Που οφείλεται η έξαρση της έμφυλης βίας;
Η έμφυλη βία παροξύνεται στο βαθμό που οι άντρες αδυνατούν να αντιληφθούν τις συντελλούμενες αλλαγές, γράφει η γνωστή Γαλλίδα ψυχίατρος Marie-France Hirigoyen. Οι άντρες που πριν θεωρούσαν κανονικότητα να έχουν την κοινωνική, φυσική και οικονομική υπεροχή, τώρα έχουν απωλέσει τις βεβαιότητές τους, πολύ περισσότερο όταν στον σημερινό κόσμο δεν είναι βέβαιοι για τη διατήρηση της εργασίας τους. Οι παλιές αναφορές έχουν χαθεί. Η πατριαρχική εξουσία –και οι αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά- έγινε οικογενειακή. Οι άντρες με εύθραυστη ταυτότητα αισθάνονται τώρα ανασφαλείς, φοβούμενοι ότι χάνουν την «αρσενικότητά» τους στο πλαίσιο των πιο ισότιμων σχέσεων. Η αυτονόμηση των γυναικών βιώνεται από αυτούς ως απώλεια της δικής τους εξουσίας, και επίσης ως απώλεια της προσωπικής τους αξίας και αυτοεκτίμησης.
Από την πλευρά της, η Ινδή φιλόσοφος και καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ προσεγγίζει το πρόβλημα της έμφυλης βίας και το γυναικείο ζήτημα ως θέμα των ανθρώπων και των ομάδων, όπως οι μετανάστες, η εργατική τάξη, και γενικά το μετααποικιακό υποκείμενο, των υποδεέστερων, των «από κάτω», όλων όσοι περιθωριοποιούνται από τον κυρίαρχο δυτικό πολιτισμό.
Στο κείμενό της «Can the subaltern speak?» η κεντρική ιδέα είναι η έλλειψη ορατότητας της γυναικείας αντίστασης. Λέει χαρακτηριστικά ότι οι πράξεις της γυναικείας αντίστασης πέφτουν συχνά στο κενό, καθώς δεν υπάρχει μια δομή για να τις υποδεχτεί και να τις αναγνωρίσει. Και αυτό θα συμβαίνει όσο «η αρρώστια της κοινωνικής τύφλωσης σχετικά με την έμφυλη ιεραρχία δεν θα θεραπεύεται», σημειώνει.
Η Σπίβακ αναλύει κριτικά τη γενεαλογία του έθνους-κράτους, και των πολιτικών και οικονομικών αιτίων της αποσάθρωσής του, προσεγγίζοντάς την από φεμινιστική, μετααποικιακή και αντικαπιταλιστική σκοπιά.
Σύμφωνα με την Σπίβακ, οι επιπτώσεις της αποικιοκρατίας δεν εξέλιπαν με την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας για πολλές πρώην αποικίες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, καθώς οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την αποικιοκρατία εξακολούθησαν να διαπερνούν την πολιτισμική, πολιτική και οικονομική ζωή των μετααποικιακών εθνών-κρατών. Η αναπαραγωγή των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων που ήταν κυρίαρχες κατά την αποικιοκρατία, συνεχίστηκαν και μετά. Επιπλέον, η ανάδυση των ΗΠΑ ως παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επανασχεδίασε τους αποικιακούς χάρτες εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου, διατηρώντας την υποδεέστερη θέση των γυναικών του «Τρίτου Κόσμου».
Όπως ο Σαΐντ και ο Ντεριντά, η Σπίβακ εξετάζει ένα σώμα κειμένων, το οποίο εκτείνεται από τα βρετανικά αποικιακά αρχεία ως τις εξωτερικές πολιτικές των ΗΠΑ, τις εκθέσεις της ηλεκτρονικής χρηματιστηριακής αγοράς και τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το χρέος του «Τρίτου Κόσμου», και σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρεί να αμφισβητήσει μερικές από τις κυρίαρχες ιδέες σχετικά με τη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση. Απέναντι στην κυρίαρχη ιδέα πως η ταχύτητα και ευελιξία της τεχνολογίας επιτρέπουν την αποτελεσματική διακρατική κυκλοφορία ανθρώπων, χρήματος και πληροφοριών, αντιτείνει ότι αυτές οι διαδικασίες ρυθμίζονται επικερδώς από τα πλούσια βιομηχανικά έθνη-κράτη του «Πρώτου Κόσμου», ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε καθεστώς φτώχειας και καταπίεσης.
Για παράδειγμα, το κίνημα εθνικής ανεξαρτησίας διατήρησε τελικά την υπάρχουσα ταξική δομή στην Ινδία, προσδίδοντας πολιτική και οικονομική εξουσία σε μια μικρή ομάδα της μορφωμένης μεσαίας τάξης, αποκλείοντας, εν μέρει ή πλήρως, το μεγαλύτερο και εξαθλιωμένο μέρος του αγροτικού πληθυσμού από τα οφέλη της εθνικής ανεξαρτησίας.
Η Σπίβακ ταυτίζεται με τη σκέψη της Χάνας Άρεντ, όπως παρουσιάζεται στο δοκίμιο «Η παρακμή του έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου», όπου η φιλόσοφος στοχάζεται πάνω στη συνθήκη που παράγει ανιθαγενείς (stateless) ανθρώπους που μετατρέπονται σε ανθρώπινα όντα εν γένει, σε «απορρίμματα της γης», χωρίς δικαιώματα, χωρίς πολιτικές ιδιότητες, χωρίς γνώμη, χωρίς δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και έκφρασης εντός ενός κοινού κόσμου, χωρίς δικαίωμα στη διαμονή, την εργασία, την ισότητα και την ελευθερία δράσης (όπως στον homo sacer του Αγκάμπεν). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αγώνας κατά της έμφυλης βίας και την ισότητα των γυναικών συναντά τους αγώνες των άλλων «υποδεέστερων», την αντίσταση στη βία εναντίον των άλλων «από κάτω», των προσφύγων, των μεταναστών, των επισφαλώς εργαζομένων(πρεκαριάτο), των ανέργων, των ΛΟΑΤΚΙ…