Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Black Friday και Blackout στα μυαλά

Black Friday είναι το καταναλωτικό όργιο της “Παρασκευής των εκπτώσεων”, που πολυεθνικές αλυσίδες καταστημάτων θέλουν να καθιερώσουν και στην Ελλάδα της κρίσης.
Πλήθος κόσμου περιμένει από πολύ νωρίς το άνοιγμα των καταστημάτων, ακολουθώντας ένα τελετουργικό που αναπαράγει όλες τις αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας. Ποδοπατήματα(πάτα πριν σε πατήσουν), σπρωξίματα(βγάλε από τη μέση πριν σε βγάλουν) και πρόλαβε πριν σε προλάβουν. Ο άνθρωπος-καταναλωτής είναι εδώ. Και είναι μια επιχείρηση ηδονής και ικανοποίησης· μια θεσμοποιημένη, καταναγκαστική ηδονή, η οποία δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε τέρψη, αλλά καθήκον του πολίτη που οφείλει να απολαμβάνει, οφείλει να είναι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, ευφορικός, δυναμικός, συμμετοχικός, ενθουσιαστικός· ο πολλαπλασιασμός των σχέσεων και των επαφών του καθώς και η εντατική χρήση σημείων/αντικειμένων θα συστήσουν την αρχή της μεγιστοποίησης της ύπαρξής του, κατά το αντίστοιχο της μεγιστοποίησης του κέρδους και του παραδοσιακού καταναγκασμού για εργασία και παραγωγή. Στο παιχνίδι πια δεν υπάρχει χώρος για τον πόθο και την επιλογή, αλλά μόνο για την «περιέργεια» της Fun-Morality, η επιταγή δηλαδή αξιοποίησης στο έπακρο όλων των δυνατοτήτων ικανοποίησης, ακόμη και καταναλώνοντας σκουπίδια!
Η Black Friday είναι μία αμερικάνικη ιδέα, η οποία όπως τόσες άλλες αναπαράγεται παντού. Γιατί η Αμερική είναι παντού. Είναι η ημέρα που ακολουθεί την Ημέρα των Ευχαριστιών, που είναι σήμερα Πέμπτη, και σηματοδοτεί την έναρξη των τεράστιων εορταστικών πωλήσεων των εμπορικών καταστημάτων στις ΗΠΑ, και χαρακτηρίζεται από πληθώρα προσφορών και μεγάλων κερδών για τους εμπόρους.
Χαρακτηρίστηκε «μαύρη» ως παραπομπή στο χρώμα της μελάνης που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν οι λογιστές για την καταγραφή των τεράστιων κερδών της εορταστικής περιόδου, που συχνά αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις ζημίες (που σημειώνονται με κόκκινη μελάνη) των πρώτων 10 μηνών του έτους. Για το κέρδος, λοιπόν, δημιουργήθηκε άλλη μία «τελετουργία» στους «ναούς-υπεραγορές». Μέσα σε όλες αυτές τις «γιορτές» της καταναλωτικής κοινωνίας το περιβάλλον των ανθρώπων δεν είναι πλέον οι άλλοι άνθρωποι αλλά τα αντικείμενα και «όπως το λυκόπαιδο που γίνεται λύκος για να ζήσει μαζί με τους λύκους», έτσι κι εμείς γινόμαστε λειτουργικοί, όπως τα αντικείμενα. Η καταναλωτική κοινωνία συνιστά μία θεμελιώδη μετάλλαξη της οικολογίας του ανθρώπινου είδους, όπου όλα διέπονται πια από το νόμο της ανταλλακτικής αξίας. Είσαι κι εσύ ένα εμπόρευμα. Που έχει ζύγι και τιμή.
Στις υπεραγορές «ο μετωνυμικός επαναληπτικός λόγος του εμπορεύματος ξαναγίνεται μια μεγάλη συλλογική μεταφορά, δηλαδή μια ανεξάντλητη και θεαματική σπατάλη που είναι η σπατάλη της γιορτής, όπως στην τελετουργία του δώρου»(Μποντριγιάρ). Το εμπορικό κέντρο «πολιτισμοποιείται», παρέχοντας λίγο απ’ όλα: μπαρ, πίστα χορού, ρεστωράν, σινεμά, σημεία πώλησης, ακόμα και «φαιά ουσία» και θα γίνει το Πάνθεον της κατανάλωσης όπου όμως έχει χαθεί και το νόημα και γι’ αυτό και το όνειρο. Όλα, εδώ, συνδυάζονται συστηματικά στη θεμελιώδη έννοια της «ατμόσφαιρας», εντός της οποίας το ίδιο το εμπόρευμα «πολιτισμοποιείται» αποκτώντας παιγνιώδη υπόσταση, έτσι ώστε συνολικά το shopping να γίνει τρόπος ζωής. Ο μαγεμένος καταναλωτής παρατάσσοντας έναν ολόκληρο εξοπλισμό προσομοιωτικών στοιχείων,  δηλαδή καταναλωτικών προϊόντων, δήθεν χαρακτηριστικών στοιχείων της ευτυχίας, περιμένει στη συνέχεια την ευτυχία να του προκύψει. Αλίμονο όμως. Αντί της ευτυχίας, υπάρχει μόνο συγκέντρωση σημείων της ευτυχίας και στην πραγματικότητα κάποιες μικρές ικανοποιήσεις, πρακτικές εξορκισμού της μεγάλης ικανοποίησης, της δυνητικής ολικής ευημερίας και της μακαριότητας…

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Η κλαγγή των καθρεφτών

«Αφού δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, προσπαθώ τουλάχιστον να μη με αλλάξει αυτός», είπε ο σύντροφος «… που έφυγε νωρίς». Είναι όμως αυτό δυνατό; Θυμήθηκα τότε, που έγραφα σε μία δεξιά εφημερίδα, και με περισσή μεγαλαυχία υποστήριζα ότι εγώ θα γράφω τα κείμενά μου, και θα παραμείνω ανάλλαχτος. Συνάδελφο της «αριστερής σελίδας» με αποκαλούσε ο Μέμος Φαράκος, που έγραφε στη «δεξιά σελίδα», ενισχύοντας έτσι την άποψή μου. Όμως, μια μέρα μου τηλεφώνησε ένας αναγνώστης της δεξιάς εφημερίδας να με συγχαρεί. Παραδόξως, το ίδιο συνέβη την επόμενη ημέρα από αναγνώστη αριστερής εφημερίδας που αναδημοσίευσε το ίδιο κείμενο. Σοκ. Σύγχυση ταυτότητας. Τελικά ποιος ήμουν; Το κείμενο ήταν το ίδιο, εγώ ήμουν ίδιος, το βλέμμα του κόσμου, για την ακρίβεια των αντίθετων κόσμων, ίδιο! Η αντίθεση είχε εξαλειφθεί κι εγώ έμεινα χωρίς αντιθετικό προσδιορισμό ούτε καν αυτοπροσδιορισμό. Αισθάνθηκα εγκλωβισμένος. Το μέσο καθόριζε το περιεχόμενο. Η αντιδεξιά ρητορική του κειμένου ακυρώθηκε εντελώς από το δεξιό πρόσημο της εφημερίδας. Ακριβώς όπως οι διαμαρτυρίες, όπως ο αντισυστημικός λόγος αφομοιώνεται από το σύστημα και το λιπαίνει, το ανανεώνει, του δίνει τη χαμένη του ενέργεια...
Κι εγώ; Πως μπορώ να σταθώ χωρίς ν’ αλλάξω; Πώς ν’ αντισταθώ στο βλέμμα των άλλων που με αλλάζει ερήμην μου; Εντέλει, είμαστε η γνώμη των άλλων για μας; Και ποιοι είναι οι άλλοι; Ο «κόσμος» της αριστερής εφημερίδας ή ο «κόσμος» της δεξιάς; Εδώ η απάντηση είναι θέμα πολιτικής επιλογής. Υπάρχει, όμως, ένας κόσμος πέραν των μανιχαϊσμών; Κατηγορηματικά όχι. Κι αν υπάρχει, θα βρίσκεται σε υπερορία, εκτός, εξόριστος. Υπάρχει ο κόσμος, λοιπόν, που κυριαρχεί, υπάρχει το κυρίαρχο βλέμμα –ως αξίες, αρχές, κανόνες και Συμβολική τάξη, δηλαδή ματογυάλια- και ο κόσμος που το αμφισβητεί. Για το βλέμμα γίνονται όλοι οι εμφύλιοι, για τους καθρέφτες, για μια «ιδεο-λογία», για την οπτική γωνία απ’ όπου βλέπουμε τον κόσμο και απ’ όπου θέλουμε να μας βλέπει κι αυτός. Και διερωτώμαι, υπάρχει περίπτωση να ξεφύγουμε από την… κλαγγή των καθρεφτών μας;...

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Οι ιπτάμενοι κανίβαλοι του Βορρά

Σαουθάμπτον. Το γλυπτό της γυμνής γυναίκας του Ροντέν και οι γλάροι. Η ομορφιά και ο τρόμος. Αυτά τα φοβερά ιπτάμενα τέρατα με τις άγριες ανθρώπινες κραυγές. Κάποτε νόμιζα πως οι γλάροι του Βορρά ήταν επινόηση του Χίτσκοκ (The Birds), αλλά δεν ήταν. Κακώς αποκάλεσαν τον μεγάλο δημιουργό «Άρχοντα του Σασπένς». Το σασπένς είναι εδώ απτό, πραγματικό. Το ψυχολογικό θρίλερ δεν χρειαζόταν να το ανακαλύψει, αρκούσε να το περιγράψει.
Οι βόρειοι γλάροι, αυτοί οι ιπτάμενοι κανίβαλοι ήταν εδώ για να στοιχειώνουν τις νύχτες και τις μέρες των όντων που αποκαλούνται ακόμα άνθρωποι. Καμία σχέση με τους γλάρους του Νότου. Το ίδιο και οι άνθρωποι, καμία σχέση με τους μεσογειακούς. Τους βλέπω μεθυσμένους στις παμπ. Γυναίκες ψηλές, θεόπαχες, με τα λίπη να ξεχειλίζουν από τις υπερβολικά κοντές φούστες τους και τα μάτια στεγνά και λιμασμένα για επαφή. Σε κοιτούν τόσο έντονα και αδιάκριτα, σαν τις εφιαλτικές κραυγές των τεράστιων γλάρων. Η ζωή ένας Τιτανικός. Κατάθλιψη και αλκοόλ. Αλκοόλ ή κατάθλιψη. Κι ανάμεσα στα δύο, το μεθυσμένο, ζωώδες σεξ, μία αυτοϊκανοποίηση εις διπλούν.
Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Χίτσκοκ προτιμούσε πάντα πρωταγωνίστριες, όπως η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι. Αυτή ήταν η μεγάλη πρωτοτυπία του, να βάλει την ομορφιά μέσα στην κόλαση. Όλα μια τρέλα, λοιπόν, μία αγωνιώδης σύγκρουση που μόνο ο Σαλβαδόρ Νταλί θα μπορούσε να αποδώσει (Ο διάσημος ζωγράφος συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας).
Τελικά, όποιος καταφέρνει να βγει από όλα αυτά ζωντανός, γίνεται έτοιμος κατακτητής. Ένας κανίβαλος της νέας οικονομικής αυτοκρατορίας του Σίτι και των νησιών Κέιμαν που θα μπορεί να πίνει το νέκταρ από το κρανίο των δολοφονημένων στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, παντού. Ο Βορράς χρειάζεται τους ανθρώπους του για να αντιμετωπίσει το Νότο. "Δεν είναι όλοι έτσι", με συγκρατεί ο Αλέξανδρος από τη διολίσθηση στη φασιστική γενίκευση. Όχι, δεν είναι όλοι έτσι. Ο κλοσάρ που μου ζήτησε μερικές πένες δεν είναι έτσι. Η κοπέλα που μια μέρα έβαλε ξαφνικά τα κλάματα στη στάση του λεωφορείου, βλέποντας την αγριότητα γύρω της, δεν είναι έτσι. Τα παιδιά που ακόμα ονειρεύονται και ερωτεύονται δεν είναι έτσι. Όμως σε λίγο θα απαγορεύσουν και τον έρωτα. Θα απαγορεύσουν να γεννιούνται παιδιά από έρωτα και χωρίς τον έλεγχο των γονιδιακών εργαστηρίων. Γι' αυτό ο Νότος ως παράδειγμα ενός ορισμένου τρόπου ζωής και ορισμένου τύπου ανθρώπου, που αισθάνεται, συναισθάνεται και κυρίως σκέφτεται, πρέπει να εξαφανιστεί… 

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Ανοίγοντας το δρόμο για μια νέα ευαισθησία

Ένα βιβλίο που έχει γραφεί το 1948 και εξακολουθεί να έχει ακέραια την αξία του το 2017 δεν μπορεί παρά να είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Αναφέρομαι στη μελέτη του Ζαν-Πωλ Σαρτρ με τον τίτλο-ερώτημα: «Τι είναι λογοτεχνία;» (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ο Σαρτρ θέτει μια σειρά ερωτήματα, όπως «τι σημαίνει γράφω;», «Για ποιο λόγο γράφουμε;», «για ποιον γράφουμε;» για να καταλήξει στην «κατάσταση του συγγραφέα το 1947», στην κατάσταση δηλαδή της λογοτεχνίας τότε και ίσως και σήμερα και αν αυτή έχει ακόμη λόγο ύπαρξης, ή αν «πεθαίνει». Ουσιαστικά ο Γάλλος φιλόσοφος θέτει το ζήτημα της «στρατευμένης τέχνης». Για το θέμα της στράτευσης έχουν μιλήσει πολλοί με κορυφαίους τον Μπουρντιέ και τον Αντόρνο. Μάλιστα, ο πρώτος, αναφερόμενος στο περίεργο ον που έχει κεφάλι διανοούμενου και σώμα γκαρσονιού, έχει επικρίνει τη θέση του Σαρτρ ότι ο λογοτέχνης πρέπει να λαμβάνει θέση μεταξύ των καταπιεστών και των καταπιεζόμενων. Αλλά τι λέει ο Σαρτρ όταν αναρωτιέται «Γιατί γράφουμε»; Ο «στρατευμένος» πεζογράφος ξέρει ότι «ο λόγος είναι δράση, γι’ αυτό ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος της δράσης, της «δευτερεύουσας δράσης, που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει δράση δια της αποκάλυψης». Και επειδή οι λέξεις είναι «πιστόλια γεμάτα σφαίρες», ο συγγραφέας μιλώντας, δηλαδή γράφοντας πυροβολεί στόχους. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Οι αποκαλύψεις της αδικίας, που έτσι δίνουν υπόσταση στη δικαιοσύνη. Κοντολογίς, ο συγγραφέας δρα γράφοντας για να αλλάξει τον κόσμο. Εδώ ο Σαρτρ αναφέρεται στη μόνη κατά τη γνώμη του λογοτεχνία που έχει λόγο ύπαρξης, τη λογοτεχνία της Πράξης. Άρα η λογοτεχνία τη Πράξης έχει ως καθήκον να αποκαλύψει τον πραγματικό κόσμο και να τον υπερβεί, να τον αλλάξει.
Ο μαρξιστικός Πραγματισμός του Σαρτρ συναντά τον αμερικάνικο Πραγματισμό ως την προς την κοινή τους αφετηρία τον Χέγκελ, χωρίς όμως να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο Σαρτρ σημειώνει αυτή τη διαφορά, γράφοντας για τους Αμερικανούς συγγραφείς ότι ήταν άνθρωποι στους οποίους «υπερχείλιζαν τα αισθήματα και οι εντυπώσεις» έτσι όπως ήταν «χαμένοι σε μια αχανή ήπειρο, όπως εμείς ήμασταν χαμένοι στην Ιστορία». Οι Αμερικανοί μπορούσαν να έχουν πραγματικές διαφυγές με την επέκτασή τους στη Δύση, ενώ η Ευρώπη ασφυκτιώντας πλέον βρέθηκε αντιμέτωπη με άλλου είδους «διαφυγές», τις ιστορικές συγκρούσεις και τις επαναστάσεις (σύμφωνα με την προσέγγιση του Χέγκελ). Για τον Σαρτρ «Η επιτυχία του Φώκνερ, του Χεμινγουέι, του Ντος Πάσος… ήταν η αντανακλαστική άμυνα μιας λογοτεχνίας που, όταν ένιωσε να απειλείται, επειδή οι τεχνικές και οι μύθοι της δεν θα τις επέτρεπαν πλέον να αντιμετωπίσει την κατάσταση, μπολιάστηκε με αλλοδαπές μεθόδους, έτσι ώστε να επιτελέσει τη λειτουργία της κάτω από τις νέες συνθήκες». Οι Αμερικανοί «είχαν προκρίνει τον λογοτεχνικό ιδεαλισμό και μας παρουσίαζαν τα γεγονότα μέσω μιας προνομιούχας υποκειμενικότητας, ενώ εμείς (σ.σ. οι Ευρωπαίοι) είχαμε επιλέξει τον ιστορικό σχετικισμό» που μέσα από την ισότητα όλων των υποκειμενικοτήτων «οδηγούσε από τον απόλυτο υποκειμενισμό, στον δογματικό ρεαλισμό». Οι Αμερικανοί δικαιολογούσαν «το τρελό εγχείρημα της αφήγησης» υπενθυμίζοντας συνεχώς σ’ αυτή είτε με ρητό είτε με υπαινικτικό τρόπο «την ύπαρξη ενός δημιουργού». «Εμείς (οι Ευρωπαίοι)… θέλαμε να διώξουμε τη Θεία Πρόνοια από τα έργα μας, όπως την είχαμε διώξει από τον κόσμο μας». «Η πραγματιστική αλήθεια αντικατέστησε την εξ αποκαλύψεως αλήθεια» λέει ο Σαρτρ, συναντώντας «απ’ έξω» τους Αμερικάνους πραγματιστές, όπως ο Τζέημς και ο Ντιούι. Μέσα απ’ όλα αυτά, δηλαδή την με ιδιότυπο τρόπο εκκοσμικευμένη λογοτεχνία, ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας διαμεσολαβητής μεταξύ των ανθρώπων (καταπιεστών και καταπιεζόμενων) και η στράτευσή του είναι η διαμεσολάβηση. Εδώ παρατίθεται το παράδειγμα του Αμερικανού, μαύρου συγγραφέα Ρίτσαρντ Ράιτ (1908-1960), ενός «νέγρου» από το Νότο των ΗΠΑ που μετακόμισε στο Βορρά. Η ανθρώπινη συνθήκη δίνει στον Ράιτ και το θέμα του βιβλίου του (Black Boy) όπου αποκαλύπτει την «αποξένωση της μαύρης φυλής μέσα στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας». Αλλά σε ποιους απευθύνεται ο Ράιτ; Ασφαλώς όχι, λέει ο Σαρτρ, στους λευκούς ρατσιστές ούτε στους μαύρους του Νότου που είναι αναλφάβητοι, απευθύνεται στους καλλιεργημένους μαύρους του Βορρά και στους καλής πρόθεσης λευκούς Αμερικανούς» (διανοούμενους κ.ά.). Ο Ράιτ γίνεται η συνείδηση των μαύρων και «η κίνησή του με την οποία υψώνεται για να φθάσει από το άμεσο στην αναστοχαστική συνειδητοποίηση της κατάστασής του είναι κίνηση όλης της φυλής του». Ο Ράιτ όμως απευθύνεται και στους Λευκούς με στόχο να τους κάνει «να αναλογιστούν τις ευθύνες τους», ή ακόμα να τους προκαλέσει ντροπή. Έτσι εδώ υπάρχει ένα «ταυτόχρονο διπλό αίτημα» (Μπωντλαίρ). Ο Ράιτ σημειώνει ο Σαρτρ γράφοντας για «ένα διχασμένο κοινό, μπόρεσε να διατηρήσει και ταυτόχρονα να ξεπεράσει αυτό το διχασμό: τον μετέτρεψε σε πρόφαση για ένα έργο τέχνης».
Ο συγγραφέας λοιπόν είναι ο διαμεσολαβητής, η γέφυρα όχι για να διατηρήσει το στάτους κβο του διχασμού αλλά για να τον υπερβεί, να τον αλλάξει. Υπ’ αυτή την οπτική ακόμη και ο κυνισμός του Ουίτμαν «Είμαι Αμερικανός, άρα αντιφάσκω» υποδηλώνει τον κυνισμό ως άμυνα απέναντι στην ντροπή, στοιχεία και τα δύο μιας απολεσθείσας ισορροπίας, ή αλλιώς της δυστυχισμένης συνείδησης που προκύπτει από τη γνώση. Εδώ ο συγγραφέας διακινδυνεύει, διότι η κοινωνία δεν επιθυμεί να την παρουσιάσουν όπως πραγματικά είναι αλλά όπως νομίζει ότι είναι. Θέλει δηλαδή έναν καθρέφτη που να κολακεύει και να συμφωνεί με τη γνώμη που έχει η ίδια για τον εαυτό της. Γι’ αυτό οι καλοί  λογοτέχνες είναι οι αποτυχημένοι εμπορικά. Τα έργα του αστού συγγραφέα είναι «πίνακες απογραφής της αστικής περιουσίας, εκθέσεις ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης, που τείνουν αδιαφοροποίητα να θεμελιώσουν τα δικαιώματα της ελίτ και να καταδείξουν τη σοφία των θεσμών- εγχειρίδια πολιτισμένης συμπεριφοράς». Αν η λογοτεχνία καταλήγει ο Σαρτρ «ήταν αναγκασμένη να μεταστραφεί σε καθαρή προπαγάνδα ή σε καθαρή ψυχαγωγία, η κοινωνία θα περιέπιπτε και πάλι στο βούρκο του αδιαμεσολάβητου, δηλαδή στη ζωή χωρίς μνήμη των υμενοπτέρων και των γαστερόποδων».                          
 Ο Αντόρνο και ο Σαΐντ
Ο διανοούμενος, γράφει από την πλευρά του ο Τ. Αντόρνο στα Minima Moralia, όταν βυθίζεται εντελώς στην υλική πρακτική και τα χρησιμοθηρικά-οικονομικά- οφέλη της, χάνει την ευαισθησία και το κριτικό του πνεύμα και «απειλείται από την επανάπτωση στον κυνισμό και τη βαρβαρότητα». Από την άλλη, εάν ο διανοούμενος ενασχολείται μόνο με τα λεγόμενα πνευματικά πράγματα, αποκομμένος από την οικονομική πραγματικότητα και την υλική αναπαραγωγή της ζωής του, κινδυνεύει να υποστασιοποιήσει ως απόλυτο το πνεύμα του κι έτσι από τον φετιχισμό του χρήματος να οδηγείται στο φετιχισμό της κουλτούρας. Η εξευτελιστική επιλογή που θέτει σε όλα τα μέλη του ο όψιμος καπιταλισμός: Ή να γίνεις «ενήλικος»-να ευθυγραμμιστείς- ή να μείνεις παιδί- γραφικός και «τρελός»- έξω από ατομικές, ωφελιμιστικές σκοπιμότητες, βιώνεται έντονα από τους ανθρώπους της διανόησης.   
Τι μπορεί να κάνει λοιπόν ο διανοούμενος; Ποια πρέπει να είναι η στάση του; Μεταξύ της μοναξιάς που συνεπάγεται η συμμαχία με τους μειονεκτούντες και της ευθυγράμμισης με τους «μονόδρομους» των ισχυρών, ο Ε. Σαΐντ επιλέγει την εξορία στους οργεώνες του περιθ-ωρίου, τη σχοινοβασία του «μέσα-έξω», τη συμπεριφορά του απρόβλεπτου, του ανοίκειου· απορρίπτει τους «ημέτερους», αυτούς που οι Γάλλοι ονομάζουν «τσοπανόσκυλα της εξουσίας»: με τις εκατό «δουλειές», το χαμηλό «πνευματικό κεφάλαιο», μία «ορατότητα» κερδισμένη στην σκηνή των μέσων μαζικής ενημέρωσης  κι έναν «λόγο» δήθεν καταγγελτικό, με ολίγον Φρόιντ και πολλή «κυλόττα»· τους νέο-δογματικούς που πιστεύουν ότι το αδιανόητο, το ανήκουστο και το ανείπωτο έχουν εκλείψει και ότι η πραγματικότητα κινείται σ’ ένα καθορισμένο προ-οπτικό πεδίο, ότι το είναι ουσιώνεται ως επι-φαίνεσθαι και ο άνθρωπος ως στατιστικό δεδομένο. Ο Ε. Σαΐντ τάσσεται αναφανδόν με τους «άλλους», αυτούς που επιλέγουν τη θέση όχι του «ημέτερου» αλλά του «ξένου», των οποίων κανένας κομματικός, οικονομικός ή εθνικός δεσμός δεν είναι ικανός να τους στομώσει το κριτήριο της αλήθειας, τον κοινωνικό ρόλο του «μη απρόσωπου επαγγελματία», αυτού δηλαδή που συνδέει τη δουλειά του με την κοινωνική διαδικασία και αμφισβητεί τις εικόνες, τις επίσημες εκδοχές των γεγονότων και τις δικαιολογίες της εξουσίας που έχουν ως στόχο τη συντήρηση του status quo και την εδραίωση της συναίνεσης στο πλαίσιο μιας γενικώς αποδεκτής προοπτικής της πραγματικότητας. Ο ρόλος του διανοούμενου σήμερα, σύμφωνα με τον Ε. Σαΐντ, είναι να ανοίγει το δρόμο για «μια νέα ευαισθησία» απέναντι στη θέση των υποτιμημένων, των λησμονημένων και των αφανών…».http://www.artinews.gr/%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BD%CE%AD%CE%B1-%CE%B5%CF%85%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B8%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1.html

«Η πατρίδα θα υπάρξει όταν θα είμαστε όλοι ξένοι»

«Η πατρίδα θα υπάρξει όταν θα είμαστε όλοι ξένοι» είπε. Κοιτάζω το ακροατήριο. Όλοι έλληνες-ξένοι. Δεν το είχαν σκεφτεί. Η πατρίδα για την οποία ήρθαν να ακούσουν, είναι δημιούργημα της ξενιτιάς και της ξενότητάς τους. Είναι της ανάγκης τους να ανήκουν κάπου, σ’ έναν συλλογικό καθρέφτη που να τους βλέπει και να τους αναγνωρίζει, και στον οποίο οι ίδιοι να μπορούν να δουν το πρόσωπό τους. Άρα, λέω, η πατρίδα-χώμα αναδύεται έντονα όταν η «ρίζα-ψυχή» αποσπάται απ’ αυτή, όταν ξεριζώνεται και μνήσκει μετέωρη στους ανέμους, άπατρις, μαραγκιασμένη και στρυφνή. Όταν δεν έχεις κάποιον να δεις το πρόσωπό σου…

Ποιοί ετοιμάζουν νέο πόλεμο στον Λίβανο;

Μια σύνοψη! Ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Χαρίρι παραιτείται και το ανακοινώνει από το Ριάντ, χωρίς να έχει συμβουλευτεί κανέναν ή να δίνει μια λογική εξήγηση. Η επανάκτηση από τη Δαμασκό των περιοχών που είχε καταλάβει το Ισλαμικό Κράτος, σημαίνει την απώλεια της εξουσίας των σουνιτών και του άξονα Σαουδική Αραβία - Τουρκία και Ισραήλ-ΗΠΑ. Είναι αυτό το τέλος του πολέμου ή η αρχή ενός άλλου; .......................................


Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Να απομυθοποιήσουμε την εξουσία...



Η απόκτηση εξουσίας και επιρροής πάνω στους άλλους, δημιουργεί σοβαρή διαταραχή της κριτικής ικανότητας, οδηγώντας σε μια σοβαρή ανακολουθία: οι ισχυροί είναι πολύ πιο αυστηροί όταν κρίνουν τους άλλους και πολύ πιο ελαστικοί όταν αξιολογούν τις δικές τους πράξεις και συμπεριφορές. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι ο αντικοινωνικός και δυνητικά καταστροφικός χαρακτήρας της ενόρμησης θανάτου θα μπορούσε να είναι το μείζον πρόβλημα του πολιτισμού μας στο μέλλον. Έρευνες του Έριχ Φρομ, Βίλχελμ Ράιχ ή των Αντόρνο,  Μπένζαμιν και  Μαρκούζε διαπιστώνουν ότι το εξασθενιμένο πατρικός κύρος οδηγεί στην ανομία και την αταξία, στην εξασθένηση του εγώ όπως και στην αναζήτηση αυταρχικών μορφών. Ο Προμηθέας Δεσμώτης κραυγάζει πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι, πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης...

Τα βασανιστήρια των μικρών Αμίρ...

Διαβάζω πως «Το μοντέλο και ακτιβίστρια κοινωνικών θεμάτων Adwoa Aboah θα είναι το νέο πρόσωπο της διαφημιστικής καμπάνιας για τη νέα σειρά καλλυντικών του Μαρκ Τζέικομπς», και σκέφτομαι πως ο ακτιβισμός πουλάει. Τα ανθρώπινα δικαιώματα πωλούν. Το ίδιο και η φιλανθρωπία των ευαίσθητων κυριών του φιλόπτωχου ταμείου της ενορίας της Νέας Φιλοθέης. Μόνο που η φιλανθρωπία αυτή έχει ειδικά χαρακτηριστικά. Η «φιλία» της, δηλαδή η αγάπη της είναι μεροληπτική, καθώς αγαπάει μόνο τα ελληνάκια, τους «δικούς» κι όχι τους άλλους. Αλλά μια αγάπη που κάνει διακρίσεις, αυτή που διακρίνει τον έλληνα από τον ξένο, τον Αλβανό-λευκό σημαιοφόρο από τον Αφγανό-μελαψό Αμίρ, τον χριστιανό από τον μουσουλμάνο, είναι η αγάπη του ρατσιστή και του φασίστα, είναι η αγάπη που τρέφεται από το μίσος κατά των Άλλων, είναι η μαύρη αγάπη του χρυσαυγίτη...
  

Γιατί οι «αριστεροί» ψήφισαν ακροδεξιά;

  [   Γιώργος X. Παπασωτηρίου   /   Κόσμος   / 14.03.24 ] Και στην Πορτογαλία το ίδιο έργο: Η Αριστερά χάνει και η Δεξιά -κυρίως η ακροδεξιά...