περισσότερες φορές μου λείπει η ανεξαρτησία, έχω άπειρη δίψα για αυτονομία, ανεξαρτησία, ελευθερία προς όλες τις κατευθύνσεις…» γράφει ο Κάφκα (Γράμμα στην Φελίτσε Μπάουερ, 19 Οκτωβρίου 1916)…

*Η «Le Monde», ειδικό τεύχος: «Μια ζωή, ένα έργο» για τον Φρανς Κάφκα

**Bernard Lahire, «Kafka, power and the law», Les Cahiers Philosophiques de Strasbourg

Ο ΤΡΑΜΠ, ο ΜΑΣΚ, το διαδίκτυο και ο "νέος φασισμός"

«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπ...