Είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο με τους 3.000 νεκρούς, η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν σηματοδοτεί μια καμπή στην αμερικανική διεθνή πολιτική. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, υπήρχαν αμερικανικές βάσεις σε όλο το Αφγανιστάν. Η ταχύτητα και η κλίμακα της ήττας με την οποία τελείωσε ο μακρύτερος πόλεμος στην ιστορία των ΗΠΑ εγείρει αναπόφευκτα ερωτήματα σχετικά με τη θέση τους στη σύγχρονη ιστορία και αν βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος του λεγόμενου «αιώνα της Αμερικής». Αυτό το ερώτημα αποτυπώνει και το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Courrier international που έχει τίτλο: «Το τέλος του αμερικανικού αιώνα;»*. Για το τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας προειδοποιούσαν εδώ και χρόνια διεθνολόγοι όπως ο Τσαρλς Α. Κάπτσαν («Το τέλος της αμερικάνικης εποχής»).
Η φράση «American Century» επινοήθηκε το 1941 από τον εκδότη Henry Luce, σε ένα δοκίμιο στο οποίο πρότεινε τα εξής: «Μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν πραγματικά αμερικανικό διεθνισμό και να τον κάνουμε κάτι τόσο φυσικό για εμάς όσο το αεροπλάνο ή το ραδιόφωνο». Σύμφωνα με τον «αμερικανικό διεθνισμό», οι ΗΠΑ θα ήταν ο «χωροφύλακας του κόσμου», διατηρώντας την παγκόσμια τάξη σύμφωνα με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων και επεμβαίνοντας όταν έκριναν απαραίτητο για να δοθεί τέλος στα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», όπως αυτές τα αξιολογούσαν. Στην πραγματικότητα, ο «χωροφύλακας» του κόσμου ήταν εκεί όπου έπρεπε για να προστατεύει τα συμφέροντα των πετρελαϊκών πολυεθνικών, επιβάλλοντας μια σειρά κανόνων που είχαν σχεδιαστεί εξαρχής για να ωφελήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και μια χούφτα συμμάχων τους. Στη Λατινική Αμερική, η δράση των ΗΠΑ ήταν χωρίς προσχήματα: ο «χωροφύλακας» ενεργούσε ως ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας για τα συμφέροντα συγκεκριμένων πολυεθνικών. Αυτή ήταν η στρατηγική της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον κόσμο, που έγινε απόλυτη μετά την πτώση της αντίπαλης υπερδύναμης, της ΕΣΣΔ. Αυτό διήρκεσε μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, που επρόκειτο να κορυφώσουν την αμερικανική παρεμβατικότητα, εμπλέκοντας την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της σε δύο ατελείωτους πολέμους, στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Παράλληλα, η πρόκληση της αραβικής άνοιξης άφησε πίσω της αιματηρό χάος τόσο εκεί που έπεσαν τα παλιά καθεστώτα, όπως η Λιβύη, όσο και εκεί που παρέμειναν, όπως στη Συρία.
Τελικά, η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν σημαίνει το τέλος αυτής της εποχής, το τέλος του ρόλου των ΗΠΑ ως πλανητικού «χωροφύλακα»; Ο Josef Joffe, ο βετεράνος συντάκτης του Die Zeit, καθηγητής διεθνών υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, θεωρεί ότι το φιάσκο της Καμπούλ «σίγουρα βλάπτει», αλλά «Παρακμή, ωστόσο, αυτό δεν είναι. Οι μεγάλες δυνάμεις παραπαίουν όταν τα υλικά τους περιουσιακά στοιχεία μειώνονται - όπως στην περίπτωση της Βρετανίας τον 20ό αιώνα. Αντίθετα, οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, υποστηριζόμενη από το συγκριτικό τους πλεονέκτημα στην τεχνολογία και τον πιο εξελιγμένο στρατό του κόσμου... για να μην μιλήσουμε για την τεράστια πολιτιστική επιρροή τους…». Ακόμη και μετά το Αφγανιστάν, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία σε όλο τον κόσμο θα εξακολουθήσει να είναι τρομακτική, με σχεδόν 800 βάσεις σε περισσότερες από 70 χώρες. «Οι ΗΠΑ είναι η πιο παρεμβατική μεγάλη δύναμη στη σύγχρονη ιστορία, έτσι ώστε ακόμη και όταν το αμερικανικό εκκρεμές στρέφεται περισσότερο προς τον μη παρεμβατισμό, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παρεμβαίνουν σε όλο τον κόσμο», αναφέρει ο Ντόμινικ Τίρνεϊ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κολέγιο Swarthmore και συγγραφέας του The Right Way to Lose a War: America in a Age of Unwinnable Conflicts.
«Ένας από τους μεγάλους κινδύνους για την ανάλυση που επιδιώκει να ασκήσει κριτική στον ιμπεριαλισμό είναι η υπόθεση ότι μόνο η Δύση, και μόνο οι ΗΠΑ, έχουν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και εύρος. Αυτό είναι λάθος», δήλωσε η Priyamvada Gopal, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. «Μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, αν ο κόσμος τα καταφέρει να φθάσει ως εκεί, το κέντρο της αυτοκρατορικής δύναμης θα έχει μετατοπιστεί εντελώς… το κέντρο βάρους του καπιταλισμού μετατοπίζεται προς τα νότια και εμφανίζονται παίκτες από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι την Ινδία».
Οι λόγοι της απόσυρσης από το Αφγανιστάν
Τι επίσπευσε την αλλαγή της παρεμβατικής στρατηγικής των ΗΠΑ; Ένα από τα λίγα κοινά σημεία που είχαν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν ήταν η αποφασιστικότητά τους να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν. Ο Μπάιντεν ολοκλήρωσε την απόσυρση που συμφώνησε ο Τραμπ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 στη Ντόχα.
Σύμφωνα με την οπτική του Κάπτσαν οι λόγοι είναι οικονομικοί και έχουν σχέση με την αντιπαράθεση με την Κίνα. Κατ’ άλλους αναλυτές, η επίσπευση οφείλεται στη νέα απειλή που επικρέμεται πάνω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πάκερ (The Atlantic): «Είκοσι χρόνια μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, δεν είμαστε πλέον εκείνοι οι Αμερικανοί που πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε να τους συμβεί, και οι οποίοι, όταν ήταν απελπισμένοι, πέρασαν τον ωκεανό για να απαλλάξουν τον κόσμο από τα «τέρατα». Οι ειδικοί θεωρούν πλέον ότι οι «λευκοί» στο έδαφος των ΗΠΑ συνιστούν μεγαλύτερο κίνδυνο από την ισλαμική τρομοκρατία. Ο νέος αγώνας που διεξάγεται τώρα είναι να σωθεί η δημοκρατία μας». «Η 11η Σεπτεμβρίου δημιούργησε την ιδέα ότι η ασφάλεια στο αμερικανικό έδαφος εξαρτάται από την εδραίωση των δημοκρατικών αξιών στον μουσουλμανικό κόσμο…», γράφει ο Τζορτζ Πάκερ. Τελικά, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας «στοίχησε στη δημοκρατία μας», αναφέρει ο πρώην δημοσιογράφος της Guardian**, Σπένσερ Άκερμαν.
Από ποιον όμως κινδυνεύει η αμερικανική δημοκρατία; Ποιοι είναι οι «λευκοί» που την απειλούν; Η πρώτη απάντηση είναι συνυφασμένη με μία εικόνα: την εισβολή των οπλισμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο. Στο βιβλίο, Reign of Terror: How the 9/11 Epra Destabilized America and Produced Trump, ο πρώην δημοσιογράφος της Guardian, Spencer Ackerman, υποστηρίζει ότι η χειρότερη ζημιά προκλήθηκε από τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τις υπερβολές του: βασανιστήρια, μαζική παρακολούθηση, μιλιταρισμός και αυταρχισμός. «Από όλα τα ατελείωτα κόστη της τρομοκρατίας, το πιο σημαντικό είναι το λιγότερο μετρημένο: τι στοίχησε ο πόλεμος στη δημοκρατία μας», γράφει ο Άκερμαν. Οι υπερβολές των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από τα βασανιστήρια στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν έως και το Γκουαντάναμο προκάλεσαν αποστροφή στην διεθνή και κατ' επέκταση στην αμερικανική κοινή γνώμη. Πριν η εικόνα των ΗΠΑ στον κόσμο ως δημοκρατικής δύναμης "επέστρεφε" στο εσωτερικό, λειτουργώντας ως στοιχείο "περηφάνιας" και συνοχής, τώρα δημιουργούσε "ντροπή". Επιπλέον, η αμερικανική κοινωνία μαζί με την οικονομική και υγειονομική κρίση, παρουσίασε σημάδια αποσύνθεσης, που κορυφώθηκαν με την εμφύλια αντιπαράθεση μετά το θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ.
Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Άρλι Χόστσιλντ η προοπτική ανόδου των «κάτω», η «μηχανή ονείρων» που συνιστούσε το όραμα της κοινωνικής ανόδου των Αμερικανών έχει εκλείψει σήμερα τελεσίδικα. Οι συνεχώς αυξανόμενες ανισότητες διαλύουν τις «μεσαίες» τάξεις που συμπιέζονται προς τα κάτω. Αντί όμως η ενίσχυση των «από κάτω» να δημιουργήσει κι ένα ισχυρό «πολιτικό Εμείς», συμβαίνει το αντίθετο. Οι θετικές διακρίσεις (affirmative action), που αφορούν προνόμια για το 10% των «μη λευκών» Αμερικανών, λειτουργούν αρνητικά για τους φτωχούς λευκούς, που αισθάνονται να αδικούνται και έτσι στρέφονται εναντίον των Μαύρων, καθιστάμενοι ρατσιστές μέσω μιας κατευθυνόμενης κεντρικής πολιτικής***. Ένα μέτρο κατά του ρατσισμού, έφθασε να ενισχύει τον ρατσισμό. Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Τραμπ για να προσελκύσει τους λευκούς εργαζόμενους και να απελευθερώσει τα ρατσιστικά τους στερεότυπα. Παρουσίασε ως «εχθρούς», όχι βέβαια το οικονομικό σύστημα που δημιουργεί τις τεράστιες ανισότητες, τσακίζοντας τη μεσαία τάξη και τους εργαζόμενους, αλλά τους «Άλλους», πρωτίστως τους Μαύρους, και στη συνέχεια τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους κ.ά. Αυτή η βαθειά κοινωνική διαίρεση ενισχύθηκε από την ακροδεξιά ρητορική του Τραμπ για τη δήθεν αλλοίωση της αμερικανικής ταυτότητας, αλλά και με το θετικό σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη». Ως εάν για την παρακμή των ΗΠΑ να ευθύνονται οι Αφροαμερικανοί, οι Λατίνος, οι μετανάστες και οι ομοφυλόφιλοι! Τελικά, ο Τραμπ (έχοντας ως συμμάχους οικονομικά συμφέροντα αλλά κυρίως την προτεσταντική ακροδεξιά) ανέβασε την «ιδεολογική» θερμοκρασία της πολυεθνικής και πολυφυλετικής αμερικανικής κοινωνίας, δημιουργώντας συνθήκες τήξης και αποσύνθεσης. Γι’ αυτό ο Τζο Μπάιντεν παρά το γεγονός ότι δεν είναι κάτι ιδιαίτερο ως προσωπικότητα, θεωρείται από το σύστημα χρήσιμος. Ο Μπάιντεν θα προσπαθήσει «…πολιτισμικά να ‘ρίξει’ τη θερμοκρασία. Χρειάζεται μια ειλικρινής προσπάθεια για να επουλωθεί η βαθιά διαίρεση του κοινωνικού συνόλου», λέει ο Τζορτζ Στεφανόπουλος(«Καθημερινή», 25/10/2020). Ο στόχος είναι να σωθεί η "αμερικανική δημοκρατία" από τον απολυταρχισμό και τον νεοφασισμό, που εκφράζει ο "τραμπισμός"...
*https://www.courrierinternational.com/article/geopolitique-du-11-septembre-la-defaite-en-afghanistan-la-fin-du-siecle-americain
**https://www.theguardian.com/us-news/2021/aug/21/after-the-chaos-in-kabul-is-the-american-century-over
***Homo Americanus, 2008