[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.02.24 ]
Στη Βουλή μιλάει ο ομοφυλόφιλος βουλευτής για τα «κρυφά του δάκρυα» και την «ντροπή», για το μπούλινγκ και την περιφρόνηση των «άλλων», αυτών που εξακολουθούν να ομνύουν στο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια». Ακολουθεί η συγκίνηση για την "αναγνώριση", για την άρση της περιφρόνησης, για την απόκτηση της ισοτιμίας.
Λίγα μέτρα πιο κάτω από το κοινοβούλιο, Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, ένας άστεγος «κατεβαίνει στην άβυσσο βουβός». Το ίδιο και η πολύτεκνη οικογένεια στην Κόρινθο, η οποία κατεβαίνει στη σπηλιά της. Το ίδιο και ο άνεργος νέος, ο επισφαλώς εργαζόμενος, ο ντελιβεράς πτυχιούχος του Πολυτεχνείου.
Τι ενώνει αυτούς τους ανθρώπους; Το βλέμμα των άλλων που τους αγνοεί, που δεν τους «βλέπει», που τους περιφρονεί και τους σκοτώνει. Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Παβέζε που λέει πως «ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου» κόσμε.
Η Περιφρόνηση των άλλων
Η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου εξαρτάται από την εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης, έλεγε ο νεαρός Χέγκελ. Η ζωή των ανθρώπινων υποκειμένων εξαρτάται από το σεβασμό ή την εκτίμηση που χαίρουν στα μάτια των συνανθρώπων τους. Η απόκτηση κοινωνικής αναγνώρισης είναι η κανονιστική προϋπόθεση της επικοινωνιακής δράσης στο σύνολό της. Οι άνθρωποι συναντώνται με κοινό σκοπό να βρουν αναγνώριση ως κοινωνικά πρόσωπα με μια ορισμένη κοινωνική προσφορά.
Στον αντίθετο πόλο της Αναγνώρισης είναι η ηθική Αδικία, δηλαδή η άρνηση της αναγνώρισης, η ηθική προσβολή, η ταπείνωση, ο μη σεβασμός της προσωπικής ακεραιότητας του άλλου. Ο άνθρωπος οικοδομεί μια θετική σχέση με τον εαυτό του μέσα από την επιδοκιμασία και αποδοχή των άλλων. Η εμπειρία μιας ηθικής αδικίας προκαλεί ψυχικό κλονισμό στο βαθμό που ματαιώνεται η προσδοκία του θιγόμενου υποκειμένου για αναγνώριση, μια ικανοποίηση που είναι βασικός όρος για τη συγκρότηση της ταυτότητάς του.
Όταν η προσδοκία δεν ικανοποιείται, όταν κάποιος στερείται την αναγνώριση, που θεωρεί ότι την αξίζει, τότε αποκτά της ηθικές εμπειρίες που ο Άξελ Χόνετ αποκαλεί «αισθήματα κοινωνικής περιφρόνησης».
Ηθικές αδικίες και προσβολές είναι α) εκείνες που στερούν την ασφάλεια από ένα πρόσωπο ότι μπορεί να ελέγχει την φυσική του ευημερία…. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η φυσική κακοποίηση, ο βασανισμός και ο βιασμός. β) εκείνες που θίγουν ή καταστρέφουν τον αυτοσεβασμό (καταστρέφουν την αξία της κρίση μας που αναγνωρίζεται από άλλους ανθρώπους) μέσω της παραπλάνησης ή εξαπάτησης… γ) εκείνες που προκαλούν «ταπείνωση ή έλλειψη σεβασμού» και επιδιώκουν να δείξουν σε άτομα ή ομάδα ατόμων ότι «οι ικανότητές τους δεν χαίρουν αναγνώρισης».
Η εμπειρία της κοινωνικής αναγνώρισης αποτελεί όρο της συνολικής ανάπτυξης της ταυτότητας του ανθρώπου, γι’ αυτό η αποστέρησή της, δηλαδή η περιφρόνηση, προκαλεί αναγκαστικά την αίσθηση μιας επαπειλούμενης απώλειας της προσωπικότητας, του προσώπου, της αξιοπρέπειας. Η αντίδραση του κοινωνικά περιφρονημένου (αυτού που δεν αναγνωρίζεται) είναι η ντροπή, η οργή και η αγανάκτηση.
Η εργασία
Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της συστηματικής προσβολής των συνθηκών αναγνώρισης και της περιφρόνησης; Η «κοινωνική εκτίμηση» σχετίζεται με την ΕΡΓΑΣΙΑ. Η κοινωνική εκτίμηση συνδέεται με την ευκαιρία να επιτελεί κανείς μια οικονομικά αμειβόμενη και άρα κοινωνικά ρυθμισμένη εργασία. Ποια μπορεί να είναι η αυτοεκτίμηση των ανέργων και των επισφαλώς εργαζόμενων νέων, του ντελιβερά με πτυχίο Πολυτεχνείου;
Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι η συνάφεια μεταξύ εργασίας και αναγνώρισης της απλήρωτης ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ανατροφή των παιδιών και η οικιακή εργασία δεν αξιολογούνται ως ίσης αξίας εργασία στο πλαίσιο ενός πολιτισμού που επικαθορίζεται από τις ανδρικές αξίες. Έτσι, οι γυναίκες, που εργάζονται στο σπίτι, έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν στην κοινωνία τον βαθμό αναγνώρισης που τους αναλογεί.
Γενικά, η αξιολόγηση της κοινωνικής εργασίας παίζει ένα κεντρικό ρόλο στο πλέγμα σχέσεων αναγνώρισης μιας κοινωνίας.
Η περιφρόνηση οδηγεί στα νεοναζιστικά μορφώματα
Οι νέοι/ες που σ’ αυτό το εργασιακό περιβάλλον δεν έχουν καμία προοπτική για το μέλλον, αισθάνονται ματαίωση. Η ματαίωση γίνεται ντροπή, οργή και αγανάκτηση, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης, όταν ένας πτυχιούχος νομικής εργάζεται ως σερβιτόρος. Η ηθική αδικία θα στείλει την βαθιά «πληγωμένη» προσωπικότητα στο ψυχιατρείο ή σε μία παρέα που θα τονώσει την αυτοπεποίθηση, που θα λειτουργήσει ιαματικά στις ηθικές πληγές. Αυτή η παρέα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο. Οι νεοναζιστικές ομάδες αλιεύουν στο ιντερνετ.
Οι αδικημένοι νέοι θα βρουν αναγνώριση στις ομάδες αυτές. Η αυτοπεποίθησή τους θα τονωθεί. Από εδώ προκύπτει και ο φανατισμός για την ομάδα, που είναι ο φανατισμός υπεράσπισης τους αδικημένου εαυτού. Η «ομάδα» γίνεται ένα είδος ναρκωτικού, απ’ το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν. Γιατί έξω από αυτή δεν βιώνουν αναγνώριση, δεν υπάρχουν, είναι αόρατοι. Αυτά γράφει ο ανατολικοβερολινέζος Ingo Hasselbach για τις εμπειρίες που απέκτησε στις ομάδες του νεοναζιστικού νεολαιίστικου χώρου, δείχνοντας έτσι που μπορεί να οδηγήσει πολιτικά η εμπειρία της «κοινωνικής περιφρόνησης».
Η κοινωνική καταξίωση αναζητείται σε φασιστικές ομάδες, σε ομάδες χουλιγκάνων, σε συμμορίες, σε ομάδες «μπάχαλων». Παλιότερα, είχαμε τους δημόσιους θεσμούς της «δημοκρατικής κοινωνίας»(νεολαίες κομμάτων, συνδικάτων, πολιτιστικά στέκια γειτονιών, δίκτυα καλλιτεχνών, αλληλέγγυων κ.ά.), οι οποίοι όμως είτε απαξιώνονται με ευθύνη και των συστημικών πολιτικών κομμάτων είτε χτυπιούνται άγρια από την κρατική καταστολή. Γιατί όπως είπαμε, η διέξοδος είναι πολλαπλής κατεύθυνσης είτε προς αρνητική (νέο-φασιστική) είτε προς θετική (φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ, αλληλεγγύη κ.ά.) κατεύθυνσης κι ένας ΤΡΟΠΟΣ Αντίδρασης των ομοίων(περιφρονημένων), που συστήνουν «ομάδες», κοινότητες και συλλογικότητες. Μόνο που η διέξοδος προς την «προοδευτική κατεύθυνση» χτυπιέται άγρια από το κράτος…
Το διαδίκτυο
Η ψηφιακή καινοτομία και το διαδίκτυο παρέχουν ένα είδος αντίβαρου, μια ομόλογη κατάσταση που θα θεραπεύσει όλες τις πληγές, όλες τις καταστροφές. Τώρα έχουμε κάτι στα χέρια μας που θα αντιρροπήσει τις απογοητεύσεις, τον θυμό, τις ματαιώσεις, τα μπούλινγκ και τους εξοστρακισμούς, που μπορεί να φέρει χρώμα στην άχρωμη ζωή μας, να αντισταθμίσει τα λάθη μας, τις ατυχίες μας, τις αποτυχίες μας. Από εδώ προκύπτει ο ενθουσιασμός για το σύγχρονο πάθος, που είναι η «έκφραση», οι αφηγήσεις μας στο Facebook στο Instagram κλπ..
Τα κοινωνικά δίκτυα μας επιτρέπουν να αφηγηθούμε στους άλλους ό,τι μας συμβαίνει –με εξωραϊσμένο είναι η αλήθεια τρόπο- να λαμβάνουμε αποδείξεις της σύμφωνης γνώμης των άλλων, να εμφανιζόμαστε δημοσίως για να σηματοδοτήσουμε την εξαιρετικότητα της ύπαρξής μας, ή και πάλι να καταγγείλουμε, με δυσαρέσκεια ή οργή, ορισμένες επαγγελματικές, σχεσιακές ή άλλες εμπειρίες.
Η χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας είναι μια πρακτική που πλέον μας σώζει, καθώς –εξατομικευμένα και καθολικά, λειτουργεί καθαρτικά και λυτρωτικά. Εδώ παρέχεται η αίσθηση πως ό,τι κι αν βιώνει κανείς, ανεξάρτητα από τη σκληρότητα της πραγματικότητας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ασχοληθεί με την οργάνωση της συχνά μεγεθυμένης αφήγησης της ζωής του, να εκφράσει το θυμό του και να εκδικηθεί για τις ταπεινώσεις που βίωσε και η ψυχή του να αποτινάξει για μια στιγμή το άχθος.
Όλα τα είδη δραστηριοτήτων καταφεύγουν σ’ αυτό το είδος κάθαρσης: η οικογενειακή ζωή, ο ελεύθερος χρόνος, η κατανάλωση. Από τώρα και στο εξής, η «Εκφραστικότητα» κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων, καθώς η δημόσια έκθεση του εαυτού μαρτυρά κατά κάποιο τρόπο τη μοναδικότητά του, αδιαφορώντας για την όποια ματαιοδοξία ενδεχομένως ενέχει αυτή η έκθεση.
Έχει γίνει συνηθισμένη πρακτική να δηλώνει κάποιος δημόσια τις απόψεις του στο διαδίκτυο, κάτι που του παρέχει την ευκαιρία να απελευθερώσει την οργή του, να καταγγείλει μέρα και νύχτα - ενδεχομένως μάταια - μια συγκεκριμένη σειρά από πράγματα. Όμως αυτές οι πρακτικές «παγιώνουν μόνο τις δικές μας πεποιθήσεις, τροφοδοτούν τις διαπροσωπικές εντάσεις και προέρχονται από την ψευδαίσθηση της πολιτικής εμπλοκής, καθώς τις περισσότερες φορές εμφανίζονται μακριά από οποιαδήποτε συγκεκριμένη εμπλοκή σε κοινές υποθέσεις, δημιουργώντας μόνο καλή συνείδηση ή μάταιη ικανοποίηση.» (Sadin). Αντίθετα, βέβαια, από αυτή την εκτίμηση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων λειτουργεί πολιτικά και μάλιστα παρεμβατικά. Πολλές φορές οι κυβερνήσεις απαντούν στα σχόλια του διαδικτύου. Δεν είναι εξάλλου τυχαία και η χρήση του από πολιτικούς…
*ΥΓ. Οι φασίστες, οι επίγονοι των δολοφόνων του Λόρκα είπαν τους ομοφυλόφιλους «ζώα». «Ζώα» αποκαλούν και οι φασίστες του Ισραήλ τους Παλαιστίνιους, τους δένουν τα μάτια και τους αναγκάζουν να τρέξουν και τους πυροβολούν στο κεφάλι πισώπλατα. Το ίδιο και ο ματσο «κρητικός άντρας», αυτός που αφού "κυνηγήσει τον χανιώτη πολιτικό, ύστερα θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τη γυναίκα του…