Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Οι κροίσοι επενδύουν στο «όνειρο της αθανασίας»

 Είμαστε ό,τι είμαστε, συν η δυνατότητα να γίνουμε κάτι που ακόμα δεν είμαστε, έλεγε ο Χάιντεγκερ. «Τι θα γίνεις όταν θα μεγαλώσεις;» ρωτάμε τα παιδιά. Τα παιδιά είναι αυτό που είναι και αυτό που δεν είναι ακόμα, αυτό δηλαδή που θα γίνουν. Στο τέλος, όμως, τι θα γίνουμε όλοι; Μηδέν. Τίποτα. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχει» αυθεντικά, καθώς «υπάρχει προς θάνατον». Τι θα γίνει όμως τώρα, που ο άνθρωπος, από θνητό ον, θέλει να γίνει «αθάνατος», ή έστω ένας Μαθουσάλας χωρίς τις συνέπειες της γήρανσης;

Διαβάζω στην εφημερίδα «Η Καθημερινή»(23/9/2021): «Οι κροίσοι της Silicon Valley επενδύουν στο όνειρο της αθανασίας». Βέβαια, δεν πρόκειται για την «αθανασία» αλλά για το «όνειρο», την αύξηση του προσδόκιμου χρόνου ζωής και προπάντων για την καταπολέμηση της γήρανσης και των ασθενειών που σχετίζονται μ’ αυτή. Διαβάζουμε ότι ο Τζεφ Μπέζος της Amazon έχει επενδύσει στη νεοφυή εταιρεία Altos Labs που διεξάγει έρευνες «επαναπρογραμματισμού» του ανθρώπινου οργανισμού, με στόχο «την επαναφορά των ανθρώπων σε καθεστώς νεότητας»! Ο Λάρι Έλισον της Oracle έχει «δωρίσει» 370 εκ. δολάρια σε έρευνες για την καταπολέμηση της γήρανσης. Το ίδιο και ο Πίτερ Θίελ, συνιδρυτής της PayPal και της περίφημης Palantir.   

Βέβαια, το να αντιμετωπίζονται οι ασθένειες της γήρανσης όπως το Αλτσχάιμερ, ο διαβήτης κ.ά., θετικό ακούγεται. Ο τρόμος των γηρατειών θα αμβλυνθεί. Αλλά ποιες θα είναι οι ανθρωπολογικές συνέπειες από τη μετατόπιση του θανάτου στο απώτερο μέλλον; Τι θα μας συμβεί αν ο χρόνος ύπαρξής μας, ως μέλλον, θα είναι ο πραγματικός χρόνος του όντος; Τα θέματα της εργασίας, της οικονομίας, των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων αλλάζουν ριζικά. Αλλάζει ο Χρόνος και το Είναι μας. Αλλάζει το «Εδωνά Είναι» (Dasein), αλλάζει η έννοια της ζωής ως «πορεία προς θάνατο», ό,τι νοηματοδοτεί την «αυθεντική ύπαρξη», διαφοροποιείται η ίδια η ανθρώπινη ζωή και το νόημα της. Οι αλλαγές είναι κοσμογονικές.

Ποιες νέες μορφές αλλοτρίωσης θα προκύψουν από την επιδίωξη του κεφαλαίου να κερδοσκοπήσει μέσα από την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στην φαρμακολογία και στην επιμήκυνση του προσδόκιμου χρόνου ζωής των ανθρώπων; Τι θα σημάνει η εξαφάνιση του γήρατος; Τι θα γίνει η "αυθεντική ύπαρξη"; Τι θα γίνει ο άνθρωπος που βιώνει την εμπειρία του τέλους, όπως ο ήρωας του περίφημου διηγήματος του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν  Ίλιτς»;

Το άγχος του Τίποτα θα ξορκιστεί με χρονική παράταση της ζωής, αλλά προπάντων με την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής όπου το άγχος του Μηδενός αντικαθίσταται με την αισθητική ανανέωση της ανθρώπινης «επιφάνειας», με τη μέριμνα για νέες ψεύτικες ανάγκες και συμβάσεις της πραγματικότητας. Θα ζούμε σε μια διαρκή ψευδαίσθηση ότι είμαστε απέθαντοι και προπάντων θα είμαστε «επαναπρογραμματισμένοι», όπως γράφει «Η Καθημερινή»! (αλλά αυτά διαβάζουν οι ανορθολογικοί συνωμοσιολόγοι, οι ακροδεξιοί σκοταδιστές, οι χριστιανοί τζιχαντιστές και αποκτούν… επιχειρήματα).


Το «Εμείς» του Μίκη και ο ναρκισσισμός του Κυριάκου

 Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποδοκιμάστηκε στην τελετή αποχαιρετισμού του Μίκη Θεοδωράκη. Θεώρησε ότι αυτό έγινε κατόπιν οργανωμένου σχεδίου. Γιατί δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος άνθρωπος στη χώρα που μπορεί να μην τον θαυμάζει. Του το λένε καθημερινά οι σύμβουλοι του. Αυτός είναι, εξάλλου, ο ρόλος των συμβούλων, όλων των συμβούλων, να τροφοδοτούν το Εγώ του «αρχηγού». Αυτός είναι ο ρόλος των εξωνημένων μίντια. Γι’ αυτό η αποδοκιμασία του κόσμου εξέπληξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Γιατί κανένας μετανεωτερικός νάρκισσος δεν "χωράει" στον ψυχισμό του την αυθόρμητη αποδοκιμασία. Γιατί κάθε παθολογικός νάρκισσος με εύθραυστη αυτοεκτίμηση είναι απόλυτα αρνητικός στην κριτική. Προβάλει παιδικές δικαιολογίες, κλείνεται μέσα στα ψεύδη και ρίχνει την ευθύνη στους άλλους. «Εσύ τους έφερες να με βρίσουν», λέει στον Δ. Κουτσούμπα! 

Όμως το φαινόμενο του αυξημένου ναρκισσισμού δεν περιορίζεται στον Κυρ. Μητσοτάκη ούτε μόνο στους πολιτικούς, είναι γενικευμένο αποτέλεσμα της «ναρκισσιστικοποίησης» της κοινωνίας, όπως λένε οι μελετητές. Παλιότερα μιλούσαμε για "ατομικισμό". Η σημερινή καπιταλιστική καταναλωτική κοινωνία παράγει νάρκισσους, που ψηφίζουν τους εκπροσώπους τους. Αυτό εξηγεί γιατί οι εκλογείς αφήνονται να σαγηνευθούν από ανθρώπους ανοιχτά ρατσιστές, σεξιστές και ικανούς να ψεύδονται ανοιχτά, όπως ο Τραμπ, ή όπως ο Μπολσονάρου,  ο Όρμπαν κ.ά.

Υπήρξε, έγραφε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «μια αλλαγή στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία ήταν, την ίδια στιγμή, μια αλλαγή του τύπου ατόμων που παρήγαγε όλο και περισσότερο αυτή η κοινωνία. Αυτή η αλλαγή των ατόμων προήλθε από τη χρεοκοπία των παραδοσιακών οργανώσεων της εργατικής τάξης –συνδικάτα, κόμματα κ.λπ.-, ...προήλθε όμως και από την ικανότητα του καπιταλισμού, αυτή την περίοδο, να προσφέρει ένα αυξανόμενο επίπεδο ζωής, με την είσοδό του στην περίοδο του καταναλωτισμού. Οι άνθρωποι γύριζαν την πλάτη, για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, στα κοινά συμφέροντα, στις κοινές δραστηριότητες, στις δημόσιες δραστηριότητες –αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη…». Θα προσθέσουμε εδώ και τον ουσιώδη ρόλο των μίντια, ειδικά της τηλεόρασης. Ριάλιτι και εμπομπές τροφοδοτούν την κουλτούρα της Εγωπάθειας και του ναρκισσισμού, της αναγνώρισης μέσω της έκθεσης ακόμη και μέσω της αυτοξεφτίλας.  
Ο Κρίστοφερ Λας(1978) ανέλυσε τους κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες που δημιούργησαν την «κουλτούρα του ναρκισσισμού». Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πλέον να επενδύσει σε τίποτα έξω από τον εαυτό του. Η πολιτική δεν αποτελεί πλέον γι' αυτόν σημείο αναφο­ράς, στο οποίο θα μπορούσε να αφιερωθεί με πάθος και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Τί απομένει; Η υπερεπένδυση στο Εγώ, η αυτολατρία, η Εγωπάθεια, ο ναρκισσισμός και η ιδιώτευση. Για την ιδιώτευση, για την «απόσυρση από την πολιτική» των πολιτών μιλούσε και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο παλαιός νάρκισσος τραγουδώντας Ελύτη, Ρίτσο και Λειβαδίτη, βυθιζόταν στη θάλασσα του Εμείς. Ο σύγχρονος νάρκισσος ζει σ' ένα αδιάστατο παρόν, σ’ ένα εδώ και τώρα, ακούγοντας μόνο τον εαυτό του. «Σπίτι μου ακούω τον εαυτό μου» έλεγε ο Mad Clip. Αυτός που εξέφραζε τον σύγχρονο αυτοαναφορικό ιδιώτη με τα… ακριβά γούστα: «Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα/Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά…/Mix-άρω τη κόκα με τη σόδα βγάζω έσοδα/Με γουστάρουν τα μ* φορτώνω τα ξέκωλα, ξέκωλα/AK σκάμε σα το Hezbollah/Δε μασάμε μες το VIP με τα περίστροφα/Μεσ’ σε λίγα χρόνια έχω κάνει τα απίστευτα…». Αυτή η καταναλωτική, σεξιστική, υπερεγωτική ναρκοκουλτούρα εξαλείφει την αίσθηση της συνέχειας, της «διαδοχής των γενεών που είναι ριζωμένες στο παρελθόν και επεκτείνονται στο μέλλον»(Κρίστοφερ Λας) και ενισχύει τη λογική του στιγμιαίου, του «εδώ και τώρα» και, βεβαίως, την ιδεολογία του νεοφασισμού. 

Οι συνέπειες του ναρκισσισμού (άλλοι μιλούν για υπερ-ατομικισμό) είναι εμφανείς πλέον παντού. Για να «επιτύχεις» επαγγελματικά ή στην ιδιωτική ζωή, πρέπει να βγεις μπροστά. Αυτό είναι έκδηλο στα κοινωνικά δίκτυα και στα τηλεριάλιτι, ή στις οικογένειες όπου τα ζευγάρια είναι όλο και περισσότερο εφήμερα, και πολύ περισσότερο στους εργασιακούς χώρους, όπου υπάρχει όλο και μεγαλύτερη πίεση και μία ψυχική οδύνη συνδεδεμένη με την «ηθική παρενόχληση» και το burn out(«εγκεφαλικό κάψιμο»). Οι κοινωνικοί κανόνες είναι επικεντρωμένοι στο "φαίνεσθαι" γι’ αυτό διευκολύνουν τη συκοφαντία και τις απάτες, καθώς καθένας οφείλει να κάνει την αυτοπροώθησή του, ακόμα και σε βάρος της αλήθειας, ακόμα και σε βάρος του άλλου, «σκοτώνοντάς» τον συμβολικά, δολοφονώντας τον χαρακτήρα του, δηλαδή την εικόνα του.

Το έχουμε ξαναγράψει πως η πολιτιστική αλλαγή είναι καίριας σημασίας για την πολιτική αλλαγή. Απέναντι στην κουλτούρα του άκρατου ατομικισμού και του παθολογικού ναρκισσισμού, η απάντηση είναι η κουλτούρα της συλλογικότητας, του μοιράσματος και της αλληλεγγύης. Αυτό το "Εμείς" μας έμαθε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η κουλτούρα της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης είναι η απάντηση στο ναρκισσισμό που εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και, ασφαλώς, το παράδειγμα πολιτικών, όπως ο Χοσέ Μουχίκα, ο φτωχός πρόεδρος της Ουρουγουάης(2010-2015), που δεν έπεσε στην παγίδα του ναρκισσισμού της εξουσίας…



Το βιτριόλι στον εγκέφαλο -burn out

 Το βλέμμα καρφωμένο στο κινητό. Ο έρωτας δεν έχει άλλον. Αυτοπαθής, αμοίραστος, μια αρρώστια. Ένα like. Μια ψεύτικη καρδιά. Το βάρος της αξίας της σε like.

“Δεν αξίζουν τίποτα, δεν έχουν ούτε 10 like”, έγραψε, σήμερα, στο τουίτερ ο Α.

Τα likes είναι τώρα το μέτρο της ανθρώπινης αξίας!

 Ανέβασε στο “ινστα” μια φωτογραφία... τη συντάραξε βαθιά η διαπίστωση πως η Ι. είχε περισσότερα likes απ’ αυτή.

Βελτίωσε την εικόνα της με φίλτρα. Τα like, όμως, δεν αυξήθηκαν.

Έπαθε "κακοήθη ναρκισσισμό", είπαν. Άλλοι μίλησαν για "burn out".

Πριν πετάξει το βιτριόλι, είχε ήδη "κάψει τον εγκέφαλό της" και η ίδια. ...*

 Αυτή η κοινωνία, αυτός ο κόσμος της χομπσιανής ζούγκλας, που πορεύεται από βία σε βία, από το μίσος στη μνησικακία και σε συμπεριφορές που θάλλουν στο χώρο της δομικής ανισότητας προσδοκιών και ευκαιριών, τρελαίνει, οδηγεί στη βία είτε εναντίον του εαυτού είτε εναντίον των άλλων. Η τρέλα άλλοτε ενδοβάλεται κι άλλοτε εξωτερικεύεται. Όλες οι αντιθέσεις λύνονται με τη βία. Η ίδια η κοινωνία δεν έχει πια θεσμούς και τρόπους εξομάλυνσης των εσωτερικών κραδασμών μεταξύ των μελών της. Η κυρίαρχη ηθική νομιμοποιεί τον ανταγωνισμό και τη βία μέχρις εσχάτων, δημιουργώντας ηθική ακαμψία. Η βία κυριαρχεί παντού. Και η αιματηρή αυτοδικία θα επικρατήσει ως η λογική των νοικοκυραίων, αυτών που μαζί με τους μπάτσους θα σκοτώσουν τον Ζακ. Αυτών που θα διαπομπεύσουν της οροθετικές γυναίκες. Αυτών που θα δώσουν στη δημοσιότητα τα ονόματα 5χρονων νηπίων, βορά στο μίσος των ξενοφοβικών. Αυτών που θα σπρώξουν στη θάλασσα την έγκυο πρόσφυγα. Αυτών που θα δολοφονήσουν την Ελένη, τον Λουκμάν, τον Παύλο …

  *Το διαδίκτυο προκαλεί την ίδια εξάρτηση όπως και τα ναρκωτικά. Ένας χρήστης απολαμβάνει ένα like όπως ένας τοξικομανής τη δόση του. Ενεργοποιείται η ίδια περιοχή του εγκεφάλου. Στο βιβλίο του The Hacking of the American Mind, ο νευροεπιστήμονας Robert Lustig δείχνει ότι τα likes και γενικά οι «επιβραβεύσεις» των κοινωνικών δικτύων ενεργοποιούν την έκκριση ντοπαμίνης, ενός νευροδιαβιβαστή συνδεδεμένου με την άμεση ευχαρίστηση και την ανταμοιβή. Όμως, αυτό που οδηγεί στην αύξηση της ντοπαμίνης προκαλεί άμεσα ή έμμεσα μία πτώση της σεροτονίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που εμπλέκεται στο αίσθημα της πληρότητας και της ευτυχίας. Γι' αυτό κανείς δεν ικανοποιείται πλήρως ποτέ. Θέλουν όλο και πιο πολύ, όλο και περισσότερα likes, όλο και μεγαλύτερη ικανοποίηση.

Οι ψυχο-φυσικοί μηχανισμοί έχουν εργαλειοποιηθεί από τους γίγαντες του Web (το GAFAM: Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft) για να προκαλούν την προσοχή και την εξάρτηση των χρηστών. Γι’ αυτό οι ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ συγκεντρώνουν και προτάσσουν τις ιστοσελίδες και τα πρόσωπα με την μεγαλύτερη «ορατότητα», στους οποίους κάνουν σταθερές προσφορές. Στη συνέχεια, αυτοί καθώς μπορούν να γνωρίζουν τις συνήθειές μας χάρη στα cookies που εγκαθιστούν, μας προτείνουν χωρίς διακοπή σελίδες που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις «ειδήσεις της επικαιρότητας». Έτσι, όλοι και όλα μοιάζει να χτίζονται απάνω μας, όλοι συμφωνούν μαζί μας, όλος ο πλανήτης μας δοξάζει. Μόνο που πρόκειται για μια "φούσκα", τη δική μας φούσκα...

**Η φωτογραφία που συγκλονίζει, είναι της Ι. Π. ...   


Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Το τέλος του αμερικανικού αιώνα;

 Είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο με τους 3.000 νεκρούς, η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν σηματοδοτεί μια καμπή στην αμερικανική διεθνή πολιτική. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, υπήρχαν αμερικανικές βάσεις σε όλο το Αφγανιστάν. Η ταχύτητα και η κλίμακα της ήττας με την οποία τελείωσε ο μακρύτερος πόλεμος στην ιστορία των ΗΠΑ εγείρει αναπόφευκτα ερωτήματα σχετικά με τη θέση τους στη σύγχρονη ιστορία και αν βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος του λεγόμενου «αιώνα της Αμερικής». Αυτό το ερώτημα αποτυπώνει και το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Courrier international που έχει τίτλο: «Το τέλος του αμερικανικού αιώνα;»*. Για το τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας προειδοποιούσαν εδώ και χρόνια διεθνολόγοι όπως ο Τσαρλς Α. Κάπτσαν («Το τέλος της αμερικάνικης εποχής»).

Η φράση «American Century» επινοήθηκε το 1941 από τον εκδότη Henry Luce, σε ένα δοκίμιο στο οποίο πρότεινε τα εξής: «Μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν πραγματικά αμερικανικό διεθνισμό και να τον κάνουμε κάτι τόσο φυσικό για εμάς όσο το αεροπλάνο ή το ραδιόφωνο». Σύμφωνα με τον «αμερικανικό διεθνισμό», οι ΗΠΑ θα ήταν ο «χωροφύλακας του κόσμου», διατηρώντας την παγκόσμια τάξη σύμφωνα με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων και επεμβαίνοντας όταν έκριναν απαραίτητο για να δοθεί τέλος στα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», όπως αυτές τα αξιολογούσαν. Στην πραγματικότητα, ο «χωροφύλακας» του κόσμου ήταν εκεί όπου έπρεπε για να προστατεύει τα συμφέροντα των πετρελαϊκών πολυεθνικών, επιβάλλοντας μια σειρά κανόνων που είχαν σχεδιαστεί εξαρχής για να ωφελήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και μια χούφτα συμμάχων τους. Στη Λατινική Αμερική, η δράση των ΗΠΑ ήταν χωρίς προσχήματα: ο «χωροφύλακας» ενεργούσε ως ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας για τα συμφέροντα συγκεκριμένων πολυεθνικών. Αυτή ήταν η στρατηγική της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον κόσμο, που έγινε απόλυτη μετά την πτώση της αντίπαλης υπερδύναμης, της ΕΣΣΔ. Αυτό διήρκεσε μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, που επρόκειτο να κορυφώσουν την αμερικανική παρεμβατικότητα, εμπλέκοντας την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της σε δύο ατελείωτους πολέμους, στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Παράλληλα, η πρόκληση της αραβικής άνοιξης άφησε πίσω της αιματηρό χάος τόσο εκεί που έπεσαν τα παλιά καθεστώτα, όπως η Λιβύη, όσο και εκεί που παρέμειναν, όπως στη Συρία.

Τελικά, η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν σημαίνει το τέλος αυτής της εποχής, το τέλος του ρόλου των ΗΠΑ ως πλανητικού «χωροφύλακα»; Ο Josef Joffe, ο βετεράνος συντάκτης του Die Zeit, καθηγητής διεθνών υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, θεωρεί ότι το φιάσκο της Καμπούλ «σίγουρα βλάπτει», αλλά «Παρακμή, ωστόσο, αυτό δεν είναι. Οι μεγάλες δυνάμεις παραπαίουν όταν τα υλικά τους περιουσιακά στοιχεία μειώνονται - όπως στην περίπτωση της Βρετανίας τον 20ό αιώνα. Αντίθετα, οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, υποστηριζόμενη από το συγκριτικό τους πλεονέκτημα στην τεχνολογία και τον πιο εξελιγμένο στρατό του κόσμου... για να μην μιλήσουμε για την τεράστια πολιτιστική επιρροή τους…». Ακόμη και μετά το Αφγανιστάν, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία σε όλο τον κόσμο θα εξακολουθήσει να είναι τρομακτική, με σχεδόν 800 βάσεις σε περισσότερες από 70 χώρες. «Οι ΗΠΑ είναι η πιο παρεμβατική μεγάλη δύναμη στη σύγχρονη ιστορία, έτσι ώστε ακόμη και όταν το αμερικανικό εκκρεμές στρέφεται περισσότερο προς τον μη παρεμβατισμό, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παρεμβαίνουν σε όλο τον κόσμο», αναφέρει ο Ντόμινικ Τίρνεϊ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο Swarthmore και συγγραφέας του The Right Way to Lose a War: America in a Age of Unwinnable Conflicts.

«Ένας από τους μεγάλους κινδύνους για την ανάλυση που επιδιώκει να ασκήσει κριτική στον ιμπεριαλισμό είναι η υπόθεση ότι μόνο η Δύση, και μόνο οι ΗΠΑ, έχουν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και εύρος. Αυτό είναι λάθος», δήλωσε η Priyamvada Gopal, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. «Μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, αν ο κόσμος τα καταφέρει να φθάσει ως εκεί, το κέντρο της αυτοκρατορικής δύναμης θα έχει μετατοπιστεί εντελώς… το κέντρο βάρους του καπιταλισμού μετατοπίζεται προς τα νότια και εμφανίζονται παίκτες από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι την Ινδία».

Οι λόγοι της απόσυρσης από το Αφγανιστάν

Τι επίσπευσε την αλλαγή της παρεμβατικής στρατηγικής των ΗΠΑ; Ένα από τα λίγα κοινά σημεία που είχαν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν ήταν η αποφασιστικότητά τους να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν. Ο Μπάιντεν ολοκλήρωσε την απόσυρση που συμφώνησε ο Τραμπ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 στη Ντόχα.

Σύμφωνα με την οπτική του Κάπτσαν οι λόγοι είναι οικονομικοί και έχουν σχέση με την αντιπαράθεση με την Κίνα. Κατ’ άλλους αναλυτές, η επίσπευση οφείλεται στη νέα απειλή που επικρέμεται πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πάκερ (The Atlantic): «Είκοσι χρόνια μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, δεν είμαστε πλέον εκείνοι οι Αμερικανοί που πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους συμβεί, και οι οποίοι, όταν ήταν απελπισμένοι, πέρασαν τον ωκεανό για να απαλλάξουν τον κόσμο από τα «τέρατα». Οι ειδικοί θεωρούν πλέον ότι οι «λευκοί» στο έδαφος των ΗΠΑ συνιστούν μεγαλύτερο κίνδυνο από την ισλαμική τρομοκρατία. Ο νέος αγώνας που διεξάγεται τώρα είναι να σωθεί η δημοκρατία μας». «Η 11η Σεπτεμβρίου δημιούργησε την ιδέα ότι η ασφάλεια στο αμερικανικό έδαφος εξαρτάται από την εδραίωση των δημοκρατικών αξιών στον μουσουλμανικό κόσμο…», γράφει ο Τζορτζ Πάκερ. Τελικά, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας «στοίχησε στη δημοκρατία μας», αναφέρει ο πρώην δημοσιογράφος της Guardian**, Σπένσερ Άκερμαν.

Από ποιον όμως κινδυνεύει η αμερικανική δημοκρατία; Ποιοι είναι οι «λευκοί» που την απειλούν; Η πρώτη απάντηση είναι συνυφασμένη με μία εικόνα: την εισβολή των οπλισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο. Στο βιβλίο, Reign of Terror: How the 9/11 Epra Destabilized America and Produced Trump, ο πρώην δημοσιογράφος της Guardian, Spencer Ackerman, υποστηρίζει ότι η χειρότερη ζημιά προκλήθηκε από τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τις υπερβολές του: βασανιστήρια, μαζική παρακολούθηση, μιλιταρισμός και αυταρχισμός. «Από όλα τα ατελείωτα κόστη της τρομοκρατίας, το πιο σημαντικό είναι το λιγότερο μετρημένο: τι στοίχησε ο πόλεμος στη δημοκρατία μας», γράφει ο Άκερμαν. Οι υπερβολές των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από τα βασανιστήρια στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν έως και το Γκουαντάναμο προκάλεσαν αποστροφή στην διεθνή και κατ' επέκταση στην αμερικανική κοινή γνώμη. Πριν η εικόνα των ΗΠΑ στον κόσμο ως δημοκρατικής δύναμης "επέστρεφε" στο εσωτερικό, λειτουργώντας ως στοιχείο "περηφάνιας" και συνοχής, τώρα δημιουργούσε "ντροπή". Επιπλέον, η αμερικανική κοινωνία μαζί με την οικονομική και υγειονομική κρίση, παρουσίασε σημάδια αποσύνθεσης, που κορυφώθηκαν με την εμφύλια αντιπαράθεση μετά το θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ.

Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Άρλι Χόστσιλντ η προοπτική ανόδου των «κάτω», η «μηχανή ονείρων» που συνιστούσε το όραμα της κοινωνικής ανόδου των Αμερικανών έχει εκλείψει σήμερα τελεσίδικα. Οι συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες διαλύουν τις «μεσαίες» τάξεις που συμπιέζονται προς τα κάτω. Αντί όμως η ενίσχυση των «από κάτω» να δημιουργήσει κι ένα ισχυρό «πολιτικό Εμείς», συμβαίνει το αντίθετο. Οι θετικές διακρίσεις (affirmative action), που αφορούν προνόμια για το 10% των «μη λευκών» Αμερικανών, λειτουργούν αρνητικά για τους φτωχούς λευκούς, που αισθάνονται να αδικούνται και έτσι στρέφονται εναντίον των Μαύρων, καθιστάμενοι ρατσιστές μέσω μιας κατευθυνόμενης κεντρικής πολιτικής***. Ένα μέτρο κατά του ρατσισμού, έφθασε να ενισχύει τον ρατσισμό. Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ για να προσελκύσει τους λευκούς εργαζόμενους και να απελευθερώσει τα ρατσιστικά τους στερεότυπα. Παρουσίασε ως «εχθρούς», όχι βέβαια το οικονομικό σύστημα που δημιουργεί τις τεράστιες ανισότητες, τσακίζοντας τη μεσαία τάξη και τους εργαζόμενους, αλλά τους «Άλλους», πρωτίστως τους Μαύρους, και στη συνέχεια τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους κ.ά. Αυτή η βαθειά κοινωνική διαίρεση ενισχύθηκε από την ακροδεξιά ρητορική του Τραμπ για τη δήθεν αλλοίωση της αμερικανικής ταυτότητας, αλλά και με το θετικό σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη». Ως εάν για την παρακμή των ΗΠΑ να ευθύνονται οι Αφροαμερικανοί, οι Λατίνος, οι μετανάστες και οι ομοφυλόφιλοι! Τελικά, ο Τραμπ (έχοντας ως συμμάχους οικονομικά συμφέροντα αλλά κυρίως την προτεσταντική ακροδεξιά) ανέβασε την «ιδεολογική» θερμοκρασία της πολυεθνικής και πολυφυλετικής αμερικανικής κοινωνίας, δημιουργώντας συνθήκες τήξης και αποσύνθεσης. Γι’ αυτό ο Τζο Μπάιντεν παρά το γεγονός ότι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο ως προσωπικότητα, θεωρείται από το σύστημα χρήσιμος. Ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει «…πολιτισμικά να ‘ρίξει’ τη θερμοκρασία. Χρειάζεται μια ειλικρινής προσπάθεια για να επουλωθεί η βαθιά διαίρεση του κοινωνικού συνόλου», λέει ο Τζορτζ Στεφανόπουλος(«Καθημερινή», 25/10/2020). Ο στόχος είναι να σωθεί η "αμερικανική δημοκρατία" από τον απολυταρχισμό και τον νεοφασισμό, που εκφράζει ο "τραμπισμός"...

*https://www.courrierinternational.com/article/geopolitique-du-11-septembre-la-defaite-en-afghanistan-la-fin-du-siecle-americain

**https://www.theguardian.com/us-news/2021/aug/21/after-the-chaos-in-kabul-is-the-american-century-over

***Homo Americanus, 2008


Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Εμείς και ο Μίκης

 Πώς να καταλάβουν; Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε πως «ήθελα με χαρά να πεθάνω στη μάχη», έλεγαν «ο σαλός». Όταν ο Μίκης αφηγούνταν, έλεγαν «ο παραμυθάς». Μιλούν οι α-νόητοι για… «παραμυθάδες» την εποχή που η Εμπειρία είναι πλέον απόλυτα συναρτημένη με την αφήγησή της, όταν το «πολιτικό» δεν είναι παρά μία επινόηση, που η πολιτική δράση (το μόνο πραγματικό) «τρυπάει»(Μπαντιού). Τι απομένει όταν ο πομφόλυγας εξαερωθεί; «η συνάθροιση, ο δεσμός, η σχέση» (το συν-είναι). Αυτός ο δεσμός-ιστός είναι η ιδεολογική δοξασία. Δηλαδή όταν σκάσει ο μύθος, μέσα βρίσκουμε έναν άλλο μύθο (μπάμπουσκα), την ιδεολογία που συνέχει την κοινωνία(Alain Badiou, Η πολιτική και η λογική του συμβάντος, Πατάκης). 

Οι Μπαντιού και Ζίζεκ μιλούν για την «υπεραπόλαυση» της θυσίας(Λακάν). Μόνο έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης και οι σύντροφοί του πήγαιναν στη μάχη ευτυχισμένοι. Πίστευαν βαθιά σε μια δίκαιη κοινωνία, σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Πίστευαν ότι ενέγραφαν με το θάνατο το όνομά τους στην Αθανασία.

Ο Ρεζίς Ντεμπρέ έγραφε ότι μια κοινωνία χρειάζεται μια καταγωγή, ένα ιδεώδες, ένα τοτέμ, μια υπέρτατη αρχή, μια συνέχεια, μια αφήγηση(να πάλι η αφήγηση), μια γενεαλογία, περισσότερο ή λιγότερο φανταστικές(ιδού πάλι η μυθοπλασία) και τέλος μια εσωτερική ιεραρχία (το ιερό, το άβατο). Με άλλα λόγια, η πίστη συμβάλει στη φαντασιακή κατασκευή του Εμείς, που μπορεί να είναι μια κοινότητα ή ένα έθνος. Όμως χρειάζονται αποστάσεις τόσο από τους φονταμενταλιστές όσο και από τους φανατικούς, δηλαδή τους ανορθολογικούς, αποστάσεις από τους Ροβεσπιέρους του ορθού λόγου όσο και από τους ιεροεξεταστές ή τους τζιχαντιστές των λογής πίστεων. 

Οι βιογράφοι

Μετά τους «α-νόητους» έρχονται οι βιογράφοι, οι «κλέφτες βίων». Αυτοί που θα αναρτήσουν τη φωτογραφία τους με τον μεγάλο νεκρό. Που θα αφηγηθούν στιγμές μαζί του (το έκανα αυθόρμητα κι εγώ). Θυμήθηκα τον Ντάνιελ Κέλμαν (Εγώ και ο Καμίνσκι, Καστανιώτης). Ο βιογράφος κλέβει από τη δόξα του βιογραφούμενου. Αλλά συγχρόνως, ο κλέφτης (όπως οι κλέφτες της Βιέννης του Φρόυντ) αφήνει κάτι από την ψυχή στον τόπο της κλοπής. Είναι ο «βιογράφος του» ζωγράφου. Του ανήκει. Η ουσία του μυθιστορήματος είναι η σχέση εξουσίας του Καμίνσκι με τους γύρω του. Ο τίτλος «Εγώ και ο Καμίνσκι» απηχεί ακριβώς τη διαπάλη του Εγώ του βιογράφου με το Άλλο, που είναι ένα τεράστιο Εγώ. Ο βιογράφος νομίζει ότι απαγάγει τον Καμίνσκι και μέσα από μία περιπετειώδη προσπάθεια επιχειρεί να τον πάει κοντά στο μεγάλο του έρωτα. Ο μεγάλος έρωτας όμως του Καμίνσκι δεν ήταν παρά ένας απλός έρωτας, που έγινε «μεγάλος» γιατί το "θύμα" του είχε διαφύγει, είχε απελευθερωθεί από τη γοητεία του διάσημου καλλιτέχνη. Ο έρωτας έγινε «μεγάλος» γιατί διέλυσε την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του μεγάλου καλλιτέχνη. «Τότε είχα νομίσει ότι θα πέθαινα», λέει ο Καμίνσκι. «Νομίζεις ότι ζεις. Και, ξαφνικά, χάνονται τα πάντα. Η τέχνη δεν σημαίνει τίποτα. Όλα είναι ψευδαίσθηση. Και το ξέρεις, και δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις». Η τέχνη δεν σημαίνει, λοιπόν, τίποτα αφού από την απόχη της μπορούν και διαφεύγουν κάποιες θαυμαστές πεταλούδες. Η τέχνη δεν είναι παντοδύναμη, δεν είναι ανίκητη. Άρα, μπορεί άνετα να νικηθεί από το χάρο. Η αθανασία μέσω της τέχνης είναι, τελικά, μία ψευδαίσθηση. Μόνο που η προσωπική ιστορία κάποιου, η βιογραφία του, η ζωή του η ίδια είναι η βίωση αυτών των ψευδαισθήσεων και ενδεχομένως η διάψευσή τους. Απέναντι στο μεγάλο Εγώ του γηραιού καλλιτέχνη βρίσκεται το μικρό Εγώ του βιογράφου και της κόρης. Αυτών που ζουν στη σκιά του μεγάλου Εγώ. Η φαινομενικά δυναμική κόρη του ζωγράφου «ζήλευε την Τερέζ», τον μεγάλο του έρωτα, «Επειδή δεν είχε ζήσει άλλη ζωή εκτός από τη ζωή του (διάσημου καλλιτέχνη πατέρα της), επειδή κι εκείνη ήταν χωρίς παρελθόν. Όπως κι εγώ (σ.σ. ο βιογράφος)», γράφει ο Κέλμαν.

Τελικά, όλα είναι ψευδαίσθηση; Και αν είναι, τότε τι είναι η πραγματικότητα; «Η πραγματικότητα μεταβάλλεται με κάθε βλέμμα, κάθε δευτερόλεπτο. Η προοπτική είναι μια συλλογή από κανόνες, για να μπορέσουμε κάπως να συμμαζέψουμε αυτό το χάος. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο», γράφει ο Μπαντιού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο «το φως πρέπει να περάσει μέσα από πάρα πολλούς φακούς πριν θεωρήσουμε μια εικόνα ρεαλιστική». Αλλά θα το πιστεύατε ποτέ; Ένας ζωγράφος που ζωγράφισε τη θάλασσα, δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του! Λέτε γι’ αυτό να τη ζωγράφιζε όπως δεν την «έβλεπε» κανείς άλλος; Ίσως. Αλλά ο Μίκης ήταν πιο στοχευμένος, πιο πολιτικός. Δεν ήταν μόνο ένας "μυθοπλάστης", ήταν και πολιτικός. Και με την πολιτική του δράση διέλυε το μύθο του, αποκαλύπτοντας την ιδεολογία του, το βλέμμα του, το αντιφατικό ένδον του. Ο Μίκης μας έκανε να δούμε τον «άλλο» και εντέλει τον εαυτό μας με εργαλείο τις νότες, τη μουσική του, τη δική του οπτική, μέσα από την «όμορφη πόλη», τις «θαλασσινές σπηλιές», τον «καημό», τον «Επιτάφιο», τη «ρωμιοσύνη», το «άξιον εστί», το "χάθηκα". Ο Μίκης μας έδωσε τον τρόπο ν’ ανταμώνουμε, να ερωτευόμαστε, ν’ αγαπάμε αλλά και να χανόμαστε χαρούμενα, να γλεντάμε τις ήττες μας, να μοιραζόμαστε τις νίκες μας. Αυτό το τεράστιο Εγώ μας έμαθε τη χαρά να είμαστε Εμείς



Το «Εμείς» του Μίκη και ο ναρκισσισμός του Κυριάκου

 Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποδοκιμάστηκε στην τελετή αποχαιρετισμού του Μίκη Θεοδωράκη. Θεώρησε ότι αυτό έγινε κατόπιν οργανωμένου σχεδίου. Γιατί δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει κάποιος άνθρωπος στη χώρα που μπορεί να μην τον θαυμάζει. Του το λένε καθημερινά οι σύμβουλοι του. Αυτός είναι, εξάλλου, ο ρόλος των συμβούλων, όλων των συμβούλων, να τροφοδοτούν το Εγώ του «αρχηγού». Αυτός είναι ο ρόλος των εξωνημένων μίντια. Γι’ αυτό η αποδοκιμασία του κόσμου εξέπληξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Γιατί κανένας μετανεωτερικός νάρκισσος δεν "χωράει" στον ψυχισμό του την αυθόρμητη αποδοκιμασία. Γιατί κάθε παθολογικός νάρκισσος με εύθραυστη αυτοεκτίμηση είναι απόλυτα αρνητικός στην κριτική. Προβάλει παιδικές δικαιολογίες, κλείνεται μέσα στα ψεύδη και ρίχνει την ευθύνη στους άλλους. «Εσύ τους έφερες να με βρίσουν», λέει στον Δ. Κουτσούμπα! 

Όμως το φαινόμενο του αυξημένου ναρκισσισμού δεν περιορίζεται στον Κυρ. Μητσοτάκη ούτε μόνο στους πολιτικούς, είναι γενικευμένο αποτέλεσμα της «ναρκισσιστικοποίησης» της κοινωνίας, όπως λένε οι μελετητές. Παλιότερα μιλούσαμε για "ατομικισμό". Η σημερινή καπιταλιστική καταναλωτική κοινωνία παράγει νάρκισσους, που ψηφίζουν τους εκπροσώπους τους. Αυτό εξηγεί γιατί οι εκλογείς αφήνονται να σαγηνευθούν από ανθρώπους ανοιχτά ρατσιστές, σεξιστές και ικανούς να ψεύδονται ανοιχτά, όπως ο Τραμπ, ή όπως ο Μπολσονάρου,  ο Όρμπαν κ.ά.

Υπήρξε, έγραφε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «μια αλλαγή στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία ήταν, την ίδια στιγμή, μια αλλαγή του τύπου ατόμων που παρήγαγε όλο και περισσότερο αυτή η κοινωνία. Αυτή η αλλαγή των ατόμων προήλθε από τη χρεοκοπία των παραδοσιακών οργανώσεων της εργατικής τάξης –συνδικάτα, κόμματα κ.λπ.-, ...προήλθε όμως και από την ικανότητα του καπιταλισμού, αυτή την περίοδο, να προσφέρει ένα αυξανόμενο επίπεδο ζωής, με την είσοδό του στην περίοδο του καταναλωτισμού. Οι άνθρωποι γύριζαν την πλάτη, για να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, στα κοινά συμφέροντα, στις κοινές δραστηριότητες, στις δημόσιες δραστηριότητες –αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη…». Θα προσθέσουμε εδώ και τον ουσιώδη ρόλο των μίντια, ειδικά της τηλεόρασης. Ριάλιτι και εμπομπές τροφοδοτούν την κουλτούρα της Εγωπάθειας και του ναρκισσισμού, της αναγνώρισης μέσω της έκθεσης ακόμη και μέσω της αυτοξεφτίλας.  
Ο Κρίστοφερ Λας(1978) ανέλυσε τους κοινωνικοπολιτισμικούς παράγοντες που δημιούργησαν την «κουλτούρα του ναρκισσισμού». Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πλέον να επενδύσει σε τίποτα έξω από τον εαυτό του. Η πολιτική δεν αποτελεί πλέον γι' αυτόν σημείο αναφο­ράς, στο οποίο θα μπορούσε να αφιερωθεί με πάθος και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Τί απομένει; Η υπερεπένδυση στο Εγώ, η αυτολατρία, η Εγωπάθεια, ο ναρκισσισμός και η ιδιώτευση. Για την ιδιώτευση, για την «απόσυρση από την πολιτική» των πολιτών μιλούσε και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο παλαιός νάρκισσος τραγουδώντας Ελύτη, Ρίτσο και Λειβαδίτη, βυθιζόταν στη θάλασσα του Εμείς. Ο σύγχρονος νάρκισσος ζει σ' ένα αδιάστατο παρόν, σ’ ένα εδώ και τώρα, ακούγοντας μόνο τον εαυτό του. «Σπίτι μου ακούω τον εαυτό μου» έλεγε ο Mad Clip. Αυτός που εξέφραζε τον σύγχρονο αυτοαναφορικό ιδιώτη με τα… ακριβά γούστα: «Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα/Γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά…/Mix-άρω τη κόκα με τη σόδα βγάζω έσοδα/Με γουστάρουν τα μ* φορτώνω τα ξέκωλα, ξέκωλα/AK σκάμε σα το Hezbollah/Δε μασάμε μες το VIP με τα περίστροφα/Μεσ’ σε λίγα χρόνια έχω κάνει τα απίστευτα…». Αυτή η καταναλωτική, σεξιστική, υπερεγωτική ναρκοκουλτούρα εξαλείφει την αίσθηση της συνέχειας, της «διαδοχής των γενεών που είναι ριζωμένες στο παρελθόν και επεκτείνονται στο μέλλον»(Κρίστοφερ Λας) και ενισχύει τη λογική του στιγμιαίου, του «εδώ και τώρα» και, βεβαίως, την ιδεολογία του νεοφασισμού. 

Οι συνέπειες του ναρκισσισμού (άλλοι μιλούν για υπερ-ατομικισμό) είναι εμφανείς πλέον παντού. Για να «επιτύχεις» επαγγελματικά ή στην ιδιωτική ζωή, πρέπει να βγεις μπροστά. Αυτό είναι έκδηλο στα κοινωνικά δίκτυα και στα τηλεριάλιτι, ή στις οικογένειες όπου τα ζευγάρια είναι όλο και περισσότερο εφήμερα, και πολύ περισσότερο στους εργασιακούς χώρους, όπου υπάρχει όλο και μεγαλύτερη πίεση και μία ψυχική οδύνη συνδεδεμένη με την «ηθική παρενόχληση» και το burn out(«εγκεφαλικό κάψιμο»). Οι κοινωνικοί κανόνες είναι επικεντρωμένοι στο "φαίνεσθαι" γι’ αυτό διευκολύνουν τη συκοφαντία και τις απάτες, καθώς καθένας οφείλει να κάνει την αυτοπροώθησή του, ακόμα και σε βάρος της αλήθειας, ακόμα και σε βάρος του άλλου, «σκοτώνοντάς» τον συμβολικά, δολοφονώντας τον χαρακτήρα του, δηλαδή την εικόνα του.

Το έχουμε ξαναγράψει πως η πολιτιστική αλλαγή είναι καίριας σημασίας για την πολιτική αλλαγή. Απέναντι στην κουλτούρα του άκρατου ατομικισμού και του παθολογικού ναρκισσισμού, η απάντηση είναι η κουλτούρα της συλλογικότητας, του μοιράσματος και της αλληλεγγύης. Αυτό το "Εμείς" μας έμαθε ο Μίκης Θεοδωράκης. Η κουλτούρα της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης είναι η απάντηση στο ναρκισσισμό που εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και, ασφαλώς, το παράδειγμα πολιτικών, όπως ο Χοσέ Μουχίκα, ο φτωχός πρόεδρος της Ουρουγουάης(2010-2015), που δεν έπεσε στην παγίδα του ναρκισσισμού της εξουσίας…


Ο ΤΡΑΜΠ, ο ΜΑΣΚ, το διαδίκτυο και ο "νέος φασισμός"

«Δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ένα Δημοκρατικό Κόμμα που έχει εγκαταλείψει τους ανθρώπους της εργατικής τάξης θα διαπ...